28 Ιουνίου, 2024
12:48 μμ

Φοίνισσες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου από το ΘΕΠΑΚ.

Το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου έχει κερδίσει με το σπαθί του το προνόμιο να μην το αντιμετωπίζουμε με επιείκεια και συγκατάβαση, ως είθισται για έναν φύσει και διαθέσει ερασιτεχνικό θίασο. Είναι μια ομάδα που έχει δοκιμαστεί κι έχει αποδείξει την αξία, τη συνέπεια, το δόσιμο, αλλά κυρίως την άσειστη προσήλωσή της στο όραμα του Μιχάλη Πιερή. Εύλογα, λοιπόν, η δημιουργική ομάδα που ανέλαβε την παραγωγή που οριοθετεί τη νέα σελίδα του ΘΕΠΑΚ, την πρώτη ουσιαστικά στην μετά-Πιερή εποχή, όχι μόνο αποφάσισε να μην κάνει εκπτώσεις, αλλά κατασκεύασε το πλαίσιο και τον χώρο για μια συμπαγή πρόταση πάνω στο αρχαίο δράμα.

Το γεγονός ότι η παραγωγή αυτή των Φοινισσών παρουσιάζεται σχεδόν παράλληλα με την -εγγενώς φιλόδοξη- παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, δημιουργεί μια επιπλέον πίεση που απορρέει από τη συμμετοχή σε έναν διευρυμένο διάλογο πάνω στο ιδιόχρωμο αυτό έργο του Ευριπίδη, που πολλοί χαρακτηρίζουν ως την «τραγικωτέρα των τραγωδιών». Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να το δει ως ένα πυκνό, σφιχτοδεμένο και πολυεστιακό «ποτ πουρί» από την υπόθεση έργων του Αισχύλου και του Σοφοκλή, όπως οι Επτά Επί Θήβας, οι Οιδίποδες και Αντιγόνη.

Χωρίς να κάνει εκπτώσεις ούτε σε σχέση με την ερασιτεχνική του υπόσταση, αλλά ούτε και στην ακαδημαϊκή και ερευνητική του διάθεση, ο θίασος διεκδικεί την προσωπική και συλλογική του ανάπτυξη μελετώντας πάνω στον άκμονα της σκηνής τις θεμελιώδεις έννοιες και τις διαχρονικές αξίες του αιώνιου έργου. Παρά το γεγονός ότι αποτελείται από ερασιτέχνες ηθοποιούς με διαφορετικά υπόβαθρα και εμπειρίες, καταφέρνει να διατηρήσει το κυριότερο προσόν του: να λειτουργεί συμμετοχικά, σαν ένα σώμα. Επίσης, λειτουργεί αρμονικώς ταυτόχρονα ως καλλιτεχνικό εργοτάξιο και ως ζωντανό εκπαιδευτικό εργαλείο, που μετατρέπει τον εθελοντικό του χαρακτήρα σε πλεονέκτημα και πεδίο μελέτης και πειραματισμού. Το ταλέντο και η δέσμευση, άλλωστε, δεν λείπουν.

Το γεγονός ότι η αλλαγή σελίδας γίνεται μ’ ένα κείμενο που φέρει την υπογραφή του Πιερή, τη βραβευμένη μετάφρασή του για τις Φοίνισσες που ανέβασε στον ΘΟΚ το 2002 ο Νίκος Χαραλάμπους, δείχνει ότι δεν είναι ακριβώς «απογαλακτισμός». Αλλά και γιατί θα έπρεπε να είναι; Είναι ένα νέο ξεκίνημα με μια οφειλόμενη τιμή προς τον ιδρυτή και μέντορά του, η πραγματοποίηση μιας ανεκπλήρωτης επιθυμίας του.

