«Ο μικρός Έγιολφ» του Χένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία Στέφαν Λάρσον.
Μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει «τολμηρό» ένα εγχείρημα που έχει δοκιμαστεί με επιτυχία; Η τόλμη δεν έχει να κάνει μόνο με την αβεβαιότητα, που στο συγκεκριμένο πλαίσιο υπάρχει και εντείνεται από το γεγονός ότι μεταφέρεις σε μεγάλο βαθμό αυτούσια την ίδια σκηνική πρόταση σε μια άλλη χώρα και γλώσσα και με άλλη υποκριτική ομάδα. Έχει να κάνει με το μέγεθος του διακυβεύματος, την ουσία αυτού που προτείνει, ενώ δεν παύει να θέτει σε κίνδυνο τα όποια «κεκτημένα», αλλά και τα όσα καταθέτει στην κονίστρα ο καλλιτέχνης.
Και εννοώ αυτά που κατατίθενται κάθε φορά που παρουσιάζεται η παράσταση. Θα μπορούσα εν προκειμένω να πω ότι όχι μόνο αυτό που αποπειράται ο Στέφαν Λάρσον δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόταση «εκ του ασφαλούς», αλλά το ρίσκο του να ακολουθείς την πεπατημένη μπορεί να αποδειχτεί ακόμη μεγαλύτερο. Άλλωστε, και να θέλεις, ποτέ δεν μπορείς να πετύχεις ακριβώς το ίδιο «φαγητό» όσο ευλαβικά κι αν εφαρμόζεις τη συνταγή σου.
Εννοείται ότι δεν έχω παρακολουθήσει την παραγωγή με τον «Μικρό Έγιολφ» του Ίψεν που ανέβασε πέρσι το Dramaten στη Στοκχόλμη και άλλωστε υποθέτω ότι αυτό, πέρα από τον σκηνοθέτη, ελάχιστοι μπορούν να το ισχυριστούν. Άρα, θεωρητικά μιλάμε για «επιτυχημένη συνταγή», με βάση την επίσημη αιτιολογία του ΘΟΚ για την ίδια διασκευή και σύλληψη, με τον ίδιο σκηνογράφο, που παρουσιάζεται στην Κύπρο με σκηνοθεσία προσαρμοσμένη στα εδώ δεδομένα.
Υποθέτω επίσης ότι για τον ίδιο τον Λάρσον η υπόθεση αυτή αφορούσε κι ένα προσωπικό πείραμα επαναπροσδιορισμού των ορίων του έργου μέσα από την ιδιαίτερη σκηνική του γλώσσα. Εγώ λέω ότι ο εμπνευστής της παράστασης είχε την ευκαιρία στην Κύπρο να διορθώσει κιόλας ή να απαμβλύνει ορισμένα από τα στοιχεία που ενδεχομένως στην πορεία της σουηδικής παραγωγής να αποδείχτηκαν ατελέσφορα.
Είναι διαφορετικό να σκέφτεσαι στη θεωρία πόσο επίκαιρο και επιτακτικό είναι ένα κλασικό έργο -ή όταν διαπιστώνεις πόσο το τονίζει αυτό ο ίδιος ο σκηνοθέτης που το ανεβάζει- και διαφορετικό να το βιώνεις μέσα από τη θεατρική πράξη. Να βλέπεις ένα πυκνό, πολυεπίπεδο και διαπεραστικό ψυχολογικό δράμα, οικουμενικής και διαχρονικής ποιότητας, να ξεδιπλώνεται και να αξιώνει τη θέση του στο σήμερα. Ο «Μικρός Έγιολφ» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός –ή και εξαιτίας του- ότι δεν είναι από τα πλέον πολυπαιγμένα έργα του κορυφαίου Νορβηγού ψυχοανατόμου.
Έχει φυσικά το ενδιαφέρον του το γεγονός ότι η πρόταση, που παρουσιάζεται στην εργαστηριακής κράσης Νέα Σκηνή «Νίκος Χαραλάμπους», εκπορεύεται από έναν σκηνοθέτη Σκανδιναβό, γιατί δίνει την ευκαιρία στο κοινό της Κύπρου να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο πώς αντιμετωπίζουν σήμερα τον Ίψεν οι κοντοσυντοπίτες του. Δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία, αλλά ο συγγραφέας έζησε την εποχή της «ανήσυχης» προσωπικής Ένωσης μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας, με τη δεύτερη να πετυχαίνει την ανεξαρτησία της λίγους μήνες πριν τον θάνατο του Ίψεν. Είναι λογικό να λογίζεται μέρος μιας ενιαίας σκανδιναβικής κληρονομιάς, με τα έργα του να έχουν κυρίαρχη απήχηση στη σουηδική κοινωνία και κουλτούρα.
