Αναμένονται από την επόμενη εβδομάδα οι ανακοινώσεις των δυο μεγάλων τραπεζικών ομίλων της χώρας, Τράπεζας Κύπρου και Ελληνικής, για τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου 2025, μιας περιόδου κατά την οποία το κόστος του χρήματος σημείωσε σημαντική υποχώρηση σε ετήσια βάση, λόγω των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Tα οικονομικά αποτελέσματα της Ελληνικής Τράπεζας θα ανακοινωθούν την Πέμπτη, 8 Μαΐου 2025 και της Τράπεζας Κύπρου τη Δευτέρα, 12 Μαΐου 2025 και θα δοθεί το πρώτο δείγμα γραφής, σε τι βαθμό ήταν έντονες οι πιέσεις στα έσοδα από τη μείωση των επιτοκίων. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2025 προηγείται ένα πολύ ισχυρό τέταρτο τρίμηνο του 2024 και επίσης συγκρίνεται με ένα δυνατό πρώτο τρίμηνο 2024 από πλευράς επιτοκιακών εσόδων.
Πιέσεις στα έσοδα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει επτά φορές από τον περασμένο Ιούνιο τα επιτόκια, στο 2,25% από 4% που ήταν ένα χρόνο πριν, ενώ το επιτόκιο Euribor είναι χαμηλότερο 1,50% περίπου κατά τα μέσο όρο σε σχέση με το ξεκίνημα του 2024.
Ως αποτέλεσμα, τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών δέχθηκαν πιέσεις και η υποχώρηση των επιτοκίων μετά τις μειώσεις της ΕΚΤ πέρασε αυτόματα στις ανατιμολογήσεις δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ενώ την ίδια στιγμή τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Πώς όμως θα αναπληρώσουν τα χαμένα έσοδα από τόκους οι τράπεζες, καθώς έχει αρχίσει η πτωτική πορεία των επιτοκίων και αναμένεται να συνεχιστεί το 2025, αν βέβαια δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις, που θα αναγκάσουν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ να ακολουθήσει πιο συγκρατημένη νομισματική πολιτική. Eκ των πραγμάτων, η επιτοκιακή μείωση είναι η βασική παράμετρος που επηρεάζει τους ισολογισμούς των τραπεζών για το τρέχον έτος.
Αναπλήρωση εσόδων
Σημαντικό ρόλο για την αναπλήρωση των απωλειών από το έντοκο εισόδημα εκτιμάται πως θα έχουν οι πολύ καλές επιδόσεις των ασφαλιστικών εργασιών – bancassurance – κάτι στο οποίο οι δυο τράπεζες επενδύουν σημαντικά.
Η Ελληνική έχει προχωρήσει στην εξαγορά της CNP Ασφαλιστικής και η Τράπεζα Κύπρου της Εθνικής Ασφαλιστικής Κύπρου.
Μια πρόσθετη πηγή εσόδων για το 2025 αναμένεται να είναι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, ειδικά σε μια περίοδο που η ρευστότητα των τραπεζών βρίσκεται στα ύψη και οι τραπεζικές διοικήσεις θέλουν να χρηματοδοτήσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χωρίς να ριψοκινδυνέψουν αύξηση προβληματικών δανείων.
Επιπρόσθετα, το κόστος των καταθετικών λογαριασμών παραμένει χαμηλό, σε μια περίοδο την οποία και τα δανειστικά επιτόκια μειώνονται. Με βάση τα σχέδια που έχουν παρουσιάσει οι συστημικοί όμιλοι, στοχεύουν να αυξήσουν τις χορηγήσεις, να συγκρατήσουν το λειτουργικό κόστος και να ενισχύσουν τα έσοδα από άλλες πηγές. Ακόμη ένα σημαντικό στοιχεία είναι ότι οι τράπεζες κάνουν πιο περιορισμένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις, λόγω της πτωτικής τάσης των κόκκινων δανείων τους, ως αποτέλεσμα -κυρίως- των μεγάλων πωλήσεων που έγιναν στις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, που σημαίνει λιγότερη δέσμευση κεφαλαίων για τις ίδιες και καλύτερη ποιότητα ισολογισμού.
Τι αναμένει η Τράπεζα Κύπρου
Τα καθαρά έσοδα από τόκους για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2024 για την Τράπεζα Κύπρου ανήλθαν σε €822 εκατ., σε σύγκριση με €792 εκατ. για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Η ετήσια αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των επιτοκίων των ρευστών διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων και των δανείων καθώς και στην υψηλότερη ρευστότητα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, τα οποία αντισταθμίστηκαν μερικώς από την χαμηλή αύξηση στο κόστος των καταθέσεων και στο κόστος χρηματοδότησης καθώς και από το κόστος που προκύπτει από τις ενέργειες αντιστάθμισης (‘hedging’).