Η μετάφραση του Πιερή και η σύντμηση/ διασκευή του Λάρκου αποκαλύπτει το δραματικό και ιδεολογικό βάθος του έργου χωρίς να απλώνεται. Αποκαλύπτει επίσης έναν λόγο ρυθμικά οργανωμένο, παραστατικό και ισομετρή, που χαρακτηρίζεται από στοιχεία λυρικότητας και λαϊκότητας, διατηρώντας μια επίγευση από την ελλειπτικότητα και τη χωροχρονική συμβατικότητα του δημοτικού τραγουδιού. Η μετάφραση χαρακτηρίζεται επίσης από το δέος απέναντι στην ποιητική δομή και το δραματουργικό ύφος του Ευριπίδη και από μια βατή ροή για τον σύγχρονο θεατή, ενώ παράλληλα σέβεται την πνευματική βαρύτητα του πρωτοτύπου.

Ο λόγος δίνει και τα εφόδια στον Κώστα Βόμβολο, στενό φίλο και διαχρονικό συνεργάτη του Μιχάλη Πιερή, να συνομιλήσει με ήχους της περιοχής μας σε συνήχηση με τον ρυθμό και τη μελωδία του. Αυτό απελευθερώνει μια διαχυτική και ηφαιστειώδη ενέργεια στην κινησιολογική γραμμή του Παναγιώτη Τοφή, ειδικότερα στην αποτύπωση του ανταριάσματος και της συμπυκνωμένης ορθοφροσύνης του Χορού των Φοινισσών. Ο χορός ενσωματώνεται δεξιοτεχνικά, εκδηλώνοντας συναισθήματα, καταστάσεις και απεικονίσεις που δύσκολα θα μπορούσαν να εκφραστούν μόνο με λόγια.

Ο Λάρκου αναμετριέται τόσο με τον Ευριπίδη όσο και με τον Πιερή, ενώ έχει στα χέρια του ένα συμπαγές, σφυρήλατο -και άρα μάλλον δύσπλαστο- σύνολο ερμηνευτών. Ωστόσο, καταφέρνει να επιβάλλει ομαλά το δικό του όραμα. Δίνει φωνή στους συντετριμμένους του πολέμου, ελέγχοντας την αρχιτεκτονική, την ατμόσφαιρα και την αισθητική της πρότασης, την κατεύθυνση των ηθοποιών και επιλέγοντας το υλικό στο οποίο θα εστιάσει. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν καλλιτεχνικής αυτοτέλειας και δημιουργικής ενόρασης, μια δική του ανανεωμένη εκδοχή πάνω στην ουσία του μύθου των Φοίνισσων, που αντιστοιχεί στην αλληλουχία των γεγονότων και των συμβόλων που συνθέτουν την ιστορία.

Ο χώρος της αυλής του Αρχοντικού της οδού Αξιοθέας είναι από μόνος του ένα ειδυλλιακό φυσικό σκηνικό, που προσδίδει μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερης μαγείας και ιστορικότητας. Οι λιτές παρεμβάσεις της Ελένης Ιωάννου στον χώρο περιορίζονται μόνο στις αφηγηματικά λειτουργικές διαιρέσεις της σκηνής. Το ίδιο και οι φωτισμοί του Γιώργου Κουκουμά. Ενδυματολογικά, ωστόσο, αποτυπώνονται με εύμετρη παλέτα οι μετεωρισμοί των ηθικών και φιλοσοφικών προκλήσεων που θέτει το έργο.

Τόσο τα μέλη του Χορού όσο και οι βασικοί χαρακτήρες δημιούργησαν μια ενιαία και συντονισμένη εικόνα των διαδραματισθέντων, χωρίς μεγάλα ρίσκα, αλλά με την αυτοπεποίθηση της αφοσίωσης στο πλάνο. Για ακόμη μια φορά, οι ερμηνείες ήταν τελεσιουργές, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη επαγγελματικής εμπειρίας. Οι ντιλετάντες υποκριτές απέδωσαν με αυθεντικότητα και συγκίνηση το βάθος των χαρακτήρων και την αμεσότητα και ανθρωποκεντρικότητα του ύφους του ποιητή στην αντιμετώπιση των πανανθρώπινων ζητημάτων (ισότητα, φιλαρχία, ομόνοια, εθελοθυσία, μοίρα κ.π.ά.), όπως συσφαιρώνονται σ’ ένα από τα πιο πολυσύνθετα και δραματικά έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.

Ελεύθερα, 23.6.2024

Exit mobile version