18 Σεπτεμβρίου, 2025
4:27 μμ

Συμμετείχε σε τρομοκρατική οργάνωση στη Συρία, είχε στο κινητό του φωτογραφίες του κρατώντας καλάσνικοφ, ήρθε στην Κύπρο μέσω Τουρκίας, συνελήφθη και με έφεσή του ζητούσε την απελευθέρωσή του. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ευθυγραμμιζόμενο με το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την έφεση του κατά της κράτησής του για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους, τονίζοντας παράλληλα τις διασυνδέσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης με την Τουρκία, η οποία κατέχει παράνομα το βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Πρόκειται για 28χρονο ο οποίος γεννήθηκε στη Συρία, σε χωριό της επαρχίας Idlib, το 1997. Κατά τον επίδικο χρόνο ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, δύο ετών. Αφίχθηκε στην Κύπρο, μαζί με άλλους ομοεθνείς του, τη 20.12.2019, σε λιμάνι των κατεχομένων υπό των τουρκικών στρατευμάτων περιοχών, μέσα σε εμπορικό πλοίο, κρυμμένος σε φορτηγό, προερχόμενο από την  Μερσίνα της Τουρκίας. Το βράδυ της ίδιας μέρας εισήλθε πεζός, μαζί με άλλους ομοεθνείς του, στις ελεύθερες περιοχές, Ακακίου – Περιστερώνας.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά τη συνέντευξή του, ηγέρθηκαν υποψίες αναφορικά με τη δράση του στη Συρία, σε σχέση με θέματα τρομοκρατίας. Ενόψει τούτου, ανακρίθηκε γραπτώς από μέλη του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ) Μόρφου. O εφεσείοντας, στην κατάθεσή του, ανέφερε, πως στην πατρίδα του δρούσαν τρομοκρατικές οργανώσεις, μεταξύ αυτών και η Faylaq Αl Sham. Ο ίδιος υπήρξε μέλος της πιο πάνω οργάνωσης. Ανέφερε στη συνέχεια, χαρακτηριστικά, τα πιο κάτω: «… Το 2014 πριν να οργανωθεί καλά η οργάνωση Faylaq Al Sham ήμουν μέλος με άλλα άτομα από το χωριό μου που αναλάβαμε να προστατεύουμε την περιοχή μας. Για τον σκοπό αυτό είχαμε όπλα. Η διάρκεια αυτής της συμμετοχής μου ήταν πιο λίγο από 6 μήνες και παρέδωσα και το όπλο μου. Από τον καιρό που έφυγα από μέλος, δεν γνωρίζω τίποτε άλλο.»

Στο τέλος της κατάθεσής του, ισχυρίστηκε πως δεν είχε πλέον σχέση με την τρομοκρατία και επανέλαβε πως ενεπλάκη με την ως άνω παράνομη οργάνωση, για λίγο χρονικό διάστημα, το 2014. Την ίδια ημέρα, την 20.12.2019, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, για λόγους εθνικής ασφάλειας του κράτους. Κρίθηκε, λόγω της επικινδυνότητάς του, ότι δεν ήταν εφικτή η επιβολή σε αυτόν, εναλλακτικών μέτρων. Τη 15.02.2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησής του και αποφασίστηκε η συνέχιση της.

Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας που εξέτασε προσφυγή του κατά της κράτησής του, κατέληξε ότι η κράτηση του εφεσείοντα δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, εφόσον ήταν ορατή η πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

Με έφεσή του μέσω της δικηγόρου του Ν. Χαραλαμπίδου, υποστηρίζει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Συνταγματικό έκρινε πως το κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, έχει ευχέρεια να καθορίζει από μόνο του, το τι συνιστά απειλή για την εθνική του ασφάλεια, υπό τις προϋποθέσεις που ήδη παραθέσαμε. Η ευχέρεια αυτή βασίζεται στην υποχρέωση που έχουν τα κράτη μέλη, έναντι των πολιτών τους, για την τήρηση της εσωτερικής ασφάλειας. Όπως αναφέρεται, από το κείμενο της υπό κρίση απόφασης προκύπτει ότι το (πρωτόδικο)  Δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους, εξέτασε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα στη βάση των στοιχείων και των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που ήταν διαβαθμισμένα ως απόρρητα και τη νομοθεσία που ρύθμιζε το θέμα, υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας κράτησης του εφεσείοντα.

Έκανε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτενή αναφορά στο χαρακτήρα και στη δράση της οργάνωσης Faylaq Al Sham, στις σχέσεις της πιο πάνω οργάνωσης με την Τουρκία, η οποία, προσθέτουμε, κατέχει παράνομα το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατέληξε ότι με βάση το ιστορικό της οργάνωσης, το οποίο παραθέτει, δεν επρόκειτο για μια: « …. ήπια ισλαμική ομάδα της αντιπολίτευσης που επιθυμεί την αλλαγή του καθεστώτος όπως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αλλά αντιθέτως αποδεικνύει μια ομάδα με έντονες δραστηριότητες στη Συρία, κατευθυνόμενη από την Τουρκία, η οποία φαίνεται να διατηρεί σχέσεις με την HTS αλλά και στο παρελθόν διατηρούσε σχέσεις με την Al Nusra, οργανώσεις που χαρακτηρίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τρομοκρατικές.»

Μετά την καταγραφή των ευρημάτων του, καταλήγει το Συνταγματικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο χαρακτήρας της εν λόγω οργάνωσης δεν ήταν από μόνος του αρκετός για να θεωρηθεί η κράτηση του εφεσείοντα νόμιμη και προχώρησε και εξέτασε την εμπλοκή του τελευταίου σε αυτήν και κατά πόσο η συμπεριφορά του τον καθιστούσε, ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Προς τούτο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείοντας, με βάση δική του δήλωση, συμμετείχε στην εν λόγω οργάνωση και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο οπλοφορούσε. Το γεγονός ότι οπλοφορούσε υποστηρίζεται και από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο του, στις οποίες απεικονίζεται με στρατιωτική στολή να κρατάει όπλο τύπου ΑΚ47 (καλάσνικοφ). Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας, «… συγκέντρωσε στο πρόσωπο του χαρακτηριστικά που τον καθιστούν επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους».

Μετά τα ευρήματα αυτά το Δικαστήριο απέρριψε και την έφεσή του.

Exit mobile version