Έπειτα από μέρες συνεχούς πτώσης στις αγορές, οι οποίες είχαν μεταβεί από το σοκ στον πανικό και μετά στο χάος, ο Ντόναλντ Τραμπ, βλέποντας πως και τα ίδια τα αμερικανικά ομόλογα είχαν παρασυρθεί στη δίνη των βίαιων ρευστοποιήσεων δημιουργώντας πλέον επικίνδυνες συνθήκες για την αμερικανική οικονομία, πραγματοποίησε U-turn, προκαλώντας ένα ράλι ανακούφισης στα διεθνή χρηματιστήρια.
Η bearish τοποθέτηση των επενδυτών, πριν και κυρίως μετά την “Ημέρα Απελευθέρωσης”, είχε πάρει υπερβολικές διαστάσεις, καθιστώντας την αγορά εξαιρετικά ευαίσθητη σε οποιαδήποτε υπόδειξη θετικών ειδήσεων και πυροδοτώντας ένα γρήγορο ράλι short-covering.
Ωστόσο, κατά πόσο αυτό το ριμπάουντ αποτελεί την αρχή μιας βιώσιμης αντιστροφής του κλίματος ή αποτελεί απλώς μια τεχνική διόρθωση της κατάρρευσης, μένει να φανεί. Και πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι επισημαίνουν πως το μόνο βέβαιο είναι πως… τίποτα δεν είναι βέβαιο.
Ο Τραμπ παραμένει απρόβλεπτος, ενώ ο εμπορικός πόλεμος παραμένει σε ισχύ έστω και αν οι δασμοί είναι χαμηλότεροι από αυτούς που αρχικά ανακοινώθηκαν, ενώ κανείς δεν γνωρίζει τι θα ακολουθήσει. Ο δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και η “μάχη” ΗΠΑ-Κίνας καλά κρατεί, με τις επιπτώσεις που αναμένεται να έχουν οι δασμοί στην κινεζική οικονομία να εκτιμάται ότι θα λάβουν παγκόσμιες διαστάσεις. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζουν οι αναλυτές, ο κίνδυνος για την οικονομία και τις αγορές παραμένει.
Για να αντιστραφεί πραγματικά η πορεία των risk assets και να ακολουθήσουν μια πιο βιώσιμη ανοδική τάση, υπάρχουν δύο βασικές μεταβλητές που πρέπει να βρίσκονται υπό παρακολούθηση, όπως επισημαίνει ο στρατηγικός αναλυτής της Pepperstone, Dilin Wu.
Η πρώτη είναι η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για τους δασμούς τις επόμενες 90 ημέρες. Εάν η κυβέρνηση Τραμπ καταφέρει να καταλήξει σε κάποια μορφή συμβιβασμού –ή ακόμα και απλώς να σηματοδοτήσει την προθυμία της να συνεργαστεί– με μεγάλες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ε.Ε., αυτό θα μπορούσε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αναζωογονήσει την όρεξη για ανάληψη κινδύνου.
Δεύτερη είναι η στάση πολιτικής της Fed. Η αγορά ομολόγων των ΗΠΑ παραμένει υπό πίεση, με τις αποδόσεις να έχουν αυξηθεί σε όλη την καμπύλη. Αυτό μπορεί να αντανακλά την πρόωρη τοποθέτηση για ύφεση ή την αναγκαστική ανατροπή των trades βάσης. Εάν οι ανησυχίες για την εξάντληση της ρευστότητας πυροδοτήσουν αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η Fed μπορεί να αναγκαστεί να υιοθετήσει έναν πιο ήπιο τόνο ή ακόμα και να αναζωπυρώσει τις προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων – ενδεχομένως παρέχοντας έναν ισχυρό θετικό άνεμο για τις μετοχές.
“Μέχρι να δούμε σαφέστερες εξελίξεις σε οποιοδήποτε μέτωπο, παραμένω επιφυλακτικός σχετικά με τις προοπτικές για τις παγκόσμιες αγορές μετοχών. Ο κίνδυνος περαιτέρω βραχυπρόθεσμων sell-offs δεν μπορεί να αγνοηθεί”, τονίζει ο αναλυτής.
Παραμένουν υψηλές οι πιθανότητες ύφεσης
Η Goldman Sachs νωρίτερα την Τέταρτη και πριν από τη στροφή Τραμπ είχε αυξήσει την πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ στο 65%, ωστόσο αμέσως μετά τις ανακοινώσεις για την 90ήμερη παύση τη μείωσε και πάλι στο 45%, δηλαδή στο σενάριο που έδινε πριν, το οποίο παραμένει υψηλό. Η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως, πλέον του βασικού δασμού 10%, θα υπάρξουν πρόσθετοι δασμοί ανά κλάδο. Συνολικά, αυτοί οι δασμοί θα οδηγήσουν σε αύξηση 15 ποσοστιαίων μονάδων στον πραγματικό δασμολογικό συντελεστή.
