Για τη ροπή προς πιο αντισυστημικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και το κατά πόσο τα social media επηρεάζουν και μήπως οδηγούν σε λοξοδρόμηση τελικά από τον πολιτικό ορθολογισμό, οι πολιτικοί αναλυτές Γιάννος Κατσουρίδης και Χριστόφορος Χριστοφόρου δίνουν τη δική τους εξήγηση.
Ο Γιάννος Κατσουρίδης ξεκαθαρίζει ότι η πολιτική αρένα αποτελεί για τεράστιο μέρος των πολιτών έναν ξεχωριστό κόσμο, ενώ διαχωρίζει τη θέση του με δόκιμους όρους για το τσουβάλιασμα κάτω από την ταμπέλα του «αντισυστημικού» των νεοεισερχόμενων και ακροδεξιών κομμάτων. Από την άλλη, ο Χριστόφορος Χριστοφόρου τονίζει πως «ο μισανθρωπισμός – ρατσισμός του ΕΛΑΜ δεν είναι αντισυστημική θέση», καθώς και ότι «η ασύδοτη πατριδοκαπηλεία του ουδέν το ριζοσπαστικό έχει».
Παράλληλα, γίνεται αναφορά στην επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον δημόσιο και πολιτικό λόγο όπου λειτουργούν ως «αγγελιοφόρος» της υποχώρησης του πολιτικού ορθολογισμού, δίνοντας ευκαιρίες διαστροφικής εκμετάλλευσης και πόλωσης λόγω της επιπολαιότητας και του παρορμητισμού.
Η αποτυχία των φιλελεύθερων δημοκρατιών
Σχετικά με τη ροπή των ψηφοφόρων σε κυπριακό και ευρωπαϊκό επίπεδο προς πιο αντισυστημικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, ο πολιτικός αναλυτής, Γιάννος Κατσουρίδης, διευκρινίζει ότι οι όροι έχουν μεγάλη σημασία και πρέπει να υπάρχει προσοχή πως τους χρησιμοποιούμε. «Αντισυστημισμός, ριζοσπαστισμός, λαϊκισμός είναι αρκετά αμφιλεγόμενοι όροι στην πολιτική επιστήμη. Για παράδειγμα, λέμε αντισυστημικός και τσουβαλιάζουμε πολλούς κάτω από αυτή την ταμπέλα, αν και οι πλείστοι είναι απλά αντικομματικοί σχηματισμοί ή λαϊκίστικοι», διευκρινίζει.
«Η διακυβέρνηση από δυνάμεις της αριστεράς, εκεί και όπου έγινε, δεν έφερε τα αποτελέσματα που περίμεναν πολλοί και αυτό αποτελεί ακόμα ένα ποτάμι που εκβάλλει στην θάλασσα της συνολικής απογοήτευσης», αναφέρει ο πολιτικός αναλυτής Γιάννος Κατσουρίδης.
Κατά τον κ. Κατσουρίδη, ο βασικός λόγος είναι οι αποτυχίες των θεσμών και διαδικασιών των φιλελεύθερων δημοκρατιών σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο (π.χ. η ΕΕ). Κόμματα, κοινοβούλια και κυρίως το εκτελεστικό απέτυχαν σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή να δώσουν λύσεις σε μεγάλα προβλήματα, απέτυχαν να κινητοποιήσουν τους πολίτες, απέτυχαν να δείξουν στην πράξη πως η συμμετοχή τους στις εκλογές ή η στήριξη τους στην ΕΕ έχει σημασία και είναι σημαντική, αλλά «πέτυχαν» να δημιουργήσουν έναν κόσμο με αυξημένες ανισότητες και προνόμια για ολοένα και λιγότερους. «Όλοι αυτοί οι θεσμοί κυριαρχήθηκαν στις προηγούμενες δεκαετίες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις λεγόμενες κεντρώες δυνάμεις είτε της κεντροδεξιάς, είτε της κεντροαριστεράς και οι πολιτικές διαδικασίες ηγεμονεύθηκαν από το λεγόμενο θεώρημα ΤΙΝΑ, της μη ύπαρξης εναλλακτικής (There is no Alternative). Η σύγκλιση προς το λεγόμενο κέντρο, που ήταν ουσιαστικά μια ιδεολογική σύγκλιση προς τα δεξιά, υπήρξε το βασικό πολιτικό πρόταγμα όλων αυτών των δυνάμεων και ενδύθηκε τον μανδύα της περισσότερης Ευρώπης, του νεοφιλελευθερισμού και πρόσφατα του αυταρχισμού. Αυτό που παρήγαγε, όμως, ήταν αδιέξοδα και αναποτελεσματικότητα, κάτι που εξέθεσε ανεπανόρθωτα τις δυνάμεις αυτές».
