Είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση κατανάλωσε δυσανάλογα μεγάλο χρόνο στην επεξεργασία των νομοσχεδίων για τη φορολογική μεταρρύθμιση, σε σύγκριση με τον χρόνο που άφησε στη Βουλή να συζητήσει τα νομοσχέδια, να κάνει αλλαγές και να τα εγκρίνει.
Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι αυτή η Κυβέρνηση κατέθεσε πρόταση για συνολική φορολολογική μεταρρύθμιση στον 3ο χρόνο της θητείας της, ενώ δύο Κυβερνήσεις τα προηγούμενα δέκα χρόνια έταζαν μεταρρύθμιση και μεταρρύθμιση δεν είδαμε. Έτυχαν και πολλές αναποδιές, για να είμαστε δίκαιοι.
Από την άλλη, η Βουλή καλείται να αντιληφθεί πως έχει υποχρέωση να κινηθεί, έστω υπό δικαιολογημένη διαμαρτυρία, μέσα σε αυτά τα χρονικά πλαίσια και να καταλήξει σε αποτέλεσμα. Το οποίο πρέπει να είναι ένα νέο φορολογικό καθεστώς.
Είναι επίσης αληθές ότι η Κυβέρνηση ακολούθησε μία διαφορετική -από τη συνηθισμένη- μεθοδολογία διαβούλευεσης. Δεν λέμε πως δεν ζήτησε και δεν πήρε τις θέσεις όσων έχουν εκ του ρόλου τους λόγο στη μεταρρύθμιση. Αλλά το έκανε με έναν τρόπο λιγότερο άμεσο και διαδραστικό, σε σχέση με παλαιότερα αναλογα παραδείγματα. Ζήτησε και πήρε υπομνήματα, τα προώθησε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, έγιναν και κάποιες συναντήσες με το κλιμάκιο που ανέλαβε να καταρτίσει προτάσεις και στο τέλος η Κυβέρνηση πήρε τις αποφάσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έγινε διαβούλευση, όπως υποστηρίζουν πολλοί φορείς της οικονομίας, αλλά σημαίνει πως δεν έγινε η συζήτηση στο εύρος που ζητούσαν σύνδεσμοι, συντεχνίες, οργανώσεις.
Θα έλεγε κανείς πως αυτή η επιλογή της Κυβέρνησης σκόπευε στην εξοικονόμηση χρόνου και στην επίπευση της κατάθεσης νομοσχεδίων. Ούτε αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε όμως, εξού και ο Υπουργός Οικονομικών υποχρεώθηκε να κάνει συναντήσεις την τελευταία στιγμή και να δώσει οδηγίες για αλλαγές στα νομοσχέδια.
Τα κείμενα που κατατέθηκαν Οκτώβριο στη Βουλή και πρέπει να ψηφιστούν Δεκέμβριο είναι νομοσχέδια της Κυβέρνησης. Και κυρίως εκφράζουν αυτήν. Επιπλέον, περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων της Βουλής, στο πλαίσιο της επεξεργασίας που καθηκόντως άρχισε χθες στην Επιτροπή Οικονομικών.
Το δικαίωμα της Βουλής να τροποποιήσει τα νομοσχέδια είναι αδιαμφισβήτητο. Ομοίως όμως και το συνταγματικό δικαίωμα της Κυβέρνησης να μην αποδεχθεί όλες τις τροποποιήσεις.
Η χθεσινή γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ότι ενδεχόμενη μετάθεση της έγκρισης της μεταρρύθμισης μέσα στο 2026, με έναρξη ισχύος την 1/1/26, θα προκαλούσε νομικές επιπλοκές, δεν μπορεί να περάσει αψήφιστα από κανένα.
Αν σχηματιστούν πλειοψηφίες στη Βουλή για ουσιώδεις αλλαγές, που θα διαταράσσουν αυτό που η Κυβέρνηση ονομάζει ισορροπία μεταξύ ενίσχυσης των χαμηλόμισθων και της μεσαίας τάξης και της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, πιθανό να γίνει αυτό που φοβάται η Νομική Υπηρεσία: Να ψηφιστεί μια μεταρρύθμιση που δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολό της συμφώνως της νομοθεσίας. Κι αν αυτό όντως συμβεί και δοθεί αρμοδίως σύσταση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναπέμψει τα νομοσχέδια, πιθανό να χαθεί ένας χρόνος απλά για επί μέρους διαφωνίες. Διότι δεν αντιλήφθηκαμε μέχρι τώρα να υπάρχουν πραγματικά σημαντικές ενστάσεις επί του πυρήνα της μεταρρύθμισης.
Και αν δεν βρεθούν οι χρυσές τομές, με καλή θέληση από όλους, δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο όντως να μην φτάσει ο χρόνος μέχρι τα Χριστούγεννα για την ψήφιση της μεταρρύθμισης και ο νομικός σύμβουλος του κράτους να αποτρέψει την πρόθεση για ψήφιση των νομοσχεδίων «λίγες μέρες αργότερα». Οπότε θα πρέπει να περιμένουμε να… γυρίσει και ο νέος χρόνος.
Χθες η Επιτροπή Οικονομικών ξεκίνησε την κατ’ άρθρον συζήτηση των νομοσχεδίων. Και επέλεξε τη λιγότερο ταχύρρυθμη και παραγωγική διαδικασία. Κάτι που δεν γίνεται σπάνια, αλλά είναι γεγονός ότι ο Κανονισμός της Βουλής επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, στις κοινοβουλευτικές επιτροπές να κάνουν την κατ’ άρθρον συζήτηση απόντων των εκτός Βουλής ενδιαφερομένων. Παρουσία μόνο των βουλευτών ή ενός ή δύο εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας. Για να τρέξει η διαδικασία.
Ήδη χθες μαθαίνουμε πως σε κάθε γραμμή των νομοσχεδίων πολλοί έλεγαν το μακρύ και το κοντό τους. Τα έχουν πει και τα δύο στη δημόσια διαβούλευση που έγινε αλλά και με δημόσιες παρεμβάσεις τους.
Αν η Κυβέρνηση το εννοεί πως και από νομικής άποψης η μεταρρύθμιση πρέπει να ψηφιστεί πριν το τέλος του χρόνου και αν η Βουλή όντως θέλει να συνεργαστεί και να εντείνει ρυθμούς ώστε και επεξεργασία να κάνει και αποφάσεις να πάρει εμπρόθεσμα, η διαδικασία της ανοικτής κατ’ άρθρον συζήτησης δύσκολα θα αποδειχθεί σοφή απόφαση από τους βουλευτές.