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2024 ανήλθε σε 3.53% (σε σύγκριση με 3.41% για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2023), αυξημένο κατά 12 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενο κυρίως από τα υψηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Επίσης, η τράπεζα συνεχίζει να επικεντρώνεται στη συνεχή βελτίωση των εσόδων, μέσω πολλαπλών πρωτοβουλιών με χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, με έμφαση στα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες, ασφαλιστικές και άλλες μη τραπεζικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας τις ψηφιακές δυνατότητες του συγκροτήματος.
Ως αποτέλεσμα, ο στόχος για τα καθαρά έσοδα από τόκους επικαιροποιείται και αναμένεται να ανέλθει σε επίπεδα πιο κάτω από €700 εκατ. για το έτος που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2025, αντανακλώντας κυρίως τις τρέχουσες εκτιμήσεις επιτοκίων της αγοράς. Η τράπεζα αναφέρει ότι με βάση τις μέσες προθεσμιακές τιμές επιτοκίων αγοράς του Ιανουαρίου 2025, τα επιτόκια αναμένεται να μειωθούν στο 2% τον Ιούνιο 2025 και να παραμείνουν περίπου στα ίδια επίπεδα το 2026. Επομένως, τα καθαρά έσοδα από τόκους για το 2026 αναμένεται να σταθεροποιηθούν σε επίπεδα πιο πάνω από €650 εκατ. Για το 2025 και μεσοπρόθεσμα, το συγκρότημα αναμένει ετήσια αύξηση ύψους περίπου 4% στα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες.
Όπως εξηγείται, η αύξηση στα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες αναμένεται να υποστηριχθεί από την οικονομική ανάπτυξη και τον αυξημένο όγκο συναλλαγών, ενώ παράλληλα υπάρχουν πρωτοβουλίες σε εξέλιξη για την ενίσχυση και περαιτέρω διαφοροποίηση τους, κυρίως μέσω της ψηφιακής πελατοκεντρικής πλατφόρμας Jinius, αξιοποιώντας κατά κύριο λόγο τις ισχυρές ψηφιακές δυνατότητες και την ισχυρή πελατειακή βάση του συγκροτήματος.
Η Ελληνική θα ανακοινώσει πρώτη πόσο επηρεάζεται
Η Ελληνική Τράπεζα δεν έχει δώσει εκτιμήσεις για το 2025, ούτε και για το 2026, για το πώς θα διαμορφωθούν τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Για το 2024 ήταν €598,9 εκατ. αυξημένα, κατά 12%, σε σύγκριση με το 2023 και η αύξηση σε ετήσια βάση οφειλόταν κυρίως στα ψηλότερα έσοδα από τόκους από το δανειακό χαρτοφυλάκιο, κυρίως λόγω της αύξησης του βασικού επιτοκίου δανεισμού της τράπεζας κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2024, και τα ψηλότερα έσοδα από τόκους σε χρεόγραφα λόγω των ψηλότερων επιτοκίων, που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τα ψηλότερα έξοδα από τόκους στις καταθέσεις πελατών κυρίως λόγω των ψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο του ομίλου και της τράπεζας για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2024 ανήλθε σε 3,31% και σημείωσε αύξηση ύψους 56 μονάδες βάσης σε σύγκριση με 2,75% για το έτος 2023, θετικά επηρεασμένο από την αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους.
Η Ελληνική αναφέρει ότι η ευαισθησία των καθαρών επιτοκιακών εσόδων της τράπεζας σε αρνητική μεταβολή των επιτοκίων έχει επίσης αυξηθεί και αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την κερδοφορία της στο προσεχές χρονικό διάστημα καθώς τα επιτόκια αγοράς υποχωρούν.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του 2025 τα επιτόκια αγοράς αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω με την υποχώρηση του πληθωρισμού πιο κοντά στα επίπεδα που έθεσε ως στόχο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ωστόσο, αυξημένοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ενδέχεται να διατηρήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα (ενεργειακή κρίση, αύξηση στις τιμές τροφίμων, αύξηση στο κόστος μεταφοράς), με αποτέλεσμα τα επιτόκια αγοράς να παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που προβλέπουν οι διεθνείς αγορές.