Στο μέσο της λίστας του Top20 πιο δημοφιλών νησιωτικών προορισμών παγκοσμίως βρίσκεται η Κύπρος, όσον αφορά στις τουριστικές αφίξεις. Η χώρα μας κατάφερε να συμπεριληφθεί σε αυτή τη λίστα, μαζί με μεγάλα και εμβληματικά νησιά ανά το παγκόσμιο, όπως είναι το Μπαλί και η Χαβάη. Η Κύπρος βρίσκεται στη 10η θέση του Top20, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και παρουσίασε σε δημοσίευμα του ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος».
Ειδικότερα, στην πρώτη θέση βρίσκεται η Μαγιόρκα, με αρκετή διαφορά μάλιστα σε σχέση με το δεύτερο Πουκέτ, ενώ την πρώτη τριάδα κλείνει η Χαβάη. Στις υπόλοιπες θέσεις ακολουθούν το Μπαλί, η Τενερίφη, η Κρήτη, η Σικελία, η Ίμπιζα, τα Κανάρια Νησιά και η Κύπρος στη 10η θέση.
Στο δεύτερο μισό του πίνακα, περιλαμβάνονται τρία ελληνικά νησιά (Ρόδος, Κέρκυρα και Κως), ενώ οι ξακουστές Μπαχάμες βρίσκονται στην τελευταία θέση του πίνακα με τους 20 νησιώτικους προορισμούς.
Επένδυση σε υποδομές
Πέραν των πιο πάνω, ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο αναλύει η νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος είναι αυτό της επένδυσης στις υποδομές ενός νησιώτικου προορισμού, με στόχο αυτός να διατηρήσει την ελκυστικότητα, αλλά συνάμα και την ανταγωνιστικότητα του.
Χαρακτηριστικά, αναφερόμενη στην περίπτωση της Ελλάδας, η έκθεση της ΕΤΕ επισημαίνει ότι σε μια περίοδο που η χώρα διατηρείται – παρά τις έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις – στην κορυφή του παγκόσμιου τουριστικού χάρτη, καλείται, με αιχμή τα νησιά της που υποδέχονται σχεδόν το ήμισυ των ξένων επισκεπτών της, να αντιμετωπίσει την πιο κρίσιμη πρόκληση: τη διατήρηση της ελκυστικότητάς της μέσα από σύγχρονες, βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ, οι επενδυτικές ανάγκες στα ελληνικά νησιά εκτιμώνται σε €35 δισ. σε βάθος δεκαετίας, με στόχο την αναβάθμιση κρίσιμων τομέων όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, το νερό και η διαχείριση αποβλήτων.
Η απόδοση των επενδύσεων
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, για να ανταποκριθούν οι νησιωτικές οικονομίες στις αυξημένες ανάγκες, θα πρέπει στις σημερινές ετήσιες επενδύσεις – που ανέρχονται περίπου σε €2 δισ. και αφορούν κυρίως έργα μεταφορών και βασικές υποδομές (όπως ενέργεια και ύδρευση) – να προστεθούν επιπλέον: (i) περίπου €1 δισ. ετησίως για την κάλυψη της εποχικής αύξησης του πληθυσμού κατά 50% και (ii) ακόμη €0,5 δισ. για την αντιμετώπιση της πρόσθετης «νησιωτικής επιβάρυνσης» που εκτιμάται σε περίπου 15%.
Συνολικά, η απαιτούμενη επενδυτική προσπάθεια ανέρχεται σε περίπου €3,5 δισ. ετησίως ή €35 δισ. έως το 2035 – προϋπόθεση για ν’ απορροφηθεί η αυξανόμενη ζήτηση (χωρίς να διαρραγεί η φέρουσα ικανότητα) και να ενισχυθεί η παραγωγική βάση των νησιωτικών οικονομιών.
Το αποτέλεσμα της επενδυτικής αυτής στρατηγικής είναι μετρήσιμο: Σε ορίζοντα δεκαετίας, οι τουριστικές εισπράξεις μπορούν να αυξηθούν κατά 45% (+€5 δισ.) και το ΑΕΠ να ενισχυθεί από €24 δισ. σε περίπου €30 δισ., με σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε απασχόληση και εξαγωγές. Έτσι, η Ελλάδα μπορεί να παγιώσει την παρουσία της στην κορυφή του παγκόσμιου νησιωτικού τουρισμού και να μετατρέψει την αυξανόμενη ζήτηση σε μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή ισχύ. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα της επόμενης δεκαετίας: όχι το πλήθος των αφίξεων, αλλά η ικανότητα της Ελλάδας – και πρωτίστως των νησιών της – να διαχειριστούν την επιτυχία τους και να τη μετατρέψουν σε διατηρήσιμο πλεονέκτημα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα ανωτέρω συμπεράσματα της μελέτης της ΕΤΕ μπορούν να τύχουν αξιοποίησης και από τους αρμόδιους φορείς του κυπριακού τουρισμού. Όντας ένας νησιώτικος προορισμός, χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις τόσο σε υποδομές, όσο και στην ανανέωση του οικιστικού – ξενοδοχειακού μας αποθέματος, ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας.
Όπως εύστοχα επισημαίνεται, πλέον το πραγματικό διακύβευμα της επόμενης δεκαετίας δεν είναι το πλήθος των αφίξεων, αλλά η ενίσχυση των εσόδων και ταυτόχρονα η ορθή διαχείριση της επιτυχίας.