Όλα άρχισαν με τη δημοσίευση στο «παράρτημα 2, της επίσημης εφημερίδας της Κύπρου αρ. 389, της 15ης Ιουλίου 1955» του νόμου αρ. 26 του 1955, για προσωποκράτηση χωρίς δίκη. Εποχή αγγλικής αποικιοκρατίας. Στα κρατητήρια εγκλωβίζονταν όσοι δεν καταδικάζονταν σε φυλάκιση ή στην εσχάτη των ποινών, γιατί δεν υπήρχαν εναντίον τους επώνυμες μαρτυρίες και συγκεκριμένα αποδεικτικά τεκμήρια.
Τα κρατητήρια ήταν η τελευταία προέκταση ενός ανθρώπινου εφιάλτη που άρχιζε με τη σύλληψη ενός προσώπου.
Εικοσιτέσσερις ώρες μετά τη σύλληψη, εκδιδόταν διάταγμα οκταήμερης κράτησης πουανανεωνόταν συνήθως για άλλες οκτώ μέρες. Στις 8 ή 16 μέρες, ο κρατούμενος ανακρινόταν. Ήταν μια περίοδος εφιαλτική. Κόλαση.
Στον αστυνομικό σταθμό Ομορφίτας, στους θαλάμους του Σπέσιαλ Μπραντς (στον αστυνομικό σταθμό Πύλης Κερύνειας στη Λευκωσία), στον αστυνομικό σταθμό Πλατρών, στην Αμμόχωστο, στη Λεύκα, αναβίωναν τα φρικτότερα μεσαιωνικά βασανιστήρια. Βρυκολάκιαζαν οι κτηνάνθρωποι της Γκεστάπο και των SS. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, περνούσαν από τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια που μπορούσε να συλλάβει ο σατανικότερος νους. Καταντούσαν ανθρώπινα ράκη. Δοκίμασα να περιγράψω τέτοια μαρτύρια αγωνιστών. Μα δεν υπάρχει τρόπος, δεν υπάρχει εκφραστική δυνατότητα για την απόδοση τόσου σατανισμού. Ήταν απερίγραπτα σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια. Λέξεις όπως ο τρόμος, το δέος, η φρίκη, είναι όροι που εκφράζουν έννοιες κατά κάποιο τρόπο νοητικά αντιληπτές. Η πραγματικότητα ήταν όμως διαφορετικότερη. Την έκταση, την ένταση του πόνου της απόγνωσης, της άκρας απελπισίας, του χαμού που προκαλούσαν τα βασανιστήρια, είναι αδύνατο να εκφράσουν λέξεις και φράσεις. Μια περιγραφή γκραν—γκινιόλ δεν είναι παρά προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης μιας απάνθρωπης περιπέτειας. Κάποιος μπορούσε
να νιώσει στο απειροελάχιστο το μαρτύριο του αγωνιστή της ΕΟΚΑ στ’ ανακριτήρια, μόνο αν υπήρχε τρόπος να μετρήσει άμεσα και συναισθηματικά την ανατριχίλα που αισθάνεται κάποιος, όταν θυμάται ύστερα από τόσα χρόνια όσα πέρασε κι υπέφερε, σαν αντίλαλο των κραυγών του δικού του πόνου.
Σαν έμπαινες στα Κρατητήρια, σου βγάζαν τις χειροπέδες και σου έδιναν έναν νούμερο. Ήσουνα ένας αριθμός πια. Προχωρούσες με συνοδεία από ένα στενό δρόμο με τις δύο κουβέρτες. Μετά το διοικητήριο, έμπαινες, πάντα με συνοδεία, στο διάδρομο που χώριζε τα «κομπάουντς» (διαμερίσματα). Έβλεπες επιτέλους ανθρώπους που στέκονταν γραμμή στα συρματοπλέγματα. Σε ρωτούσαν ποιος είσαι. Άλλοι σ’ αναγνώριζαν. Άκουγες τ’ όνομα σου. Δεν μπορούσες να τους πιάσεις το χέρι.

Ο Εγγλέζος λοχίας άνοιγε την πύλη, σ’ άφηνε στο «κομπάουντ». Σε παραλάμβανε ο υπεύθυνος συγκρατούμενος. Σε καλωσόριζε. Σού έδειχνε το σιδερένιο σου κρεβάτι. Κάποιος σού πρόσφερε ένα ποτήρι νερό. Κάποιος σε ρωτούσε για τα βασανιστήρια. Ύστερα σε κατατόπιζε:
>Άμα φωνάξουν για φαγητό παίρνεις τη σειρά σου στη γραμμή. Απόγευμα και πρωί.
