30 Σεπτεμβρίου, 2025
12:15 μμ

Η τηλεργασία έχει πλέον παγιωθεί ως μορφή απασχόλησης στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Η τεχνολογική πρόοδος, οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες και η εμπειρία της πανδημίας συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοσή της. Ωστόσο, η ρύθμισή της εξακολουθεί να αποτελεί περίπλοκο νομικό ζήτημα, εφόσον δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ενιαία Ευρωπαϊκή Οδηγία που να δεσμεύει τα κράτη-μέλη.

Στην Κύπρο, με τον Νόμο του 2023 περί Ρύθμισης του Πλαισίου Οργάνωσης της Τηλεργασίας, θεσπίστηκε για πρώτη φορά πλαίσιο, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τόσο για εργοδότες όσο και για εργαζομένους. Ωστόσο, το ζήτημα του κόστους παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και κρίσιμα σημεία. Με πρόσφατη επιστολή του προς τα μέλη του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανακοίνωσε την πρόθεση του να καθορίσει από την 1η Νοεμβρίου 2025 ελάχιστο κόστος τηλεργασίας, ύψους €41 μηνιαίως και να καλύπτεται από τον εργοδότη για τις δαπάνες που προκύπτουν στον προσωπικό χώρο του εργαζομένου. Η ανακοίνωση αυτή αποτέλεσε πραγματικό «κεραυνό εν αιθρία». Όχι μόνο επειδή δεν είχε προηγηθεί εξαντλητικός κοινωνικός διάλογος, πέραν της μίας συνάντησης της Τεχνικής Επιτροπής και της αποστολής απόψεων, αλλά και επειδή η τελεσίδικη απόφαση ήρθε σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη συγκυρία, προεόρτια της εξαγγελθείσας απεργίας για την ΑΤΑ και ενώ ο Υπουργός Εργασίας πραγματοποιούσε σοβαρές συναντήσεις με κάθε πλευρά για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Σε πρόσφατη συνάντηση με τον Υπουργό, το ΚΕΒΕ επεσήμανε απευθείας στον ίδιο ότι δεν πρέπει να μπει «ταφόπλακα» στη τηλεργασία μέσα από ρυθμίσεις που θα την καταστήσουν δυσλειτουργική, τονίζοντας την ανάγκη να ακουστούν οι θέσεις όλων των κοινωνικών εταίρων ξανά και ξανά, μέχρι να εξαντληθούν πλήρως. Το ΚΕΒΕ απέστειλε ήδη γραπτώς τις απόψεις του, επιμένοντας πως οι όποιες αποφάσεις πρέπει να προκύψουν από γνήσια και ουσιαστική διαβούλευση, όπως άλλωστε αποτελεί παράδοση στον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα εργασιακά ζητήματα στην Κύπρο.

Επί της ουσίας, κομβικό σημείο της νομοθεσίας είναι το άρθρο 4, το οποίο προβλέπει ότι ο Υπουργός μπορεί, μετά από μελέτη και διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να εκδίδει Διάταγμα με το οποίο καθορίζεται το ελάχιστο ποσό αποζημίωσης που οφείλει ο εργοδότης να καταβάλει στον εργαζόμενο για την τηλεργασία. Στις δαπάνες αυτές εντάσσονται ο εξοπλισμός, οι τηλεπικοινωνίες, η χρήση οικιακού χώρου, η συντήρηση του εξοπλισμού κ.ά. Η διατύπωση όμως γεννά σειρά ερμηνευτικών ζητημάτων, καθώς δεν καθίσταται σαφές πώς θα υπολογίζονται οι πραγματικές επιβαρύνσεις.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία προσφέρει κρίσιμο σημείο αναφοράς. Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία-Πλαίσιο για την Τηλεργασία (2002) κατοχυρώνει με σαφήνεια τον οικειοθελή χαρακτήρα της. Ούτε ο εργοδότης αλλά ούτε και ο εργαζόμενος μπορούν να την επιβάλουν μονομερώς, καθώς η εφαρμογή της εδράζεται στη συναίνεση. Η αρχή αυτή έχει διττή σημασία, αφενός προφυλάσσει τον εργαζόμενο από τυχόν καταναγκασμό, αφετέρου προασπίζει τον εργοδότη από υπέρμετρες και ατεκμηρίωτες οικονομικές υποχρεώσεις.

Εξίσου κρίσιμη είναι η έννοια της “επιβάρυνσης”, όπως καθορίζεται στη νομοθεσία. Δεν πρόκειται για κάθε πιθανό έξοδο, αλλά μόνο για δαπάνες που συνδέονται άμεσα και αποκλειστικά με την τηλεργασία και δεν θα υπήρχαν αν η εργασία γινόταν στον χώρο του εργοδότη. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η αγορά εξοπλισμού αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση ή η πρόσθετη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Αντιθέτως, έξοδα που προϋπάρχουν, όπως τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις ή γραμμή διαδικτύου που εξυπηρετεί και προσωπικές ανάγκες, δεν μπορεί να βαφτίζονται “επιβαρύνσεις”. Το ΚΕΒΕ τονίζει με έμφαση ότι η έννοια της “επιβάρυνσης” πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ώστε να αποζημιώνονται μόνο πραγματικές και αποδεδειγμένες δαπάνες και όχι έξοδα που θα υφίσταντο ούτως ή άλλως.

