29 Απριλίου, 2025
7:37 μμ

Το πρόγραμμα της Μάλτας για χορήγηση ιθαγένειας σε επενδυτές παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ, έκρινε το Δικαστήριο της ΕΕ, σε απόφαση του που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, τονίζοντας πως η απόκτηση της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα εμπορικής συναλλαγής.

Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών να ορίσουν τις προϋποθέσεις χορήγησης και αφαίρεσης της ιθαγένειας, ωστόσο, τονίζει πως η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται με τρόπο που να συνάδει με το δίκαιο της ΕΕ.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, καθώς ο θεσμός της ιθαγένειας βασίζεται σε μια ειδική σχέση με αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ κράτους και πολιτών, ένα κράτος μέλος «παραβιάζει προδήλως τις αρχές αυτές όταν χορηγεί την ιθαγένειά του και, συνεπώς, αυτομάτως την ιθαγένεια της Ένωσης ως άμεσο αντάλλαγμα για προκαθορισμένες επενδύσεις ή πληρωμές μέσω διαδικασίας συναλλακτικού χαρακτήρα».

Η «εμπορευματοποίηση» της ιδιότητας του πολίτη ενός κράτους, υπογραμμίζεται, «είναι ασυμβίβαστη με τη θεμελιώδη αντίληψη της ιθαγένειας της Ένωσης όπως ορίζεται στις Συνθήκες», ενώ παραβιάζει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και «υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη χορήγηση της ιθαγένειάς τους».

Βάσει της διαδικασίας, σε αυτό το στάδιο το ΔΕΕ διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως και το κράτος μέλος υποχρεώνεται να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει πως το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων.

Συγκεκριμένα, η απόφαση του ΔΕΕ αφορά την τροποποίηση του νόμου περί μαλτέζικης ιθαγένειας τον Ιούλιο του 2020 και την κανονιστική πράξη που ακολούθησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ορίζοντας τις προϋποθέσεις απόκτησης της «μαλτέζικης ιθαγένειας με πολιτογράφηση λόγω παροχής εξαίρετων υπηρεσιών μέσω άμεσων επενδύσεων» (πρόγραμμα του 2020 για τη χορήγηση ιθαγένειας σε επενδυτές).

Όπως επισημαίνει σε δελτίο Τύπου το ΔΕΕ, στο πλαίσιο του προγράμματος, ξένοι επενδυτές μπορούσαν να ζητήσουν πολιτογράφηση τους εφόσον πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις «κατά βάση οικονομικής φύσεως».

Το ΔΕΕ υπενθυμίζει πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε πως το καθεστώς αυτό, το οποίο προβλέπει χορήγηση ιθαγένειας «έναντι προκαθορισμένων πληρωμών ή επενδύσεων σε πρόσωπα που δεν έχουν πραγματικούς δεσμούς με τη Μάλτα», αποτελεί παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας για την ιθαγένεια της ΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Η Επιτροπή κινητοποίησε διαδικασία επί παραβάσει και στη συνέχεια άσκησε προσφυγή κατά της Μάλτας ενώπιον του ΔΕΕ.

Στη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ αποφαίνεται πως η Μάλτα, παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ με τη θέσπιση και την εφαρμογή του προγράμματος του 2020, καθώς ισοδυναμεί με «εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας κράτους μέλους και, κατ’ επέκταση, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης».

Ενώ το ΔΕΕ υπενθυμίζει πως το κάθε κράτος μέλος είναι αρμόδιο να ορίσει τους όρους χορήγησης ή ανάκλησης ιθαγένειας, το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκείται τηρώντας το δίκαιο της ΕΕ. Οι Συνθήκες της ΕΕ δεν επιτρέπουν, στο γράμμα αλλά και στην πρόθεση των συντακτών τους, εξαιρέσεις από το δίκαιο της ΕΕ όσον αφορά τη χορήγηση της ιθαγένειας, προστίθεται.

«Η ιθαγένεια της Ένωσης εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία εντός ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ο κοινός αυτός χώρος βασίζεται σε δύο βασικές αρχές: την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των  κρατών μελών και την αμοιβαία αναγνώριση εθνικών αποφάσεων», σημειώνει το ΔΕΕ στην ανακοίνωση.

Καθώς η ιθαγένεια της ΕΕ εμπεριέχει την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών στη βάση αμοιβαίων δεσμεύσεων, «κάθε κράτος μέλος οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο τους κοινούς στόχους της Ένωσης».

Ως εκ τούτου, καταλήγει η ανακοίνωση για την απόφαση, «ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να χορηγεί την ιθαγένειά του -και, εκ των πραγμάτων, την ιθαγένεια της Ένωσης- έναντι προκαθορισμένων πληρωμών ή επενδύσεων, διότι τούτο θα σήμαινε, κατ’ ουσίαν, ότι η κτήση της ιθαγένειας αποτελεί απλή εμπορική συναλλαγή. Μια τέτοια πρακτική δεν επιτρέπει να θεμελιωθεί ο αναγκαίος δεσμός αλληλεγγύης και πίστης μεταξύ ενός κράτους μέλους και των πολιτών του ούτε να διασφαλιστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και συνιστά, επομένως, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας», αναφέρεται.

ΚΥΠΕ

Exit mobile version