Με βάση αυτό το σενάριο, η Goldman πλέον προβλέπει ότι η ανάπτυξη στις ΗΠΑ σε ετήσια βάση στο δ’ τρίμηνο του 2025 θα κινηθεί στο 0,5%, ο δομικός πληθωρισμός θα κορυφωθεί στο 3,5% και η Fed θα προχωρήσει σε τρεις συνεχόμενες μειώσεις 25 μ.β. των επιτοκίων στις συνεδριάσεις του Ιουνίου, του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου. Στην Ευρώπη, οι οικονομολόγοι της προβλέπουν περιορισμένη αύξηση του ΑΕΠ για το υπόλοιπο του 2025, ενώ στην Κίνα αναμένουν ότι οι ανακοινωθέντες δασμοί (συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων μέτρων) θα οδηγήσουν σε μείωση του ΑΕΠ κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως σημειώνει από την πλευρά της η Capital Economics, παρόλο που ο Ντόναλντ Τραμπ αντιστάθηκε αρχικά στην πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς, οπότε και η αγορά ομολόγων άρχισε να αποδυναμώνεται, ήταν μόνο θέμα χρόνου να αποσύρει τους υπερβολικά υψηλούς δασμούς του. Ο Τραμπ ανακοίνωσε άμεση παύση 90 ημερών, κατά την οποία όλες οι χώρες θα έχουν τους αμοιβαίους δασμολογικούς συντελεστές τους στο ελάχιστο 10%. Η αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι η Κίνα, με τον Τραμπ να ανακοινώνει μια επιπλέον αύξηση ~21% στους αμοιβαίους δασμούς, ανεβάζοντας τη συνολική αύξηση του πραγματικού δασμολογικού συντελεστή στην Κίνα σε ~125%.
Το βασικό σενάριο της Capital Economics τώρα είναι ότι, τρομοκρατημένος από την αντίδραση της αγοράς, ο Τραμπ θα παρατείνει επανειλημμένα την “παύση”, κάτι που σημαίνει ότι αυτό θα καταλήξει να μοιάζει πολύ με έναν καθολικό δασμό 10% μόνο, για τον οποίο είχε κάνει λόγο στην προεκλογική του εκστρατεία άλλωστε. Σε αντάλλαγμα, άλλες χώρες θα προσφέρουν μικρές παραχωρήσεις στους δικούς τους δασμούς και στις εμπορικές πρακτικές. Όσον αφορά τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, είναι δύσκολο να δούμε οποιαδήποτε πλευρά να υποχωρεί τις επόμενες ημέρες. Αλλά οι συνομιλίες τελικά θα πραγματοποιηθούν, αν και η πλήρης κατάργηση όλων των πρόσθετων δασμών που εφαρμόστηκαν φαίνεται απίθανη. Η μακροχρόνια υπόθεση του οίκου είναι ότι ο πραγματικός δασμολογικός συντελεστής για την Κίνα θα κυμανθεί γύρω στο 60%.
Ένας γρήγορος υπολογισμός υποδηλώνει ότι ο συνολικός πραγματικός δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά ~16% μονάδες – υποθέτοντας 10% καθολικούς δασμούς, + 60% στην Κίνα, + 25% δασμούς ανά προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την επίδραση του αποπληθωρισμού από τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου, ο πληθωρισμός των ΗΠΑ θα κορυφωθεί τώρα στο 4% περίπου, εκτιμά η Capital Economics. Η αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ θα κινηθεί στο 1,0% έως το 1,5% σε ετήσια βάση τα επόμενα τέσσερα τρίμηνα.
Οι κίνδυνοι για τις αγορές
Οι διεθνείς οίκοι, ωστόσο, προειδοποιούν πως, παρά το U-turn του Τραμπ, οι κίνδυνοι για την οικονομία και τις αγορές παραμένουν τεράστιοι.
