12 Δεκεμβρίου, 2025
10:24 πμ

Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας εκτιμά ότι η Κύπρος διαθέτει σημαντική καλλιτεχνική μαγιά με διεθνείς αναφορές και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα κι ότι μπορεί να μετατρέψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σε πλεονέκτημα στο διεθνές πλαίσιο.   

Η πολυετής εμπειρία της ως επιμελήτρια, ιστορικός τέχνης και υπεύθυνη μεγάλων πολιτιστικών θεσμών στην Ελλάδα και διεθνώς, την καθιστά συνομιλήτρια μοναδικής βαρύτητας για τα ζητήματα που απασχολούν σήμερα το χώρο της τέχνης και των μουσείων. Η Συραγώ Τσιάρα βρέθηκε πρόσφατα στη Λεμεσό φιλοξενούμενη του Τμήματος Καλών Τεχνών του ΤΕΠΑΚ όπου έδωσε διάλεξη, στο επίκεντρο της οποίας ήταν η νέα εποχή της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος. Μ’ αυτή την αφορμή, μίλησε στον «Φ» για τον ρόλο των μουσείων ως ενεργών κοινωνικών διαμεσολαβητών, την ψηφιακή μετάβαση, την αναθεώρηση συλλογών και το πώς η πολυφωνία και η ενσωμάτωση παραγνωρισμένων φωνών μπορεί να ανανεώσει την αφήγηση στην ιστορία της τέχνης. Παράλληλα, σχολιάζει το περιστατικό βανδαλισμού από βουλευτή στην Εθνική Πινακοθήκη που είχε προκαλέσει σάλο τον περασμένο Μάρτιο.

Θεωρείτε το περιστατικό βανδαλισμού στην έκθεση «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» μεμονωμένο ή φαινόμενο και σύμπτωμα της εποχής; Το δεύτερο. Πρόκειται για φαινόμενο μιας εποχής ακραίων αντιδράσεων. Δυστυχώς, αυτό δεν αφορά μόνο την ελληνική πραγματικότητα· διεθνώς βλέπουμε ότι ο χώρος της τέχνης μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο «ακτιβιστικών» ή αντιδραστικών επιθέσεων που επιδιώκουν να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας. Άτομα ή συλλογικότητες επιχειρούν, με αλλότριους σκοπούς, να εκμεταλλευτούν την προβολή ενός μουσείου για να κάνουν πιο ηχηρή τη θέση τους. Αυτό απασχολεί πολλούς συναδέλφους παγκοσμίως και είναι σαφές ότι τα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης εκθέσεων και συλλογών πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς. Στην Εθνική Πινακοθήκη το περιστατικό μάς θορύβησε από την πρώτη στιγμή. Τα μέτρα προστασίας είναι ήδη σε εξαιρετικό επίπεδο, αλλά δίνουμε μεγάλη έμφαση και στην εκπαίδευση του προσωπικού.

Τι ρόλο παίζει η ετοιμότητα του προσωπικού; Το φυλακτικό προσωπικό χρειάζεται συνεχή εκπαίδευση στο πώς διαχειρίζεται τέτοια περιστατικά. Τα περισσότερα μουσεία παραμένουν, σε κάποιο βαθμό, υποστελεχωμένα καθώς όλοι βγαίνουμε από την κρίση, και είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε περισσότερο προσωπικό, με την πολιτεία να μας στηρίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση. Φοβάμαι ότι δεν είναι ένα φαινόμενο που απλώς θα λήξει· δεν αφορά μόνο την Εθνική Πινακοθήκη, αλλά εμφανίζεται και σε άλλα καλλιτεχνικά θεάματα, είναι κάτι που αγγίζει συνολικά τον χώρο του πολιτισμού. Εμείς, πάντως, ως πολιτιστικός οργανισμός, οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία και την ελευθερία.

