14 Δεκεμβρίου, 2025
4:04 μμ

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ο Νίκος Οικονομόπουλος, ο Νίκος Βέρτης και η Ιουλία Καλλιμάνη (όλοι τους, πρώτα ονόματα στις πίστες της Αθήνας όπου τραγουδούν) επικαλούνται σε δημόσιες δηλώσεις τους τον Χριστό, τον πνευματικό τους και την Εκκλησία – ακόμη και το «θαύμα». Είναι αυτή η τακτική μία καινοφανής εκδοχή επιθετικού marketing ή κάτι αληθινά βαθύ, αληθινό και τίμιο;

Δεν ήμουν βέβαιος αν, τυχαία, εκείνο το βράδυ που παρακολουθούσα, σε επανάληψη, την εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου, «Ενώπιος Ενωπίω», είχα δει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμο Β’, να μιλάει δημόσια, σε μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Οικονομόπουλο, για το πόσο καλός και πιστός χριστιανός «παράδειγμα για όλους» είναι ο λαϊκός τραγουδιστής στην ιδιωτική του ζωή, γι’ αυτό και το ξαναείδα σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο.

Πράγματι – δεν είχα παραισθήσεις. «Και πώς συνδυάζεται η επίκληση στην πίστη και στις αρχές της, με τη ζωή της νύχτας και τα σεκλέτια επάνω σε τόνους από γαρύφαλλα με παραζαλισμένους θαμώνες ταυτισμένους με τα καψουροτράγουδα “Κάνε αυτό που ξέρεις”, “Πάλι γύρισα” και “Βάλ’το τέρμα”;», σκέφτηκα (εν πρώτοις). Επιπλέον, σε μία -σπάνια, αφού ακολουθεί το δόγμα marketing «μιλάω σπάνια, δεν καταναλώνομαι»- συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάγκα την 1η Δεκεμβρίου, ο Νίκος Οικονόμουλος (αφού από αυτόν, ουσιαστικά, ξεκίνησε η συγκεκριμένη συζήτηση) προχώρησε σε μία πρωτόγνωρη για τα ελληνικά media ομολογία πίστεως η οποία πυροδότησε στη συνέχεια και ποικίλες αντιδράσεις – όχι μόνο για την ειλικρίνειά της, αμφισβητώντας τις προθέσεις του, αλλά και για τον τόπο και χρόνο που επέλεξε να προβεί σε κάτι τέτοιο στον δημόσιό του λόγο.

«Είμαι παραδομένος, κυριολεκτικά, στο Χριστό. Παραδομένος! Δε με ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο, παρά να κερδίσω την αιώνια ζωή! Δεν ξέρω αν το αξίζω, αλλά θέλω να πάω. Δε με ενδιαφέρει το να με κρίνουνε», ανέφερε, μεταξύ άλλων, στο «Πρωινό», ενώ σε νέες του δηλώσεις την προηγούμενη Τετάρτη, απαντώντας σε ερώτηση ρεπόρτερ για την κριτική που είχε δεχτεί, θα έλεγε: «Αν φτάσουμε στο σημείο να κρινόμαστε επειδή πιστεύουμε, τότε κάτι πάει λάθος στη χώρα…». Ίσως. Αλλά μόνο για τη χώρα;