“Διατηρούμε την άποψή μας ότι οι ανατρεπτικές επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και σε υψηλότερο πληθωρισμό στις ΗΠΑ το 2025. Παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στον καθορισμό των δασμών και, ως εκ τούτου, σχετικά με τις επιπτώσεις στις παγκόσμιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας”, τόνισε ο οίκος αξιολόγησης DBRS, ενώ προειδοποίησε πως οι διεθνείς αγορές θα μπορούσαν γίνουν ξανά risk-off και να προκαλέσουν αστάθεια στις ροές κεφαλαίων. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση που παρέλθει η περίοδος της 90ήμερης παύσης χωρίς να τεθούν σε ισχύ ικανοποιητικές δασμολογικές συμφωνίες.
Όπως σημειώνει από την πλευρά της η Berenberg, από τότε που ο Τραμπ επέβαλε το δασμολογικό σοκ, η ίδια βάσισε τις προβλέψεις της για την οικονομία και τις αγορές σε μία βασική υπόθεση: μετά τα μεγάλα εναρκτήρια τεχνάσματα του Τραμπ, θα διαπραγματευόταν την κατάργηση περίπου των μισών επιπλέον δασμών εντός τριών μηνών, με αντάλλαγμα κάποιες παραχωρήσεις από άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, ο οίκος είχε εκτιμήσει ότι ο επιπλέον δασμός 20% στην Ε.Ε. θα μειωνόταν στο 10% στο τέλος. Με λιγότερο επαχθείς επιπλέον δασμούς και μεγαλύτερη σαφήνεια μέχρι τα μέσα του έτους, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα υφίσταντο μια προσωρινή επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα γλίτωναν την ύφεση. Σε γενικές γραμμές, η απόφαση του Τραμπ να αναστείλει τους επιπλέον “αμοιβαίους” δασμούς, πέραν ενός ελάχιστου συντελεστή 10%, για όλες τις χώρες που είναι πρόθυμες να διαπραγματευτούν εντός 90 ημερών ταιριάζει με αυτή την υπόθεση, όπως επισημαίνει.
Φυσικά, οι κίνδυνοι παραμένουν τεράστιοι, τονίζει η Berenberg:
– Ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δηλαδή μεταξύ των παγκόσμιων Νο 1 και Νο 3 αγορών, μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη ακόμα και πέρα από αυτές τις δύο χώρες. Η εκτροπή των κινεζικών εξαγωγών σε άλλες αγορές μπορεί να επηρεάσει τις τιμές και την παραγωγή σε αυτές τις χώρες.
– Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων παραμένει ασαφές. Το ασταθές στυλ του Τραμπ σημαίνει ότι οι συνομιλίες πιθανότατα θα είναι δύσκολες, με πολλές απειλές των ΗΠΑ ότι θα εγκαταλείψουν το τραπέζι και θα επιβάλουν τους τεράστιους επιπλέον δασμούς πριν τελικά υπογράψουν συμφωνίες.
– Όσο το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό, η αβεβαιότητα θα κυριαρχεί. Μη γνωρίζοντας τους δασμούς που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν στις ΗΠΑ, οι εταιρείες θα καθυστερήσουν τις αποφάσεις τους για το πού θα επενδύσουν.
Όπως τονίζει η Berenberg, πολλά διακυβεύονται, και για τις ΗΠΑ ακόμα περισσότερο από ό,τι για τις περισσότερες άλλες χώρες. Όπως είχε υποστηρίξει ο οίκος, όπως και άλλοι, οι ΗΠΑ θα ήταν το κύριο θύμα μιας πολιτικής εμπορικού πολέμου που θα αύξανε τις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές, θα έσπερνε μια εξουθενωτική αβεβαιότητα και θα έβλαπτε τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε επίσης να καταδικάσει τους Ρεπουμπλικανούς σε μια συντριπτική ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026.
Η στροφή 180 μοιρών του Τραμπ υποστηρίζει την άποψη ότι, πιθανότατα, τα χειρότερα από τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ και η επακόλουθη αβεβαιότητα θα μπορούσαν να τελειώσουν σε τρεις μήνες. “Ας το ελπίσουμε”, σημειώνει η Berenberg, “γιατί η πραγματικότητα είναι ότι ο Τραμπ παραμένει ασταθής”.
Οι προοπτικές για το Χ.Α.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο, όπως και ήταν αναμενόμενο, συγχρονίστηκε με την κίνηση των διεθνών αγορών, τόσο στη βουτιά όσο και στο ράλι. Στη συνεδρίαση της Μαύρης Δευτέρας, και πριν από το ριμπάουντ στα τέλη της εβδομάδας, απώλεσε ενδοσυνεδριακά το σύνολο των κερδών του 2025, ενώ από τις 2 Απριλίου και την “Ημέρα Απελευθέρωσης” έως τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας και πριν από το ριμπάουντ που έφερε η στροφή Τραμπ περίπου 12 δισ. ευρώ είχαν κάνει “φτερά” από την κεφαλαιοποίηση του Χ.Α.