Παράλληλα, όπως αναφέρει ο κ. Κατσουρίδης, σε αυτό συνέτεινε και το ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες (όπως και η κυπριακή) έχουν καταστεί κοινωνίες του 50-50%, τουλάχιστον. Δηλαδή, κατά τον πολιτικό αναλυτή, κοινωνίες όπου οι μισοί, τουλάχιστον, δεν κατανοούν πλέον την πολιτική ως διαδικασία, ως ουσία και ως τρόπο πραγμάτωσης όπως γινόταν στο παρελθόν και δεν νιώθουν να τους συνδέει τίποτε με αυτήν.
«Στα μάτια τους είναι ένας κόσμος ξεχωριστός, κόσμος μιας μικρής ελίτ και των οπαδών/ ακολούθων τους, που συνδέονται μεταξύ τους με υλικά συμφέροντα και από τον οποίο κόσμο οι ίδιοι είναι αποκλεισμένοι. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η συνολική και οριζόντια απαξίωση των παραδοσιακών δυνάμεων και η σταδιακή άνοδος δυνάμεων που είτε είναι, είτε πολύ συχνότερα απλά θεωρούνται αντισυστημικές, λαϊκιστικές και ριζοσπαστικές. Η διακυβέρνηση από δυνάμεις της αριστεράς, εκεί και όπου έγινε, δεν έφερε τα αποτελέσματα που περίμεναν πολλοί και αυτό αποτελεί ακόμα ένα ποτάμι που εκβάλλει στην θάλασσα της συνολικής απογοήτευσης».
Ο μισανθρωπισμός – ρατσισμός του ΕΛΑΜ δεν είναι αντισυστημική θέση
Από τον δικό του οπτικό φακό, στο ίδιο ερώτημα, ο πολιτικός αναλυτής, Χριστόφορος Χριστοφόρου, ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι καθόλου δόκιμο στην πολιτική επιστήμη να καταφεύγουμε σε χαρακτηρισμούς του τύπου «αντισυστημικός» ή «ριζοσπαστισμός». Ο κ. Χριστοφόρου εξηγεί ότι αντισυστημικό ισοδυναμεί με το ανατρεπτικό, αλλαγή συστήματος, κάτι που δεν έχουμε μπροστά μας, ενώ ριζοσπαστικό είναι αυτό που προβαίνει σε σημαντικές αλλαγές, μα δεν αλλάζει/ ανατρέπει το σύστημα.

«Ο αυταρχισμός και η ακροδεξιά ιδεολογία που ευδοκιμούν στις μέρες μας, αναστρέφοντας την πορεία προς τον ανθρωπισμό και το σεβασμό δικαιωμάτων ως κεκτημένο για κάθε άτομο, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της παρούσας χιλιετίας, δεν εμπίπτουν ούτε στο αντισυστημικό, μήτε στο ριζοσπαστικό. Θα επικεντρωθώ στην Κύπρο, με παραδείγματα που σε σημαντικό βαθμό παραπέμπουν σε φαινόμενα στην Ευρώπη. Ο μισανθρωπισμός – ρατσισμός του ΕΛΑΜ δεν είναι αντισυστημική θέση και η ασύδοτη πατριδοκαπηλεία του ουδέν το ριζοσπαστικό έχει, ενώ δεν είναι καν πατριωτισμός. Αντίθετα, βλάπτουν σοβαρά την πατρίδα, η οποία ωφελείται ουσιαστικά μόνο με επικράτηση και σεβασμό δημοκρατικών αρχών και τον σεβασμό κάθε ανθρώπου».
«Αναφορικά με τις αστειότητες και τα ανεκδιήγητα του Φειδία, περί …άμεσης δημοκρατίας, ούτε αυτά έχουν σχέση με αντισυστημικότητα ή ριζοσπαστικότητα. Αποτελούν απλώς εκφράσεις ατόμου που ομολογεί πως “δεν ξέρω, μαθαίνω”, μα προσπαθεί να μας διδάξει αυτά που αδυνατεί να γνωρίζει. Πού έγκειται το πρόβλημα; Στην άκριτη αντιμετώπιση του από ΜΜΕ και πολίτες, και, κυρίως, στην αδυναμία πολιτικών και κομμάτων να αρθρώσουν απέναντι στην ασυναρτησία το δικό τους πολιτικό λόγο, να παράγουν πολιτική».
«Δεν θα ήταν πλήρης η αναφορά μου αν δεν έθιγα και το φαινόμενο του μεσσιανισμού, που εκφράζεται από ορισμένους πολιτικούς και σε κάποιο βαθμό από το ΑΛΜΑ. Όντας μέρος του συστήματος, όπου, απλώς, ανήκουν σε διαφορετική συστημική ομάδα, δεν έχουν διαπιστευτήρια αντισυστημικού, όρου όπως ανέφερα μη δόκιμου. Επομένως, ας μετριάσουν τις διακηρύξεις και προσεγγίσεις τους με πλήρη εστίαση σε προτάσεις προς όφελος της κοινωνίας».