Στη διάλεξή σας μιλήσατε για την «κοινωνική απεύθυνση» της Εθνικής Πινακοθήκης. Πώς ορίζετε σήμερα ένα μουσείο τέχνης που απευθύνεται πραγματικά στην κοινωνία και δεν λειτουργεί μόνο ως θεσμικός αποδέκτης πολιτιστικού κεφαλαίου; Πιστεύω ότι ένα μουσείο τέχνης οφείλει να προβληματίζεται διαρκώς για το πώς το πολιτισμικό κεφάλαιο που διαχειρίζεται μπορεί να απευθύνεται σε περισσότερο κόσμο και να προσελκύει νέες κατηγορίες κοινού. Αυτό γίνεται, βέβαια, μέσα από τη φυσική λειτουργία του μουσείου και τα εκπαιδευτικά του προγράμματα. Αλλά ένας εξίσου σημαντικός δρόμος είναι ο ψηφιακός. Αναπτύσσουμε έντονη δραστηριότητα για την παρουσίαση των συλλογών μας και τη συζήτηση με το κοινό, τόσο στα social media όσο και στις δικές μας πλατφόρμες. Η ψηφιακή τεχνολογία μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε ανθρώπους που ίσως να μην έχουν ποτέ την ευκαιρία να μας επισκεφτούν, προσφέροντάς τους έναν τρόπο να γίνουν μέτοχοι αυτού του πολιτιστικού κεφαλαίου. Η ψηφιακή εμπειρία δεν υποκαθιστά τη φυσική επίσκεψη. Μπορεί όμως να την εμπλουτίσει, να την ενισχύσει και να δημιουργήσει νέα κίνητρα. Τελικά, έχει να κάνει με τη διαπερατότητα και την ανοιχτότητα: με το να είσαι ανοιχτός σε ιδέες που έρχονται «απ’ έξω», αλλά και σε όσα συμβαίνουν στην εποχή και την κοινωνία σου.

Τα εθνικά μουσεία και πινακοθήκες κουβαλούν ιδρυτικές αφηγήσεις που συχνά στηρίζονται σε ιδέες περί συνέχειας, ταυτότητας και κύρους. Πώς μπορεί η Εθνική Πινακοθήκη να επανεφεύρει τον εαυτό της χωρίς να διαρρηγνύει αφηγήσεις αλλά ούτε και να αναπαράγει στερεότυπα; Αυτός είναι ένας από τους βασικούς μου προβληματισμούς στα τρία χρόνια που βρίσκομαι στη θέση αυτή, ιδιαίτερα τώρα που ετοιμάζω την επανέκθεση της μόνιμης συλλογής στον 3ο όροφο, με τη μεταπολεμική και τη σύγχρονη τέχνη. Πιστεύω ότι έχουμε ξεπεράσει πια την εποχή της γραμμικής αφήγησης, το να παρουσιάζουμε δηλαδή κινήματα και καλλιτέχνες απλώς σε χρονική διαδοχή. Σήμερα χρειάζεται μια πιο θεματική προσέγγιση, που αξιοποιεί την τεχνολογία και επεξεργάζεται το ίδιο το σκεπτικό μιας έκθεσης, ώστε να συνδέεται με παγκόσμια αλλά και τοπικά ζητήματα. Δεν θεωρώ ότι οι συλλογές φέρουν «συντηρητικό» ή «φιλελεύθερο» χαρακτήρα. Είναι έτσι κι αλλιώς πολυφωνικές. Το ζητούμενο είναι να παρουσιάζουμε μια σφαιρική εικόνα της ιστορίας της τέχνης, χωρίς να προωθούμε μια τάση εις βάρος κάποιας άλλης και να διατηρούμε τα μάτια μας ανοιχτά στο τι συμβαίνει και τι έχει συμβεί. Δηλαδή, να ρίχνουμε φως και σε πιο αποσιωπημένες φωνές και να τις αναδεικνύουμε.

Ποια θεωρείτε την πιο κρίσιμη μετατόπιση στη μουσειολογική πολιτική σήμερα: τη στροφή στην κοινωνική ιστορία της τέχνης, την ψηφιακή μετάβαση, ή την αναθεώρηση των ίδιων των συλλογών; Πράγματι, υπάρχει σήμερα ένα έντονο αναθεωρητικό κλίμα, ειδικά σε μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς της Ευρώπης, των οποίων οι συλλογές συγκροτήθηκαν μέσα από διαδικασίες που σχετίζονται με το αποικιακό τους παρελθόν. Το βλέπουμε σε μουσεία της Ολλανδίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας: υπάρχει πλέον συστηματική επανεξέταση όχι μόνο του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι συλλογές, αλλά και των ίδιων των πλαισίων ισχύος που τις καθόρισαν, ακόμη και του πώς προήλθαν τα χρήματα που επέτρεψαν τη συγκρότησή τους. Μεγάλα μουσεία και οργανισμοί ξανασκέφτονται το παρελθόν τους και επιχειρούν να αποτυπώσουν διαφανέστερα αυτές τις ιστορικές διαδρομές. Είναι μια κρίσιμη μετατόπιση που επηρεάζει τη μουσειολογική πολιτική στο σύνολό της.

