18 Ιουνίου, 2025
11:23 μμ

Εκ των υστέρων, ο συμβολισμός της ακόλουθης στιγμής ήταν προφητικός.

Στις 15 Μαΐου 2019, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στις αμερικανικές επιχειρήσεις να συνεργάζονται με κινεζικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της Huawei Technologies Co. Πέντε ημέρες μετά από αυτή την πρώτη σφοδρή επίθεση ενός αναδυόμενου εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ φωτογραφιζόταν να περιηγείται σε ένα εργοστάσιο παραγωγής μαγνητών σπάνιων γαιών. Τέτοιες συσκευές, φάνηκε να υπονοεί με την επίσκεψή του, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα γεωπολιτικό όπλο για την Κίνα, εξίσου ισχυρό με τους προηγμένους ημιαγωγούς των ΗΠΑ.

Έξι χρόνια αργότερα, αυτές οι γραμμές μάχης σκληραίνουν. Στην πρώτη μεγάλη εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, το Πεκίνο κατάφερε να χρησιμοποιήσει τον έλεγχό του επί των σπάνιων γαιών για να αναγκάσει την Ουάσινγκτον σε συμφωνία την περασμένη εβδομάδα. Οι μαγνήτες που παράγονται από αυτές είναι απαραίτητοι για τους ελαφρούς, ισχυρούς κινητήρες που κινούν ουσιαστικά τα πάντα, από αυτοματοποιημένα καθίσματα αυτοκινήτων μέχρι κατευθυνόμενους πυραύλους. Μετά το πρώτο μπαράζ αμερικανικών δασμών τον Απρίλιο, η Κίνα άρχισε να περιορίζει τις άδειες εξαγωγής, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί κατασκευαστές να προειδοποιούν για επικείμενα λουκέτα.

“ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΑΓΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ, ΘΑ ΔΟΘΟΥΝ, ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ”, ανέφερε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την Τετάρτη, ανακοινώνοντας την οριστικοποίηση της εμπορικής συμφωνίας.

Πίσω από την καταιγιστική αυτή δήλωση και τα κεφαλαία γράμματα κρύβεται ωστόσο μια ανησυχητική νότα απελπισίας. Η Αμερική πιάστηκε στον ύπνο.

Η απάντηση του Πεκίνου στον αποκλεισμό του από το οικοσύστημα των μικροεπεξεργαστών ήταν μια ολομέτωπη προσπάθεια να γεφυρώσει το τεχνολογικό χάσμα. Η κρατική εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών Semiconductor Manufacturing International Corp. έχει διαθέσει 33,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιουχικές δαπάνες και 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) από τα μέσα του 2019. Η Huawei ξοδεύει 180 δισεκατομμύρια γουάν (25 δισεκατομμύρια δολάρια) σε R&D κάθε χρόνο, δήλωσε ο ιδρυτής Ρεν Ζενγκφέι σε πρόσφατη συνέντευξή του. Μόλις πριν από 12 μήνες, η κυβέρνηση δημιούργησε ένα ξεχωριστό επενδυτικό ταμείο ημιαγωγών ύψους 47,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το οχυρό των αμερικανικών τσιπ εξακολουθεί να φαίνεται αρκετά ανθεκτικό, εκτός απροόπτου – βλέπε DeepSeek. Παρόλο που η Huawei φέρεται να αναπτύσσει ένα τσιπ 3 νανομέτρων για να ταιριάζει με τους πιο προηγμένους μη κινεζικούς επεξεργαστές ήδη από το επόμενο έτος, ο Ρεν δήλωσε ότι τα καλύτερα σχέδιά της εξακολουθούν να “είναι πίσω από τις ΗΠΑ κατά μια γενιά”.

Ένα από τα διδάγματα του ασύμμετρου πολέμου, ωστόσο, είναι να εκμεταλλεύεσαι τις αδυναμίες του εχθρού σου, αντί να προσπαθείς να ανταγωνιστείς τις δυνάμεις του. Και εδώ έρχονται οι σπάνιες γαίες.

Μια τεχνολογική σύγκρουση είναι απλώς μια μεταμφιεσμένη εκδοχή μιας πραγματικής μάχης. Όπως εξηγεί ο Κρις Μίλερ στο “Chip War”, 2022, το πλεονέκτημα των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Κάνοντας την επεξεργαστική ισχύ απίστευτα ελαφριά και απολύτως αξιόπιστη, επέτρεψε στην Αμερική να κατασκευάσει μια πολύ πιο απειλητική στρατιωτική μηχανή. Οι πύραυλοι κρουζ που καθοδηγούνταν από μικροσκοπικούς ενσωματωμένους υπολογιστές μπορούσαν να καταστρέψουν στόχους με μεγάλη ακρίβεια, καθιστώντας τους πιο θανατηφόρους από τους σοβιετικούς πυραύλους που συχνά παρέκκλιναν από την πορεία τους.