>Στην παράγκα δεν υπάρχει αποχωρητήριο. Μονάχα μια σίκλα για 25—30 ανθρώπους. Κοίτα να συγκρατιέσαι.
>Δεν υπάρχει νερό στην παράγκα. Η βρύση είναι έξω.
>Μην πιάνεσαι στα συρματοπλέγματα της νεκρής ζώνης. Θα σε δουν οι φρουροί από τους πύργους. Μπορεί να σε πυροβολήσουν.
>Πρόσεξε: υπάρχει απομονωτήριο. Ψωμί-νερό κι ίσως βασανιστήρια.
>Στο «κομπάουντ» υπάρχουν τέσσερις παράγκες, 100—200 κρατούμενοι. Εδώ θα ζήσεις. Έχε τον νουν σου. Μη μιλάς. Μη τσακώνεσαι, πρόσεχε …
Η πέμπτη παράγκα; Εκείνες οι παράγκες, οι εκκλησίες, ήταν η καταφυγή, η πηγή απ’ όπου αντλούσες την ελπίδα της ζωής, το κουράγιο, την αντοχή.
Η εξέλιξη της τραγωδίας
Οι πρώτες μέρες στα κρατητήρια σου έδιναν μια ανακούφιση. Η αγάπη των συναγωνιστών, η συμπαράσταση, η ενημέρωση, η κατανόηση απάλυναν τους πόνους της πολυτραυματισμένης ψυχής, διασπούσαν το φράγμα της αγωνίας. Είχες γλυτώσει από την ανάκριση και κείνος ο γλυτωμός άλλαζε τα συναισθήματα σου. Όσο, όμως, διάβαιναν τα μερόνυκτα της κράτησης και συνειδητοποιούσες πως αδιάκοπη συντροφιά σου ήταν η αβεβαιότητα για τη μοίρα σου, τόσο βαρύτερη ένοιωθες να σου καταπλακώνει τα στήθια την αόρατη δύναμη της εχθρικής θέλησης της ξένης τυραννίας. Δεν ήξερες πότε θα διακοπεί το μαρτύριο. Δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Ήσουν πια ένας αριθμός. Ένας όμηρος στην άγρια βούληση της αυτοκρατορίας. Έρμαιο στα χέρια των οργάνων του απαίσιου εκείνου Κυβερνήτη, του σερ Τζον Χάρντινγκ, του δήμιου της Κύπρου. Ήσουν αιχμάλωτος. Ανά πάσα στιγμή υπήρχε πιθανότητα να σε καλέσουν στην ανάκριση ξανά.
Κι ένιωθες την κάθε στιγμή το σιδερένιο χέρι του εφιάλτη να σου σφίγγει την καρδιά να τη λιώσει. Γρήγορα καταλάβαινες πως ήσουνα δεσμώτης της πιο απάνθρωπης βαναυσότητας που επιδίωκε με κάθε τρόπο να σου σπάσει τα νεύρα, να σου συντρίψει το ηθικό, να σε κουρελιάσει, να σ’ εκμηδενίσει. Κι’ είχαν πολλούς τρόπους, διέθεταν όλα τα μέσα να σε βασανίζουν ψυχικά να σε καταπολεμούν αδιάκοπα. Ένα μονάχα όπλο δεν είχαν. Εκείνο που θα τραυμάτιζε καίρια την πίστη σου. Την πίστη στο Θεό και στον αγώνα της ελευθερίας. Ήταν το απροσμάχητο κράτος που σε κρατούσε όρθιο. Οι ασύντριπτες δυνάμεις που κατίσχυσαν τελικά. Κι όσο συνειδητοποιούσες τούτη τη δύναμη, τόσο πιο πολύ άντεχες. Κι ήσουνα πια έτοιμος για όλα. Το ‘παιρνες απόφαση. Στη σκέψη σου άρχιζε μια μυστική λειτουργία. Με το μυαλό και τις αισθήσεις έμπαινε σε κίνηση αργά και μεθοδικά η διαδικασία της απόδρασης. Κατάληγες σ’ ένα σχέδιο. Το υπέβαλλες στο Συμβούλιο, την ανώτατη αρχή της ΕΟΚΑ στα Κρατητήρια, που ονόμαζε ο Αρχηγός Διγενής. Κι αν το σχέδιο και τα ονόματα που προτείνονταν, εγκρίνονταν, σου διαβιβαζόταν το μήνυμα της αναμονής. Γιατί εκτός απ’ το δικό σου, υπήρχαν κι άλλα σχέδια αποδράσεων και οπωσδήποτε γινόταν επιλογή των προσώπων σύμφωνα με την κρίση του Συμβουλίου και την έγκριση του Αρχηγού της Οργάνωσης. (Μ. Πλατάνης, Στ.Πρωτοπαπάς, Δ. Παναγίδης).
