Ένα κινηματογραφικό ρητό λέει το εξής: όπου υπάρχει πόλεμος ή κοινωνική αναταραχή, εκεί στρέφει τα φώτα του το Φεστιβάλ των Καννών. Είναι κάτι σαν υποχρέωση, ή ακόμα και παράδοση, αν σκεφτείς τη στενή σχέση της Κρουαζέτ με τον Μάη του ’68.
Μπορεί τα άλλοτε τρομερά παιδιά του γαλλικού νέου κύματος, με πρωθιερέα τον αξέχαστο Ζαν Λικ Γκοντάρ, να έχουν κρεμάσει στο ράφι τις κάμερες των δεκαέξι χιλιοστών. Όμως το φεστιβάλ, δεν έχει εγκαταλείψει διόλου την επαναστατική του διάθεση. Πάντοτε επιζητεί να επιβεβαιώνει τον ρόλο και την ηθική του υπόσταση ως πλατφόρμα πολιτικής αντίστασης, μέσα από σκηνοθέτες- ακτιβιστές που παλεύουν να δημιουργήσουν μέσα στο σκοτάδι.
Φέτος, τα φώτα έπεσαν στον Ιρανό Τζαφάρ Παναχί, τον κατατρεγμένο σκηνοθέτη του καθεστώτος, ο οποίος εξακολουθεί να επινοεί χίλιους- μύριους τρόπους για να ξεφύγει από τα βέλη της λογοκρισίας. Ο Χρυσός Φοίνικας του «It Was Just an Accident» τον τοποθέτησε σε μια μικρή, τιμητική λίστα. Συγκεκριμένα, έγινε ο τέταρτος (μετά τους Ανρί Ζορζ Κλουζό, Μικελάντζελο Αντονιόνι και Ρόμπερτ Άλτμαν) που κέρδισε ΟΛΑ τα μεγάλα βραβεία.
Βεβαίως, η συγκεκριμένη βράβευση είναι μία πράξη υψίστως πολιτική, αν και η αξία του Παναχί ως σκηνοθέτη παραμένει αναμφισβήτητη. Το μήνυμα είναι πως το Φεστιβάλ δίνει φωνή σε σφραγισμένα στόματα, θύματα κρατικής λογοκρισίας και καθεστώτων απολυταρχικών.
Είναι μια μακρά παράδοση κι αυτή, με πλείστα ευεργετικά αποτελέσματα. Όντως, το Φεστιβάλ έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς μία σειρά χαρισματικών, πλην απόβλητων δημιουργών – θυμάτων ενός ανελεύθερου συστήματος στις χώρες τους.
Κορυφαίος όλων ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο ποιητής του σινεμά που έβλεπαν πάντα με μισό μάτι οι αρχές της Σοβιετικής Ένωσης. Όχι τυχαία, ο δημιουργός του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» ονόμασε το ημερολόγιό του «Μαρτυρολόγιο», καταγραφή των κόπων και βασάνων που έμελλε να του προσφέρει αφειδώλευτα -και με κάποια ηδονή- η σοβιετική γραφειοκρατία. Στην περίπτωση του Ταρκόφσκι, το στάτους του σκηνοθέτη υψώθηκε ακόμα περισσότερο στην κινηματογραφική (αλλά και ηθική) μαζική συνείδηση, φτάνοντας ως την αγιοποίηση.
Παναχί και Ταρκόφσκι, βίοι παράλληλοι… Κι οι δυο τους έφτιαξαν μια ταινία με το όνομα «Καθρέφτης». Αμφότεροι, εκπροσώπησαν με πάθος και αφοσίωση μία ιδιαίτερη, κινηματογραφική πρωτοπορία, πέρα από τα στεγανά της πατρίδας τους. Όμως το βασικότερο, κοινό τους χαρακτηριστικό, είναι ο κατατρεγμός τους, εκείνος ο οποίος ύψωσε τείχη προστασίας – στις Κάννες και αλλού.
Στην περίπτωση του Παναχί, το μαρτύριο δεν ήταν τόσο ψυχολογικό, όσο πρακτικό: ανακρίσεις, φυλακίσεις, κατ’ οίκον περιορισμός, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και -βεβαίως- απαγόρευση δημιουργίας ταινιών. Η ευρηματικότητα του σκηνοθέτη (το guerilla filmmaking, η επιστράτευση μίας home camera κι ενός iphone, η μεταμόρφωσή του σε… ταξιτζή που γυρίζει τους δρόμους της Τεχεράνης) έχει προάγει ένα είδος ακτιβιστικού, αυτοαναφορικού και εν μέρει ειρωνικού σινεμά.
Είναι κάποιο αναδυόμενο, νεότερο «νέο κύμα» που υψώνεται για να παρασύρει το παλιό και το συντηρητικό; Ή μήπως αποτελεί σισύφειο αγώνα; Η ανταπόκριση των Καννών είναι πραγματική αντίσταση, ή αφορμή για να ανανεωθεί το φεστιβαλικό σύστημα, επιβεβαιώνοντας την προοδευτική, ηθική υπεροχή του;
Ό,τι και να συμβαίνει, όλοι οι «άγιοι τρελοί» του σινεμά, οι «ταπεινοί και καταφρονεμένοι» της μεγάλης οθόνης που βρίσκονται μόνοι εκεί έξω σε καιρούς σκοτεινούς, αξίζουν την προσοχή μας…
Ελεύθερα, 1.6.2025