2 Νοεμβρίου, 2025
9:12 μμ

«Μέσα από αυτό το εργαστήρι, διαφάνηκε ότι οι περισσότερες γυναίκες, ενώ θέλουν να εργάζονται, γιατί νιώθουν ανεξάρτητες και χρήσιμες στην κοινωνία, ταυτόχρονα νιώθουν ότι το κάνουν αυτό, γιατί η κοινωνία, τους το επιβάλλει – και αυτό έχει επιπτώσεις στην οικογένεια τους, αλλά και στον εαυτό τους, αφού αντιμετωπίζουν διάφορες σωματικές και συναισθηματικές επιπτώσεις, από το εργασιακό άγχος, οι οποίες επηρεάζουν και την προσωπική τους ζωή», δήλωσε στον «Φ» η Κοινωνική Λειτουργός δρ Παναγιώτα Χριστοδούλου Λέκτορας στο Πρόγραμμα Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Frederick, εκπαιδεύτρια του εργαστηρίου με θέμα «Εργασιακό άγχος και προκλήσεις της εργαζόμενης γυναίκας στην κοινωνία του σήμερα».

Το εργαστήρι πραγματοποιήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2025, ως μια από τις δράσεις του Κέντρου Ενημέρωσης και Επιμόρφωσης για την ενίσχυση της Απασχόλησης και της Επιχειρηματικής Δράσης (ΚΕΕΑΕΔ), που υλοποιείται από το Πολυδύναμο Δημοτικό Κέντρο Λευκωσίας, του Δήμου Λευκωσίας, στο πλαίσιο του Προγράμματος Πολιτικής Συνοχής «ΘΑΛΕΙΑ 2021 – 2027», με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΚΕΕΑΕΔ, που στεγάζεται σε κτίριο της οδού Τρικούπη στην παλιά Λευκωσία, στοχεύει στην προώθηση της απασχόλησης και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, κυρίως στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Στο συγκεκριμένο εργαστήρι, συμμετείχαν 14 εργαζόμενες γυναίκες, διαφόρων ηλικιών, που απασχολούνται σε όλους τους τομείς εργασίας – δημόσιο, ιδιωτικό και εθελοντικό. Λόγω εργασιακού άγχους:

  • 10 από αυτές (71%) δήλωσαν συναισθηματική εξουθένωση, 8 (57%) συνεχές συναίσθημα κόπωσης, επίσης 8 δήλωσαν απώλεια ή αύξηση βάρους,
  • 7 (50%) ανέφεραν εκρήξεις θυμού,
  • 6 (43%) διαταραχές ύπνου,
  • 4 (29%) κρίσεις πανικού,
  • 3 συμμετέχουσες (21%) δήλωσαν διατροφικές διαταραχές,
  • 3 ανέφεραν μειωμένη απόδοση και άλλες 3 συχνούς πονοκεφάλους/ημικρανίες,
  • 2 συμμετέχουσες (14%) δήλωσαν αυξημένες απουσίες από την εργασία τους.

Ενδυνάμωση και ανταλλαγή εμπειριών

Όπως υπογράμμισε η δρ Χριστοδούλου, «η γυναίκα της σύγχρονης κοινωνίας, καλείται να ανταποκριθεί σε πολλαπλούς και συχνά αντιφατικούς ρόλους, ισορροπώντας ανάμεσα στις απαιτήσεις της εργασίας, της οικογένειας και της προσωπικής ζωής. Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές – πρόσθεσε – δημιουργούν νέες προκλήσεις, οι οποίες συνδέονται με αυξημένα επίπεδα άγχους, αίσθημα εξουθένωσης και δυσκολία εύρεσης ισορροπίας.

H Κοινωνική Λειτουργός δρ Παναγιώτα Χριστοδούλου Λέκτορας στο Πρόγραμμα Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Frederick,

Το εργαστήρι, προσφέρει ένα χώρο προβληματισμού, ενδυνάμωσης και ανταλλαγής εμπειριών, προκειμένου οι συμμετέχουσες να αναγνωρίσουν τις πηγές του εργασιακού άγχους και να αναπτύξουν στρατηγικές διαχείρισης του. Οι στόχοι του είναι βέβαια, η κατανόηση των κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, που επηρεάζουν τους ρόλους της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία, η αναγνώριση των βασικών αιτιών, που οδηγούν στο εργασιακό άγχος και στην επαγγελματική εξουθένωση και η διερεύνηση της σχέσης, ανάμεσα στην εργασία, την οικογένεια και την προσωπική ζωή και των δυσκολιών που προκύπτουν, από την προσπάθεια εξισορρόπησης.

Οι συμμετέχουσες, εκπαιδεύονται σε τεχνικές και εργαλεία διαχείρισης άγχους, όπως είναι η επίγνωση (mindfulness), η οριοθέτηση και η διαχείριση του χρόνου (time management). Σημαντική επιδίωξη, είναι η ενδυνάμωση της γυναικείας ταυτότητας, μέσα από συζήτηση, μοίρασμα εμπειριών και δημιουργία υποστηρικτικού δικτύου και η ανάπτυξη προσωπικών στρατηγικών, για την ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας και την προώθηση ευεξίας».