Αυτό ισχύει μόνο για οργανισμούς χωρών με αποικιακό παρελθόν; Ακόμη και συλλογές όπως η δική μας χρειάζεται να ξανασκεφτούν το γούστο κάθε εποχής: πώς διαμορφώθηκε, ποιους άφησε στο περιθώριο, τι πρέπει να επανεξεταστεί σήμερα. Το βλέπουμε, για παράδειγμα, στη συζήτηση γύρω από την τέχνη των γυναικών. Η αναθεώρηση έχει να κάνει με μια απαραίτητη αυτοκριτική για το πώς συγκροτήθηκαν οι συλλογές. Παράλληλα, η ψηφιακή γλώσσα αλλάζει τους όρους παρουσίασης και πρόσληψης της τέχνης. Τα μουσεία δεν μπορούν να μένουν στατικά και εγκλωβισμένα στον ρόλο του θεματοφύλακα· οφείλουν να λειτουργούν ως ενεργοί κοινωνικοί διαμεσολαβητές.

Η Συραγώ Τσιάρα στους χώρους της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας.

Η αναθεώρηση αφορά και το πώς εντάσσονται οι γυναίκες καλλιτέχνες στις συλλογές; Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια γίνεται συντονισμένη προσπάθεια να επανεξετάσουμε τις συλλογές, ιδιαίτερα σε σχέση με τις γυναίκες εικαστικούς, που ήταν παραγνωρισμένες στο παρελθόν. Αυτό με απασχολεί και προσωπικά ως Διευθύντρια. Δεν σας κρύβω ότι η δουλειά που κάνουμε για τον 3ο όροφο μάς έδωσε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε έργα που βρίσκονταν στα υπόγεια και δεν είχαν εκτεθεί ποτέ, παρόλο που κάποτε είχαν αναγνωριστεί. Οι γυναίκες συχνά δεν είχαν πρόσβαση στις αγορές ή στις εκθέσεις και πολλά έργα τους συζητήθηκαν τότε και ξεχάστηκαν στη συνέχεια.

Θεωρείτε ότι υπήρχε θεσμική παραγνώριση των γυναικών στην Εθνική Πινακοθήκη; Βέβαια, υπήρχε. Εκτός εξαιρέσεων, φυσικά και μπορώ να αναφέρω ότι η Εθνική Πινακοθήκη είχε διαδραματίσει πρωτοποριακό ρόλο τη δεκαετία του ’70 και του ’80, διοργανώνοντας εκθέσεις μεγάλων γυναικών δημιουργών όπως η Βάσω Κατράκη και η Άλεξ Μυλωνά. Η μεταπολίτευση έφερε έναν αέρα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού, με εκθέσεις και καλλιτεχνών όπως ο χαράκτης Τάσσος ή ο Γιώργος Σικελιώτης, κάτι που δεν ήταν δεδομένο προηγουμένως.

Στην Κύπρο απουσιάζει ένα λειτουργικό Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ταυτόχρονα η Κρατική Πινακοθήκη «υποφέρει» στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Ποια θεωρείτε την ελάχιστη θεσμική «κρίσιμη μάζα» για ένα νέο μουσείο ώστε να σταθεί βιώσιμα; Δεν υπάρχει κανόνας για το τι συνιστά «κρίσιμη μάζα» για ένα νέο μουσείο. Υπάρχουν διαφορετικά παραδείγματα. Όταν το 1997 ιδρύθηκε το ΕΜΣΤ στην Αθήνα, δεν υπήρχε συλλογή κι αυτό δημιούργησε επιπλέον δυσκολίες, καθώς έπρεπε να χτίσει και κτήριο και συλλογή από την αρχή. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ήδη η συλλογή Κωστάκη, που έβαλε το εγχείρημα στο διεθνές πλαίσιο από την πρώτη στιγμή, παρότι οι κτηριακές εγκαταστάσεις ήταν ελλιπείς, αλλά τουλάχιστον υπήρχε η Μονή Λαζαριστών. Αργότερα, η δυναμική της τοπικής κοινωνίας οδήγησε στη συγκρότηση του MOMus, ενσωματώνοντας το πρώην ιδιωτικό μουσείο μαζί με τα μουσεία μοντέρνας τέχνης και το Πειραματικό Κέντρο Τεχνών.