Η τηλεργασία, πέραν των επιβαρύνσεων, συνεπάγεται και απτά οφέλη για τον εργαζόμενο. Η αποφυγή μετακινήσεων προς και από την εργασία οδηγεί σε εξοικονόμηση χρόνου, καυσίμων, φθοράς οχήματος και εξόδων στάθμευσης, που σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν τα €70–90 μηνιαίως. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί στη συζήτηση για το ισοζύγιο κόστους-οφέλους. Εάν η οικονομική ωφέλεια υπερκαλύπτει την πρόσθετη επιβάρυνση, τότε η γενικευμένη αποζημίωση καθίσταται νομικά και οικονομικά αδικαιολόγητη.

Ιδιαίτερη συζήτηση προκαλεί η πρόβλεψη για «ελάχιστο μηνιαίο κόστος χρήσης οικιακού χώρου». Η μεθοδολογία που εισηγείται το Υπουργείο, βασισμένη στον μέσο όρο ενοικίων, δημιουργεί στρεβλή εικόνα, αφού η χρήση της κατοικίας για εργασία δεν ισοδυναμεί με εμπορική μίσθωση. Ο τεχνητός κατακερματισμός των δαπανών οδηγεί σε υπερβολικές αποζημιώσεις και καθιστά δυσχερή την πρακτική εφαρμογή του Νόμου.

Από νομικής σκοπιάς, η αποζημίωση δεν μπορεί να καθορίζεται με τυποποιημένο τρόπο. Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει εξατομίκευση. Το αν πράγματι απαιτείται ξεχωριστή σύνδεση διαδικτύου, αναβάθμιση σε γραμμή αυξημένης ταχύτητας ή αγορά νέου εξοπλισμού, πρέπει να κρίνεται με βάση τη συγκεκριμένη συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου. Η οριζόντια επιβολή αποζημιώσεων, χωρίς τεκμηρίωση, αντιβαίνει τόσο στον σκοπό της νομοθεσίας όσο και στο πνεύμα της ευρωπαϊκής πρακτικής.

Συναφώς, πρέπει να διασφαλιστεί και η δυνατότητα αυτορρύθμισης. Συγκεκριμένα, εάν ο εργαζόμενος δηλώσει ότι δεν υφίσταται επιβάρυνση, δεν έχει νόημα να καταβάλλεται αποζημίωση. Η πρόβλεψη αυτή θα καλλιεργούσε κουλτούρα εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των μερών, αποτρέποντας την άσκοπη μετατροπή της τηλεργασίας σε πηγή τριβών.

Η τηλεργασία αποτελεί θεσμό που ήρθε για να μείνει. Η επιτυχής ενσωμάτωσή της προϋποθέτει νομοθετικό πλαίσιο που θα βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, χωρίς υπερβολές και στρεβλώσεις. Ο οικειοθελής χαρακτήρας της πρέπει να παραμείνει ακρογωνιαίος λίθος. Τηλεργασία σημαίνει ευελιξία, συναίνεση και ισορροπία – όχι καταναγκαστικό οικονομικό βάρος.

Η έννοια της «επιβάρυνσης» πρέπει να ερμηνεύεται στενά, περιοριζόμενη σε πραγματικές και αποδεδειγμένες δαπάνες. Παράλληλα, το καθαρό όφελος του εργαζομένου από τη μείωση εξόδων μετακίνησης πρέπει να συνεκτιμάται στο συνολικό ισοζύγιο. Οι δαπάνες για εξοπλισμό και τηλεπικοινωνίες θα πρέπει να ρυθμίζονται με συμβατικές συμφωνίες, προσαρμοσμένες στις πραγματικές ανάγκες κάθε περίπτωσης.

Η θέση του ΚΕΒΕ είναι σαφής, το κόστος τηλεργασίας πρέπει να αντανακλά αποκλειστικά τις πραγματικές επιβαρύνσεις. Παράλληλα, πέραν του Υπουργικού Διατάγματος, πρέπει να διατηρείται η δυνατότητα αυτοκαθορισμού μέσω αμοιβαίων συμφωνιών εργοδότη και εργαζομένου. Μόνο έτσι θα διαμορφωθεί ένα δίκαιο και βιώσιμο μοντέλο τηλεργασίας προς όφελος εργαζομένων, επιχειρήσεων και της κυπριακής οικονομίας συνολικά. Το ζητούμενο δεν είναι η τυφλή μεταφορά κόστους στις επιχειρήσεις, αλλά η δημιουργία ενός πλαισίου που θα ενθαρρύνει την τηλεργασία αντί να την ακυρώνει. Διαφορετικά, αντί για εργαλείο ευελιξίας και προσαρμογής, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πηγή τριβών και αντικίνητρο για εργοδότες και εργαζομένους.

Λειτουργού Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής & Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού ΚΕΒΕ

Exit mobile version