Πιστεύω, άρα υπάρχω

Την προηγούμενη Δευτέρα, ο έτερος «βασιλιάς» της πίστας και των εύπεπτων λαϊκών μαζικών ασμάτων, Νίκος Βέρτης, υπερθεματίζοντας στις δηλώσεις του συναδέλφου του θα ανέφερε δημόσια στις τηλεοπτικές κάμερες πως «ο κάθε άνθρωπος αντλεί από κάπου ψυχική δύναμη, εγώ έχω τον Χριστό {…} Προτού βγω να τραγουδήσω θα κάτσω 5 λεπτά ήσυχος στο καμαρίνι, θα ντυθώ, και οπωσδήποτε πάντα θα κάνω την προσευχή μου», ενώ η νεότευκτη Ιουλία Καλλιμάνη, η οποία κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να αποκτήσει το «δικό» της κοινό, με τις επιτυχίες της «7/7», «Έφυγε?» και «Από μένα είναι όχι», μιλώντας την προηγούμενη Δευτέρα στον Γρηγόρη Αρναούτογλου και στον ΑΝΤ1 θα δικαιολογούσε ένα ατυχές περιστατικό με θαυμαστή της, με τρόπο που θα αναιρούσε την πεπατημένη άλλων δημόσιων τοποθετήσεων: «Το συζήτησα με τον πνευματικό μου. Εκείνη την ημέρα είχα κάνει και εξομολόγηση και μου συνέβη και αυτό. Τι κρατάω από αυτό; Αφού ήταν θέλημα Θεού να γίνει αυτό το πράγμα, για κάποιο λόγο έγινε. Εγώ, κρατάω ότι ο Κύριος μου έφερε μια δοκιμασία, για να καταλάβω πέντε πράγματα».

Αλήστου μνήμης παραμένουν, φυσικά, οι αναφορές του Σταμάτη Γονίδη στο χριστιανικό θαύμα («Μπορεί να κάνω προσευχή με το κομποσκοίνι για ώρες. Το κάνω κάθε βράδυ. Η μετάνοια είναι που σε σώζει, τίποτ’ άλλο. Μετανοείς και ο Θεός σε δέχεται. Χρειάζομαι κι άλλη πίστη…»), ο Νίνο («Δεν φοβάμαι τον χλευασμό, δεν ντρέπομαι να λέω ότι πιστεύω στο Χριστό»), ο Σάκης Ρουβάς («Η εκκλησία έχει αποδείξει από μόνη της ότι δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι όπως η κοινωνία. Έχει τα πάντα! Γι’ αυτό και είμαι μέρος της»), ο Νίκος Κουρκούλης, η Άντζελα Δημητρίου, ο Χρήστος Δάντης και αρκετοί ακόμη, κάνοντας τους πρώτους διδάξαντες -Πέτρο Γαϊτάνο και Άρη Σερβετάλη (στο θέατρο)- να μην είναι πια «οι εξαιρέσεις» και «οι γραφικοί», όπως πριν από μια δεκαετία χαρακτηρίζονταν. Αλλά, πλέον, ο κανόνας.

Μια προσπάθεια επεξήγησης

Κάποιοι, θεωρούν το νεοφανές «φαινόμενο» των δημοσίων επικλήσεων στον Χριστό, στους Αγίους, στα θαύματα, στην Εκκλησία ως βαθύτερη έννοια, ως υπερβολή. Άλλοι, ως προσωπική ανάγκη «του κάθε Καρρά», «του κάθε Νότη» – η αλήθεια, όμως, είναι μάλλον πιο σύνθετη: Η δημόσια έκθεση της πίστης από ανθρώπους που συνήθως ανασύρουν με τους στίχους που ερμηνεύουν στα μαγαζιά ή σε συναυλίες τους τα κατώτερα ερωτικά ένστικτα της μάζας, δεν είναι ούτε αφέλεια ούτε επικοινωνιακό τρικ· είναι κατ’ ουσία μία απολύτως ειλικρινής κίνηση από εκείνους, αλλά και ένα είδος αντίδρασης σε μια κοινωνία που ζητά από τους διάσημους να είναι ταυτόχρονα άψογοι και «αληθινοί», αλλά που τους κατασπαράζει (κυρίως, ανώνυμα, μέσα από τα social media) μόλις δείξουν κάτι το ανθρώπινο, ίσως και ταπεινό· είναι, ουσιαστικά, για τους ίδιους, μία ιδιάζουσα επιστροφή στις ρίζες από εκείνους που κουβαλούν στο DNA τους βάσανα, καημούς, αγωνίες, φόβους και, ναι, και χριστιανική πίστη.