Είναι πάντα στο χέρι μιας κοινωνίας να ζητήσει κάτι και να το αποκτήσει; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Το Μακεδονικό Μουσείο δεν μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί με ιδιωτικούς πόρους. Όταν το κράτος αναγνώρισε το πολιτισμικό κεφάλαιο, έδωσε νέα προοπτική. Ο ρόλος του κράτους είναι αναντικατάστατος, όπως και των ιδιωτών. Συχνά οι πρωτοβουλίες ξεκινούν από τον ιδιωτικό τομέα και εξελίσσονται στη συνέχεια. Για μια υγιή σκηνή χρειάζονται πολλές φωνές: μουσεία, πινακοθήκες, γκαλερί, ιδιωτικά ιδρύματα. Έτσι οι καλλιτέχνες βρίσκουν τον χώρο τους και η ιστορία και το μέλλον της τέχνης μπορούν να αναδειχθούν μέσα από διαφορετικές προοπτικές.

Η Συραγώ Τσιάρα στους χώρους της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας.

Μια λειτουργική δομή και οικοδομή δεν μπορεί να εκτοξεύσει την ίδια τη σκηνή; Όχι μόνο τη σκηνή τέχνης, αλλά και τον πολιτισμό και την επισκεψιμότητα μιας πόλης. Τα μουσεία συνιστούν μέρος της φυσιογνωμίας μιας πόλης και δεν είναι απλώς επένδυση σ’ ένα τουριστικό προϊόν. Αποτελούν ενδυνάμωση του παραγωγικού ιστού: έρευνες δείχνουν ότι κάθε ευρώ που επενδύει ένα κράτος στον πολιτισμό αποφέρει περίπου 3,5 ευρώ, επηρεάζοντας πολλούς παραγωγικούς τομείς και ενισχύοντας τη ζωντάνια των πόλεων. Το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι μόνο κοινωνικό αγαθό που προστατεύει η πολιτεία, αλλά και επένδυση για την κοινωνική συνοχή και την οικονομία.

Θεωρείτε ότι μουσεία μπορούν να γεννηθούν επιτυχώς μέσα από «δευτερογενή» κτήρια; Ποιες οι προϋποθέσεις ώστε μια τέτοια λύση να λειτουργήσει; Ναι, μπορούν. Το Φιξ και η Μονή Λαζαριστών είναι τέτοιες περιπτώσεις. Η επανάχρηση μοναστηριακών ή βιομηχανικών συγκροτημάτων δίνει νέα φυσιογνωμία και λειτουργικότητα, ενώ αποτελεί και μια οικολογική λύση, καθώς αξιοποιούνται υπάρχοντα κελύφη αντί να χτίζουμε από την αρχή. Για να λειτουργήσει, όμως, χρειάζεται σωστή μελέτη και στελέχωση. Τα μουσεία είναι τρία πράγματα: κτήρια, συλλογές και άνθρωποι. Είναι απαραίτητες προϋποθέσεις και τα τρία.

Το θεσμικό πλαίσιο πόσο σημαντικό είναι;  Πολύ. Σήμερα, σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, μπορούμε να αντλήσουμε μοντέλα και καλές πρακτικές από άλλες χώρες, πάντα με γνώμονα τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Οι δημόσιες διαβουλεύσεις είναι πολύτιμες: επιτρέπουν να ακουστούν οι ανάγκες των καλλιτεχνών και οι προσδοκίες των πολιτών για το τι προσδοκούν από ένα μουσείο.

Από την ειδική σας εμπειρία, ποια είναι το ελάχιστο που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σ’ έναν ελκυστικό χώρο και μια ουσιαστική μουσειολογική εμπειρία; Το ελάχιστο είναι ένα σαφές «concept», μια ιδέα που εννοιοποιεί τα έργα και προτείνει διαδρομές εικαστικής εμπειρίας και σκέψης. Για μένα, το μίνιμουμ συνδυάζει γνώση, αισθητική απόλαυση και αναστοχασμό. Ιδιαίτερα σημαντικοί για μια ολοκληρωμένη εμπειρία είναι και οι χώροι αναψυχής: καφέ, πωλητήριο. Σήμερα οι επισκέπτες θέλουν να περνούν χρόνο στο μουσείο, όχι μόνο να παρακολουθήσουν μια έκθεση ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Θέλουν να πιούν καφέ, να φάνε, να αποκτήσουν κάποιο ενθύμημα. Στην Εθνική Πινακοθήκη έχουμε επενδύσει τα τελευταία χρόνια στο πωλητήριο, δημιουργώντας προϊόντα βασισμένα στη συλλογή και τα έργα, ώστε η εμπειρία να επεκτείνεται πέρα από τις αίθουσες.