Οι μαγνήτες σπάνιων γαιών υπόσχονται να αναπαραγάγουν αυτή την επανάσταση της επεξεργαστικής ισχύος σε μηχανική ισχύ, καθιστώντας τους κινητήρες μικρότερους, ισχυρότερους, φθηνότερους και αποδοτικότερους. Πρόκειται για ένα καινοτόμο άλμα που μπορεί να γίνει αντιληπτό σε οποιονδήποτε έχει χρησιμοποιήσει ένα drone των 25 δολαρίων: Οι μικροσκοπικές συσκευές υπάρχουν σήμερα μόνο επειδή αυτή η νέα τεχνολογία (μαζί με την παράλληλη επανάσταση των μπαταριών ιόντων λιθίου) μας επιτρέπει να μετακινούμε αντικείμενα με τρόπους που μέχρι πρότινος ήταν ακατόρθωτοι.

Όπως και με τους πυραύλους κρουζ τη δεκαετία του 1970, η καινοτομία αυτή υπόσχεται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο θα διεξάγονται οι μελλοντικοί πόλεμοι. Σκεφτείτε την τολμηρή επίθεση της Ουκρανίας με drones κατά του στόλου βομβαρδιστικών της Ρωσίας νωρίτερα αυτό το μήνα.

Τυφλωμένη από τους πολιτιστικούς πολέμους για την ενεργειακή μετάβαση, η Αμερική κάνει πολύ λίγα για να καλύψει αυτό το τεχνολογικό χάσμα. Οι στρατιωτικές της ανάγκες για μαγνήτες σπάνιων γαιών, όπως έχουμε γράψει, έχουν σχεδόν καλυφθεί με ελάχιστο κόστος. Σε σύγκριση με τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που η Κίνα ρίχνει στα τσιπ, το Πεντάγωνο έχει δημιουργήσει μια αλυσίδα εφοδιασμού σπάνιων γαιών από τις αρχές του 2020 με 439 εκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και δάνεια.

Ακόμα χειρότερα, οι μπαταρίες ιόντων λιθίου πέφτουν θύματα της πολιτικής. Η διαφαινόμενη κατάργηση των επιδοτήσεων στην καθαρή ενέργεια της εποχής Μπάιντεν και η επακόλουθη κατάρρευση της αλυσίδας εφοδιασμού ηλεκτρικών οχημάτων μπορεί να μειώσει την παραγωγική ικανότητα των αμερικανικών κατασκευαστών μπαταριών κατά περίπου 75% έως το 2030. Αυτό θα ανέκοπτε σχεδόν κάθε νέο εργοστάσιο που δεν βρίσκεται ήδη υπό κατασκευή και θα άφηνε τη χώρα με ικανότητα παραγωγής που θα τροφοδοτούσε μόλις το ένα πέμπτο των ετήσιων πωλήσεων αυτοκινήτων. Η Αμερική θα είναι ακόμα πιο εξαρτημένη από την Κίνα, τόσο για τις μπαταρίες αυτοκινήτων όσο και για τις πιο κρίσιμες εξειδικευμένες εφαρμογές της τεχνολογίας ιόντων λιθίου.

Στη χρυσή εποχή των ημιαγωγών, οι ΗΠΑ γνώριζαν ενστικτωδώς ότι η δύναμή τους ως μεγάλη δύναμη έγκειται στην αποφασιστικότητά τους να παραμείνουν στην αιχμή της καινοτομίας. Όταν όμως η κρατική ισχύς αναγκάζει την τεχνολογία να υποταχθεί στην ιδεολογία, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθούν οι ΗΠΑ, αφήνοντας την Κίνα να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία στις σπάνιες γαίες, στους ηλιακούς συλλέκτες (πάνελ), στις μπαταρίες ιόντων λιθίου και στις άλλες “καθαρές” ηλεκτρικές τεχνολογίες του μέλλοντος.

Εάν τα αμερικανικά στρατεύματα βρεθούν σε κάποιο μελλοντικό πεδίο μάχης χωρίς τα κρίσιμα ορυκτά και τις μπαταρίες με τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα σμήνη των drones που θα αναπτύσσονται εναντίον τους, τότε σίγουρα θα μετανιώσουν για την ημέρα που η Ουάσινγκτον γύρισε την πλάτη της στο μέλλον.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion

Exit mobile version