Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση της ΚΙΣΑ η οποία είχε διαγραφεί από το Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων, κρίνοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείτο επαρκούς αιτιολογίας και πως δεν εξετάστηκε σωστά η αρχή της αναλογικότητας ούτε η προστασία των δικαιωμάτων του συνεταιρίζεσθαι και της ελευθερίας της έκφρασης.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το σωματείο ήταν εγγεγραμμένο βάσει του Νόμου του 1972. Με την εφαρμογή του νέου Νόμου του 2017 για τα Σωματεία και Ιδρύματα, ζητήθηκε από όλα τα υφιστάμενα σωματεία να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους, ώστε να συνάδουν με τις νέες διατάξεις. Η προθεσμία συμμόρφωσης παρατάθηκε αρκετές φορές, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Τον Αύγουστο του 2020, μετά από τροποποίηση του σχετικού άρθρου του Νόμου, δημοσιεύτηκε η πρώτη γνωστοποίηση για έναρξη διαδικασίας διάλυσης σωματείων που δεν είχαν συμμορφωθεί. Στα σωματεία αυτά περιλήφθηκε και η ΚΙΣΑ. Παρά την υποβολή αίτησης ακύρωσης της συμπερίληψης του στον κατάλογο και την προσκόμιση στοιχείων, δημοσιεύτηκε δεύτερη γνωστοποίηση και το σωματείο διαγράφηκε από το Μητρώο.
Οι αιτητές άσκησαν ιεραρχική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε, και ακολούθως προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο. Πρωτοδίκως έγινε δεκτό πως οι διατάξεις του Νόμου ήταν σαφείς, ότι οι αιτητές δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους και ότι η διαγραφή δεν παραβίασε τις αρχές του δικαίου ή τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι και της έκφρασης. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς περί άνισης μεταχείρισης ή έλλειψης αντικειμενικότητας της διοίκησης.
Στην έφεση, οι εφεσείοντες προέβαλαν μεταξύ άλλων παράβαση του Άρθρου 21 του Συντάγματος, του Άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, πλημμελή αιτιολογία και παράλειψη ελέγχου αναλογικότητας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι και της ελευθερίας έκφρασης τυγχάνουν προστασίας και ότι τυχόν περιορισμοί πρέπει να αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Τόνισε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το νομοθετικό πλαίσιο, ούτε την ύπαρξη δυνατότητας της διοίκησης να μην προχωρήσει σε διαγραφή. Επίσης, δεν εξετάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και το κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ειδικές περιστάσεις, όπως οι διαδοχικές παρατάσεις και ο χρόνος ενεργοποίησης των σχετικών διατάξεων.
Το Ανώτατο έκρινε ότι υπήρξε έλλειψη αιτιολογίας και ότι η πρωτόδικη απόφαση αφαιρούσε επί της ουσίας τη δυνατότητα ελέγχου της διοίκησης και της διαδικασίας ιεραρχικής προσφυγής που προβλέπει ο Νόμος.
Κατά συνέπεια, η έφεση έγινε δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και ακυρώθηκε η διοικητική πράξη της διαγραφής του σωματείου. Παράλληλα ακυρώθηκε και η διαταγή περί εξόδων πρωτοδίκως. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας, συνολικού ποσού €4.500 πλέον Φ.Π.Α. όπου εφαρμόζεται, επιδικάστηκαν υπέρ των εφεσειόντων.