Η ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας.

Από την απόσταση της Αθήνας ποιο διακρίνετε ως το πιο ενδιαφέρον σημείο του περιβάλλοντος της Κύπρου; Αυτό που είναι η Κύπρος σήμερα. Βλέπω ότι αλλάζει, μετεξελίσσεται. Κυκλοφόρησα με αυτοκίνητο, με λεωφορείο, περπάτησα. Μου κάνει εντύπωση, βέβαια, ότι ο κόσμος δεν περπατά πολύ. Αυτή η πολυπολιτισμικότητα, οι διαφορετικές φυλές και κοινωνικές ομάδες, ο τρόπος με τον οποίο μπορείς να απευθυνθείς σ’ ένα τόσο ετερόκλητο κοινό, είναι κάτι δύσκολο, αλλά και μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Κάθε μουσείο, ειδικά όταν φτιάχνεται από την αρχή, πρέπει να ρωτά τον εαυτό του σε ποιον απευθύνεται και τι θέλει να του πει, πώς θα φέρει κοντά ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Η διατομεακότητα είναι χρήσιμη: πολλοί στην Κύπρο είναι πιο εξοικειωμένοι με το θέατρο ή τη μουσική. Το performative στοιχείο, η επιτελεστικότητα, μπορεί να συνδέσει τα εικαστικά με τις παραστατικές τέχνες και να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό.

Τι δεν πρέπει να λείπει από τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό μιας μουσειολογικής πολιτικής; Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λείπουν οι άνθρωποι με την απαραίτητη εκπαίδευση, μόρφωση και εμπειρία. Εγώ από εκεί θα ξεκινούσα. Η πολιτική ηγεσία πρέπει να αφουγκραστεί καλλιτέχνες και θεωρητικούς τέχνης, να τους εμπιστευτεί και να τους δώσει πόρους και χώρο για να λειτουργήσουν. Επιπλέον, η εμπειρία του επισκέπτη πρέπει να είναι πολυαισθητηριακή. Ένα επιτυχημένο μουσείο δεν περιορίζεται στην έκθεση· προσφέρει εκπαιδευτικά και διατομεακά προγράμματα, ξεναγήσεις και τρόπους να δημιουργηθεί νέα γενιά θεατών. Η καλλιτεχνική εκπαίδευση στο σχολείο είναι επίσης κρίσιμη. Στην Ελλάδα το κενό που υπάρχει στην καλλιτεχνική εκπαίδευση προσπαθούν να το καλύψουν τα μουσεία.

Πιστεύετε ότι τα μικρότερα κράτη μπορούν ακόμη να επανακαθορίσουν τον εαυτό τους μέσα από την παρουσία στις μπιενάλε ή έχει πια κουράσει αυτό το μοντέλο; Παρότι εδώ και χρόνια μιλάνε κάποιοι για την «μπιεναλίτιδα», την ασθένεια της εξάπλωσης των μπιενάλε παγκοσμίως, αυτό το μοντέλο όχι απλώς δεν έχει τελειώσει, αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν πάντοτε τρόποι επανακατεύθυνσης και ανανέωσης. Το διεθνές κοινό ενδιαφέρεται για το καινούριο, για την τοπικότητα και για το τι μπορεί να πει ένας Κύπριος καλλιτέχνης ή πολιτιστικός φορέας, βλέποντας τόσο την ιστορία όσο και το παρόν. Στην Κύπρο υπάρχει σημαντική καλλιτεχνική μαγιά, πολυπολιτισμική και με διεθνείς αναφορές, που διακρίνεται για την υβριδικότητά της. Δεν πρέπει να φοβόμαστε το παρελθόν, τις γκρίζες ζώνες ή την ιδιαιτερότητά μας· αυτά είναι που μπορούν να μας φέρουν στο προσκήνιο κι όχι απλώς η λεγόμενη «εθνική φυσιογνωμία».

Ελεύθερα, 7.12.2025

Exit mobile version