Αναφορικά με τον λόγο που γίνεται αυτή η στροφή προς αυταρχικά και ακροδεξιά σχήματα, ο κ. Χριστοφόρου αναφέρει ότι οι αλλαγές στην κοινωνία και στον τρόπο που ο πολίτης αντιλαμβάνεται τη θέση του στην πολιτική και την κοινωνία αλλά και οι αλλαγές στα ίδια τα κόμματα.
Συμπερασματικά, «είναι η αποτυχία κομμάτων και πολιτικών να αντιληφθούν το ρόλο και τη θέση τους στην κοινωνία, να προσφέρουν στους πολίτες προτάσεις και λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματα της εποχής μας».
Τα social media ως «αγγελιοφόρος» της υποχώρησης του πολιτικού ορθολογισμού
Στο θέμα των social media και το πόσο επηρεάζουν ή και οδηγούν σε λοξοδρόμηση τελικά από τον πολιτικό ορθολογισμό, ο Γιάννος Κατσουρίδης απαντά πως το γεγονός αυτό είναι προφανές και παραδεχτό. «Τα social media είναι εργαλείο, οπότε δεν θεωρώ ότι πρέπει να εστιάζουμε περισσότερο από ότι πρέπει στον “αγγελιοφόρο” του υπαρκτού αυτού αρνητικού φαινομένου της υποχώρησης της απλής λογικής και του πολιτικού ορθολογισμού στην όλη πολιτική σκέψη και διαδικασία. Είναι, όμως, δομημένα, σχεδιασμένα, με μια λογική περισσότερης εικόνας και επικοινωνίας, που εγγενώς δεν είναι φιλικό προς την ορθολογική και πιο σύνθετη σκέψη».
Συγκεκριμένα, κατά τον πολιτικό αναλυτή, λειτουργεί ως ένας μεγάλος καφενές στον οποίο διακινούνται όλων των ειδών απόψεων και προσεγγίσεων, χωρίς καμιά προσπάθεια ή ηθική υποχρέωση τεκμηρίωσης των γραφόμενων. Οπότε, κατά τον κ. Κατσουρίδη, αν και σίγουρα παράγουν και αρκετά θετικά, αποτελούν ταυτόχρονα και μια μεταβλητή που μεγιστοποιεί ανορθολογικά αφηγήματα και προσεγγίσεις, και συνδράμει τον καταγγελτικό και πολωτικό πολιτικό λόγο.
Η απουσία χρόνου για επεξεργασία του μηνύματος με λογική
«Η θέση και ο ρόλος των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) μπορεί να αποτιμηθεί σε συνάρτηση με τη λογική που διέπει τη χρήση τους και τις αντιδράσεις κάθε χρήστη, με το περιεχόμενο της επικοινωνίας και, με ουσιαστικό χαρακτηριστικό του το μέγεθος των ανταλλαγών μέσα από αυτά», αναφέρει από την πλευρά του ο Χριστόφορος Χριστοφόρου.
Κατά τον κ. Χριστοφόρου, αφετηρία στην αξιολόγηση της επικοινωνίας στα ΜΚΔ είναι η υπόδειξη πως οι ανταλλαγές χαρακτηρίζονται από αμεσότητα, που, λόγω του απόλυτα μειωμένου χρόνου αντίδρασης και αποστολής ενός μηνύματος, κυριαρχείται από παρορμητισμό, συναισθηματισμό.
Συγκεκριμένα, δεν παρέχουμε χρόνο στη μεταφορά και επεξεργασία του μηνύματος στον κυρίως εγκέφαλο, στην παρεμβολή της λογικής, με αποτέλεσμα, κατά τον κ. Χριστοφόρου, να είναι κατά κύριο λόγο επιδερμική και επιπόλαια επικοινωνία, χωρίς, φυσικά, να αποκλείουμε περιπτώσεις ουσιαστικών ανταλλαγών.
«Η εκμετάλλευση της αμεσότητας και του παρορμητισμού, σε συνδυασμό με το τρομακτικό μέγεθος διάχυσης των μηνυμάτων μέσω ΜΚΔ προσφέρει ευκαιρίες διαστροφικής εκμετάλλευσης και πόλωσης που μόνο με τεράστιες προσπάθειες παιδείας και επιμόρφωσης των χρηστών μπορεί να συγκρατηθούν».
Ο πολιτικός αναλυτής στέλνει το μήνυμα ότι η μεγάλη πρόκληση για όλους μας, όχι μόνο για κόμματα και πολιτικούς, είναι η κατανόηση του μέσου, η προσαρμογή μηνυμάτων και η στρατηγική χρήση των ΜΚΔ, όσο μπορούμε για το καλό της πολιτικής και της κοινωνίας.