Γι’ αυτό και το να μιλήσει ένας τέτοιος καλλιτέχνης για την Ορθοδοξία σήμερα -ο λαμπερός και διάσημος, ο αφτιασίδωτος και politically correct- είναι σχεδόν και μια πράξη ανυπακοής στο σύγχρονο «σύστημα» – πηγαίνει αντίθετα στη λογική του lifestyle και δείχνει ότι πίσω από τον (όποιον) σταρ υπάρχει και μία ψυχή που ψάχνει -κάπου, κάπως, με κάποιο τρόπο- το νόημα (σίγουρα, όχι σε βιβλία αυτοβοήθειας), σε κάτι που δεν εξαγοράζεται και δεν χειραγωγείται. Αυτό, ίσως, να ενοχλεί κάποιους. Κατανοητό.

Υπενθυμίζοντας πως από κάτι τέτοιες θρησκοληψίες ξεκίνησαν κινήματα (κόμματα, παρατάξεις, περιθωριακές ιδέες, ακραίοι τύποι που μπήκαν σε κοινοβούλια) που κατασπάραξαν τον πλανήτη ως δικτατορίες και φασισμοί, όπου όλα γίνονταν -και γίνονται, ακόμα- με «τον σταυρό στο δεξί χέρι». Αλλά, ας είμαστε καλοπροαίρετοι.

Από την άλλη, βέβαια, ας μην ξεχνάμε και ποιο είναι το κοινό του λαϊκού τραγουδιού: Συχνά, περισσότερο παραδοσιακό και δεμένο με τα θρησκευτικά του βιώματα, βρίσκει σε αυτές τις δηλώσεις κάτι οικείο, κάτι που το πάει στα γεννοφάσκια του, κάτι που ενώνει, σχεδόν μια υπενθύμιση ότι δεν χρειάζεται πια να κρύβεις αυτό που είσαι, αλλά μόνο να νιώθεις υπερήφανος για ό,τι φέρεις από παιδί. Έτσι, όταν ένας καλλιτέχνης λέει ξεκάθαρα «πιστεύω στον Χριστό, στον Κύριο» είναι, καταρχήν, βέβαιο πως δεν το κάνει για να κερδίσει περισσότερους «ψήφους» δημοφιλίας· το κάνει επειδή αυτό είναι το μόνο κομμάτι της ζωής του που δεν μπορεί να του το λογοκρίνει κανείς – ειδικά ο θαυμαστής των ασμάτων του, αφού σ’ εκείνον απευθύνεται και εκείνον επιδιώκει να επηρεάσει επί της ουσίας.

Επιπλέον, σε μια εποχή όπου όλοι φοβούνται να πουν οτιδήποτε «μπορεί να παρεξηγηθεί» -ειδικά σε ό,τι αφορά στα θέματα πίστης και Εκκλησίας- το να δηλώνεις δημόσια ότι έχεις στενή σχέση με τον Χριστό είναι κάτι αξιοπρόσεκτο, μοναδικό και ενάντια σε μια αποστειρωμένη εικόνα που τα τμήματα marketing προσπαθούν να δημιουργήσουν, με τεχνικές, για τους διάσημους πελάτες τους.

Σαφώς και είναι κάτι που προκαλεί συζητήσεις, αντιδράσεις, ακόμη και ειρωνείες – αλλά, τουλάχιστον, είναι αληθινό. Και η αλήθεια, για τον κάθε Οικονομόπουλο, για τον κάθε Βέρτη και Γονίδη (ακόμα και για την αείμνηστη Μοσχολιού, στα 70s’), όσο κι αν ενοχλεί, δεν παύει, βαθιά μέσα στο «είναι» τους, να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη σιωπή· ως μια εσωτερική ομολογία από έναν άνθρωπο που τολμά να δείξει δημόσια την ψυχή του.

Ελεύθερα, 14.12.2025

Exit mobile version