Δεδομένου ότι υπάρχει αυτός ο κοινός κώδικας, θα αναμέναμε ότι η μεσογειακή ανάγνωση του έργου θα αναδείκνυε διαφορετικές διαστάσεις από τη σκανδιναβική εκδοχή, ιδιαίτερα σε κεντρικά θέματα που σχετίζονται με την οικογένεια, την ενοχή και το πένθος. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εκτιμά ότι βρίσκει ακόμη πιο γόνιμο έδαφος στην Κύπρο, ενδεχομένως επειδή οι θεατές είναι πιο εξοικειωμένοι με την αρχαία τραγωδία, στην οποία το έργο έχει ρίζες. Το σίγουρο είναι ότι πυροδοτείται ένας διαπολιτισμικός διάλογος. Η πρόσληψη των θεμάτων του Ίψεν για τις οικογενειακές σχέσεις, την κοινωνική υποκρισία και τον ατομικισμό μπορεί να αποκτά διαφορετικές αποχρώσεις εντός του διαφορετικού πλαισίου.
Στην πράξη, πάντως, οι έννοιες της ενοχής, της ευθύνης, του τραύματος, της γονεϊκής αμέλειας, της καταστροφικής φύσης της κτητικής αγάπης συνυφαίνονται με υπόκωφο τρόμο στην παραγωγή του ΘΟΚ. Ο Λάρσον εξερευνά τα όρια της ανθρώπινης αντοχής μέσα από ένα έντονα εικονοκλαστικό ανέβασμα. Πιστός στο προσωπικό του στιλ, αξιοποιεί σύγχρονα μέσα, ζωντανή κινηματογράφηση και μια ερμηνευτική προσέγγιση που εντείνει τη συγκινησιακή φόρτιση. Δεν φαίνεται να πτοείται από την άποψη ότι η διεθνής τάση με τη χρήση κάμερας και τις κοντινές ζωντανές λήψεις έχει πια αρχίσει να ξεφτίζει, αλλά θεωρεί ότι αποτελεί ένα ακόμη τεχνικό μέσο προς αξιοποίηση, εφόσον εξυπηρετεί γόνιμα το δικό του όραμα.
Ο Λάρσον αξιοποιεί με δεξιοτεχνία τη ζωντανή κινηματογράφηση, δημιουργώντας διπλές προοπτικές: ο θεατής παρακολουθεί τους ηθοποιούς τόσο άμεσα όσο και, ακόμη αμεσότερα, μέσα από το φιλμικό βλέμμα της κάμερας. Όσα εκτυλίσσονται στη γιγαντοοθόνη που είναι μέρος της σκηνογραφίας και της αφήγησης, εστιάζουν σε λεπτομέρειες εκφράσεων και σωματικών αντιδράσεων που διεκδικούν μια ενοχλητική αίσθηση οικειότητας. Η ζωντανή κινηματογράφηση από τη Νεφέλη Κεντώνη προβάλλεται στον αντίθετο τοίχο, ενισχύοντας την αίσθηση της παρακολούθησης και της εισβολής στην ιδιωτική ζωή των Άλμερς, δημιουργώντας μια συνθήκη όπου παρελθόν και παρόν συγκρούονται αδυσώπητα.
Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται παράσταση με περιστρεφόμενη σκηνή στον συγκεκριμένο χώρο. Η ρεαλιστικής σύλληψης και κλειστοφοβικής εφαρμογής δημιουργία του Σβεν Χάραλντσον λειτουργεί ως ψυχολογικό τοπίο που μεταβάλλεται δυναμικά, έρμαιο στις συναισθηματικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων. O φωτισμός του Γιώργου Κουκουμά προσθέτει δραματικότητα και υπογραμμίζει τις κορυφώσεις, λειτουργώντας ως καθοριστικός αφηγηματικός παράγοντας, εναλλάσσοντας στιγμές ψυχρής απόστασης με εκρήξεις αγριότητας. Τα κοστούμια του Λάκη Γενεθλή, πιστά στο αυθεντικό όραμα, ακολουθούν μια σύγχρονη γραμμή, που καθιστά κάθε χαρακτήρα ζωντανή αντανάκλαση των εσωτερικών του αντιφάσεων.

Η Μαργαρίτα Ζαχαρίου ενσαρκώνει μια Ρίτα γεμάτη παθιασμένη απελπισία. Ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο ηθογραφημένο από τον Ίψεν με αμφιθυμία– ως γυναίκα που παλεύει ανάμεσα στη ζήλια, τη θλίψη και την ερωτική επιθυμία. Ο Ανδρέας Τσέλεπος ως Άλφρεντ αποδίδει αισθαντικά έναν συντετριμμένο πατέρα, υπό το βάρος της αποτυχίας ανάληψης της ευθύνης- όταν έπρεπε. Η Μαρίνα Μακρή (Άστα) και η Λένια Σορόκου (γιαγιά) δίνουν εξίσου πολυσύνθετες ερμηνείες, απελευθερώνοντας τις δραματουργικές δυναμικές που εμφύσησε ο Ίψεν. Ο Ανδρέας Κουτσόφτας (Περ), ενισχύει τον ονειρικό τόνο της πρότασης με μια πιο «σκανδιναβική» ερμηνεία. Ο μικρός Ιωσήφ Κατσουλάκης, στον φερώνυμο ρόλο του Έγιολφ, τα καταφέρνει περίφημα, υπογραμμίζοντας με τη φευγαλέα του παρουσία τις τρομερές συνέπειες των γονεϊκών επιλογών και τραυμάτων.
Ελεύθερα, 6.4.2025