Εν τω μεταξύ, τα θετικά νέα ήταν πολλά, και δεν μπόρεσαν να κεφαλαιοποιηθούν.
Η Jefferies και η Citigroup σημείωσαν πως δεν ανησυχούν για τις ελληνικές τράπεζες και τις θεωρούν ένα ελκυστικό trade, η Deutsche Bank αναβάθμισε τις τιμές-στόχους των μετοχών των συστημικών τραπεζών, τονίζοντας πως αποτελούν ένα μοναδικό story αξίας, η Fitch έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στη Eurobank και την Εθνική, ενώ η DBRS αναβάθμισε τις δύο τράπεζες ένα σκαλοπάτι πάνω από το investment grade.
Μια εξέλιξη η οποία σίγουρα δεν βοήθησε την ελληνική αγορά, η οποία χρειαζόταν έναν θετικό καταλύτη εν μέσω του πλήγματος που είχε δεχθεί από το διεθνές sell-off, είναι ότι ο FTSE Russell ανέβαλε για τον Σεπτέμβριο το ραντεβού για την αναβάθμιση του Χ.Α., καθώς, κόντρα στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί, τελικά δεν άλλαξε πίστα το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο οίκος είχε θέσει το Χ.Α. στον προθάλαμο της αναβάθμισης τον περασμένο Σεπτέμβριο, λέγοντας ότι το πληροί όλα τα κριτήρια, ωστόσο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, που παρέμενε κάτω από την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s, αποτελούσε “αγκάθι”. Υπήρχαν εκτιμήσεις λοιπόν ότι, καθώς η Moody’s έδωσε τελικά το investment grade στις 14 Μαρτίου, θα άνοιγε ο δρόμος και για την επιστροφή του Χ.Α. στο κλαμπ των ανεπτυγμένων αγορών, κατά την αναθεώρηση αυτής της εβδομάδας του FTSE Russell. Ωστόσο, όπως εξήγησε ο οίκος, η ετυμηγορία της Moody’s είναι πολύ πρόσφατη και θέλει χρόνο ώστε να εξεταστεί.
Το πολυετές υψηλό των 1.750 μονάδων του Γενικού Δείκτη αποτελεί ιστορία, αλλά και “φάρο” για το υπόλοιπο του έτους, όπως εκτιμά ο Πέτρος Στεριώτης, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Τεχνικών Αναλυτών. Η ελληνική αγορά πλήρωσε βαρύ τίμημα λόγω του “ρηχού” χαρακτήρα της, της υπερεξάρτησης από χαρτοφυλάκια που “χτύπησαν” πανικόβλητα margin calls και του εντυπωσιακού ράλι που είχε προηγηθεί και το οποίο ήταν σαφές ότι “έκλεινε το μάτι” σε όσους γλυκάθηκαν από τα γρήγορα κέρδη και έσπευσαν στο “ταμείο”. Δεδομένων των συνθηκών, με τις βαθιές πτώσεις και τα απότομα ριμπάουντ, ο αναλυτής συνιστά στους επενδυτές να αποφύγουν τα νέα, μεγάλα “ανοίγματα”, τουλάχιστον έως ότου η μεταβλητότητα επιστρέψει σε πιο “κανονικά” επίπεδα. “Η γενικότερη ψυχολογία της αγοράς παραμένει εύθραυστη, οι ειδήσεις είναι απρόβλεπτες και βασίζονται στα κέφια του Τραμπ”, όπως τονίζει.
Παρά τη δυσκολία των εκτιμήσεων στην παρούσα συγκυρία, η Alpha Finance πάντως σημείωσε πως διατηρεί θετική στάση για την ελληνική αγορά μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, την ανθεκτικότητα της οικονομίας, καθώς ο αντίκτυπος από την ανακοίνωση δασμών από τις ΗΠΑ αναμένεται να είναι περιορισμένος στην Ελλάδα, και, δεύτερον, τις ελκυστικές αποτιμήσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με την αγορά να διαπραγματεύεται σε P/E 7,9x (περίπου 30% discount σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο του Χ.Α. και το τρέχον P/E των Stoxx 600 και MSCI EM).
Βραχυπρόθεσμα οι αναλυτές της χρηματιστηριακής παραμένουν πιο επιφυλακτικοί, αναμένοντας ότι η μεταβλητότητα στις αγορές θα παραμείνει αυξημένη για το επόμενο διάστημα, με την ελληνική αγορά να ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις.
capital.gr