49 τολμηρές αποδράσεις
Έτσι επιτεύχθηκαν κατά καιρούς οι 49 τολμηρές αποδράσεις από τα κρατητήρια και τις φυλακές, αγωνιστών που μεγαλούργησαν με εκπληκτικές πράξεις ανδρείας και δοξασμένης αυτοθυσίας.
Το ενδεχόμενο των αποδράσεων ήταν μόνιμη έγνοια για την άλλη πλευρά. Τους Εγγλέζους. Που πραγματοποιούσαν αιφνιδιαστικές έρευνες για να ανακαλύψουν μυστικές σήραγγες, ψαλίδια και άλλα σύνεργα. Μόνο που οι δικές τους απόπειρες δεν προσέγγιζαν την εφευρετικότητα του μυαλού των αγωνιστών, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν ριψοκίνδυνα και θεαματικά σχέδια διαφυγής που αναστάτωσαν τους Άγγλους.
Οι Άγγλοι φυλάκιζαν όποιον ήθελαν…
Κατά τα άλλα, η ζωή των πολιτικών κρατουμένων έπαιρνε ένα ρυθμό καθορισμένο από τους υπεύθυνους της Οργάνωσης στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης. Σχηματίζονταν ομάδες διαφώτισης, ομάδες δράσης, παρακολούθησης των κινήσεων των δεσμοφυλάκων, των στρατιωτών, της διοίκησης, ομάδες εκδηλώσεων και ειδικών αποστολών.
Κάτω από το άγρυπνο μάτι των Άγγλων, μια αόρατη εσωτερική Οργάνωση έλεγχε και κατεύθυνε τα πάντα, διατηρώντας τους κρατούμενους σε μόνιμη κινητοποίηση ηθικής ακμαιότητας κι αδιάκοπης επαγρύπνησης. Η δύναμη της ΕΟΚΑ απλωνόταν με σιγουριά κι αποτελεσματικότητα και βρισκόταν σε πλήρη δράση, στους χώρους που ο Χάρντινγκ επιδίωκε να αδρανοποιήσει τους αγωνιστές της ελευθερίας και να σβήσει τη λάμψη της φλεγόμενης ψυχής της λυτρωτικής εποποϊίας.
Η ΕΟΚΑ μου ανέθεσε τη διαφώτιση των κρατουμένων. Έγραφα άρθρα, μιλούσα σε συγκεντρώσεις μέχρι και τη μέρα που η Κόλαση έκλεισε.
Με το νόμο για προσωποκράτηση της 15ης Ιουλίου 1955, η αγγλική αποικιοκρατία επέβαλε πεδία σύγκρουσης, με τη βεβαιότητα πως θα επιτύχει με τους δικούς της όρους, στους δικούς της χώρους, αποφασιστική ήττα εναντίον της ΕΟΚΑ. Φυλάκιζε στα κρατητήρια όποιους ήθελε, όποτε ήθελε. Άρχισε μια σκληρή αναμέτρηση που διάρκεσε τέσσερα χρόνια. Αλλά η έκβαση της μάχης ήταν εντελώς αντίθετη από την προγραμματισμένη.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι αντιμετώπισαν τον πόλεμο που τους επιβλήθηκε και νίκησαν κατά κράτος τον υλικά πανίσχυρο αντίπαλο.
Στα κρατητήρια της αγγλοκρατίας ηττήθηκε η στυγνή αποικιοκρατία. Γιατί το σατανικό προσχεδιασμένο μαρτύριο των αγωνιστών μετουσιώθηκε σε σθένος. Ο πόνος έγινε γροθιά. Ο καημός λυτρωτικό εμβατήριο. Κι ο στεναγμός του σκλάβου απλώθηκε σαν άνεμος σφοδρός, σαν καταιγίδα ασυγκράτητη, που σάρωσε τα ερείσματα της τυραννίας, σαν φωτιά που έλιωσε τα δεσμά της δουλείας.
* Πρόεδρος του Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΟΚΑ


