Αυτές τις μέρες της τόσο αναμενόμενης «καλοκαιρίας» και θαυμάζοντας τη ροή του Πεδιαίου σκέφτομαι πόσο όρισε την πρωτεύουσά, πόσο η τοπογραφία της πόλης δημιουργήθηκε γύρω από την κοίτη του, και πόσο η παράδοση και η ιστορία καταγράφουν την παρουσία του, κάποτε με θαυμασμό, άλλοτε με τρόμο!
Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός (98 χλμ), πηγάζει από τον Μαχαιρά και χύνεται στον κόλπο της Αμμοχώστου…Η παρουσία του είναι έντονη στην ιστορία όχι μόνο της Λευκωσίας, είναι πηγή ζωής στη Μεσαριά, ο λόγος της σπουδαιότητας της Έγκωμης και του λιμανιού της, απαραίτητη προϋπόθεση της πάλαι ποτέ εμπορίας του χαλκού… που μας κράτησε στον χάρτη. Εκεί όπου νερό αχνάρια ανθρώπων….και πολιτισμός
Για την πρωτεύουσα διαδραματίζει τεράστιο ρόλο. Γύρω από την κοίτη του κτίζονται στην αρχαιότητα οι περισσότεροι οικισμοί, κοντά στο χώρο των παλιών Κυβερνητικών Γραφείων, στους Αγίους Ομολογητές, κοντά στην περιοχή Προδρόμου και κοντά στο παλαιό Δημαρχείο. Η Λευκωσία επιλέγεται ως πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο από τους Βυζαντινούς ακριβώς για τα πλούσια νερά του Πεδιαίου (γεγονός παράδοξο ένα νησί να έχει πρωτεύουσα στην ενδοχώρα αντί στα παράλια)! Άλλη πρέπει να ήταν η πρωτεύουσά μας!
Στα πρώτα χρόνια της μεσαιωνικής μας ιστορίας μετά την κατάκτηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου (1192) και την άφιξη των Γάλλων αρχόντων η κοίτη του Πεδιαίου διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης.
Με σημερινά δεδομένα γνωρίζουμε ότι ο ποταμός από το γεφύρι της Γρίβα Διγενή, περνούσε κατά μήκος της οδού Βύρωνος, μπροστά από το Μουσείο και το Δημοτικό Θέατρο και μέσα από την Πύλη Πάφου, κατά μήκος της οδού Ερμού, διέσχιζε την πόλη με κατεύθυνση την Παλλουριώτισσα περνώντας μέσα από τη μετέπειτα Πύλη Αμμοχώστου. Αν και χείμαρρος, αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της μεσαιωνικής πόλης, ονομαζόμενος flumen publicum.
Συχνά όταν μιλώ για την ιστορία της Λευκωσίας προτρέπω αυτούς που είναι μαζί μου να κλείσουν τα μάτια τους και να φανταστούν τη Λευκωσία να τη διασχίζει ένας όμορφος ποταμός. Σαν το Παρίσι δηλαδή. Η βόρεια πλευρά – ή όπως λένε οι Γάλλοι, η rive gauche- ήταν η επίσημη πλευρά, ενώ η νότια πλευρά συγκέντρωνε περισσότερο τις κατοικίες των ταπεινών και μη αρχοντογεννημένων.
Ίντριγκες, πάθη, έρωτες, δημόσιες εκτελέσεις, διαδραματίζονται γύρω από τον Πεδιαίο και τα «γιοφύρια» και μεταφέρονται σε μας από τους χρονικογράφους της εποχής: των Αγίων Αποστόλων, της Μπερλίνας, του Αγίου Δομένικου, των Αγίων Πέτρου και Παύλου, το γεφύρι των Αργυραμοιβών. Για το γεφύρι του Σινεσκάρδου και την περίφημη πλημμύρα γράφει ο Μαχαιράς:
“Εις τους ατλ’ Χριστού (10 Νοεμβρίου 1330) εκατέβην ο ποταμός της Χώρας τόσον μέγας και εξερίζωσεν πολλά δεντρά και εκατέβασεν τα και εφέραν τα εις την Χώραν, και εστούππωσεν το γιοφύριν του Σινεσκάρδου και ο ποταμός επήγεν τριγύρου της Χώρας και εχάλασεν πολλά σπίτια και έπνιξεν πολλύν λαόν»
Περιηγητές καταγράφουν πόσο πράσινη είναι η Λευκωσία, μιλούν για τους κήπους, τα περιβόλια, όλα αυτά οφείλονται στον Πεδιαίο και στα νερά του που τροφοδοτούσε την πόλη, τις πλατείες και τα παλάτια με “νερό γλυκό, δροσερό και υγιεινό” όπως λέει ο Etienne de Lusignan το 1580.