«Ό,τι και να κάνουμε, ποτέ δεν είναι αρκετό!»

Όπως μας πληροφόρησε η δρ Παναγιώτα Χριστοδούλου, «μέσα από διάφορες βιωματικές ασκήσεις και συζητήσεις, ένα ποσοστό 62% των συμμετεχουσών στο εργαστήρι, δήλωσαν ότι νιώθουν ότι πρέπει να είναι καλές σε όλα και ότι κάποιες μέρες, αυτό τους εξαντλεί. Τόνισαν ότι υπάρχουν στιγμές που νιώθουν ενοχές επειδή δουλεύουν και ότι δεν είναι αρκετά παρούσες για την οικογένεια τους. Επίσης αισθάνονται ότι δεν έχουν ποτέ αρκετό χρόνο για τον εαυτό τους, ότι πάντα κάποιος ή κάτι τις χρειάζεται».

Πρόσθεσε ότι «ένα μεγαλύτερο ποσοστό 77% των συμμετεχουσών, δήλωσαν ότι μερικές φορές, νιώθουν ότι τις πνίγουν οι προσδοκίες της κοινωνίας για το τι σημαίνει γυναίκα, ενώ ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό 85% δήλωσαν ότι ακόμη και όταν είναι εξαντλημένες, νιώθουν την ανάγκη να δείχνουν δυνατές. Όλες οι συμμετέχουσες, δήλωσαν ότι μερικές φορές νιώθουν, πως ό,τι και αν κάνουν, ποτέ δεν θα είναι αρκετό για όλους…».

Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες (92%) διαβεβαίωσαν ότι η εργασία τις γεμίζει και τις κάνει να νιώθουν χρήσιμες και ανεξάρτητες, ενώ όλες εξέφρασαν ικανοποίηση και περηφάνια, γιατί παρόλες τις δυσκολίες, καταφέρνουν τόσα πολλά, κάθε μέρα. Όμως, ενώ σχεδόν όλες – εκτός από μια – δήλωσαν ότι η εργασία, τις γεμίζει και τις κάνει να νιώθουν χρήσιμες και ανεξάρτητες, 69% σχολίασαν ότι συχνά πληρώνουν το τίμημα, με την προσωπική τους ζωή. Και λίγο περισσότερες από τις μισές (54%), ανέφεραν ότι τους είναι δύσκολο να ζητήσουν βοήθεια, γιατί έχουν μάθει να τα καταφέρνουν όλα, μόνες τους.

Όταν ρωτήθηκαν για τους πολλαπλούς ρόλους τους στην κοινωνία, 71% είπαν ότι τους αναλαμβάνουν, γιατί η κοινωνία τις αναγκάζει. Πρόσθεσαν ότι λόγω κοινωνικών προσδοκιών και λόγω πατριαρχίας και για να έχουν την τέλεια εικόνα μιας ανεξάρτητης γυναίκας, δεν έχουν άλλη επιλογή. Ένα μικρότερο ποσοστό 35% ανέφεραν ότι το κάνουν, γιατί μπορούν. Κάποιες από αυτές, είπαν ότι γενικά, οι γυναίκες είναι δυναμικές και δραστήριες και ότι κάθε γυναίκα, είναι ένα πολυμηχάνημα».

Ένας προβληματισμός για τα «θέλω» τους…

«Σε γενικές γραμμές, μέσα από το εργαστήρι διαφάνηκε, πόσο διχασμένες είναι οι γυναίκες που συμμετείχαν και ότι υπάρχουν αντιφάσεις, σε αυτά που δήλωσαν», μας είπε η δρ Χριστοδούλου και πρόσθεσε: «Επίσης διαφάνηκε ότι οι περισσότερες, νιώθουν γενικά, καταπίεση από την κοινωνία, γιατί πρέπει να εργάζονται, για να μπορεί η οικογένεια τους να ανταπεξέλθει οικονομικά και ταυτόχρονα, να αναλαμβάνουν τη διαχείριση του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών.

Μέσα από συζήτηση που έγινε γι’ αυτό το θέμα, διαφάνηκε ότι δεν είχαν τη συνεργασία των συζύγων τους και ότι υπήρχε ανεπάρκεια στην επικοινωνία και έκφραση των «θέλω» τους, προς αυτούς. Όταν ρωτήθηκαν αν θα επέλεγαν να εργάζονται, αν είχαν την οικονομική άνεση να μην εργάζονται αυτές, αλλά μόνο ο σύζυγος τους, οι νεότερες γυναίκες απάντησαν «ναι», ενώ οι μεγαλύτερες «όχι». Αυτό, θέτει ένα προβληματισμό, για το πώς οι γυναίκες του σήμερα, σκέφτονται: Τελικά, η ανάγκη για εργασία των γυναικών σήμερα, προέρχεται από τις ίδιες (το κάνουν για τον εαυτό τους;), ή από τα κοινωνικά πρότυπα και τις προσδοκίες που έχουν δημιουργήσει κάποιες ιδεολογίες;».

Exit mobile version