Η πόλη μας αλλάζει θεαματικά όταν οι Βενετσιάνοι, κάτω από την απειλή της Οθωμανικής επέκτασης, κατεδαφίζουν το 1567 τα παλιά οχυρωματικά έργα των Λουζινιάν και επιβάλλουν τη «νέα» οχύρωση σύμφωνα με τα δεδομένα της Αναγέννησης και της ιδανικής πόλης. Το νερό του Πεδιαίου ποταμού έπρεπε να γεμίσει τη νεοσκαμμένη τάφρο. Οι Βενετοί προχώρησαν στην εκτροπή του ποταμού, τον οποίο οδηγούν με τεχνική παράκαμψη από το σημείο του Ανεμόμυλου γύρω και έξω από την πόλη.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής Τούρκοι πασάδεςφροντίζουν για την μεταφορά πρόσθετου νερού από μακρινές πηγές και δημιουργούν τα δυο υδραγωγεία, το Αράπ Αχμέτ και το Σιλικτάρ. Ο ποταμός έπαψε να τροφοδοτεί τους κήπους και τα περβόλια, παρόλα αυτά όμως σε δυο περιπτώσεις το 1859 και το 1865 επιβεβαιώθηκε η γνωστή παροιμία “του ποταμού μεν του κλέψεις” αφού ο ποταμός ακολουθώντας την παλιά του κοίτη πέρασε μέσα από την πόλη πνίγοντας και στις δυο περιπτώσεις πολλούς κατοίκους της Λευκωσίας.
Άλλοτε πάλι η πόλη και το νησί δεινοπαθούν από τις συχνές ανομβρίες, ο Πεδιαίος κατάξερος …«εγίνην πείνα μεγάλη από ανοβρίαν και ούλλη η σπορά εχάθηκεν και η πείνα έγινεν μεγάλη και ούλλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επηγαίναν από τόπου εις τόπον με τα κτηνά τους να έβρουν νερό, να ζήσουν και τα κτηνά τους και ούλλα εστεγνώσαν και λάκκοι και βρύσες και αφήκαν την πανθαύμαστη Κύπρο και επεράσαν ωδά και εκεία όπου πασαείς ύβρεν ανάπαυση και το νησί έμεινεν χωρίς τινάν”
Η Αγγλοκρατία βρίσκει τη Λευκωσία με δημόσιες φουντάνες που έχουν το δικό τους χαρακτηριστικό όνομα “της τζουτζούς”, “του Μαύρου”, “της Καρυδιάς”, “του Ρογιάτικου” κ.α. Τα αλακάτια και οι ανεμόμυλοι φέρνουν το πολύτιμο νερό, στην πόλη που εξακολουθεί να εντυπωσιάζει τους ξένους με τα περβόλια και τους κήπους. Από την τοποθεσία «Ανεμόμυλος» έπαιρναν το νερό οι νεροπούληδες και το πουλούσαν το νερό με το «σακοράφι» ένα χοντρό βελόνι που καθόριζε την διάμετρο, δηλαδή την ποσότητα του νερού που μπορούσε ένας να αγοράσει.
Χαρείτε φίλοι μου την πρόσκαιρη «καλοκαιρία», αλλά σκεφτείτε άρχοντες και τις επερχόμενες ανομβρίες… και μη κτίζετε στην κοίτη του… θα πάρει πίσω το ταμάχι του!
Ελεύθερα, 14.12.2025

