Νόμιμο έκρινε το ένταλμα σύλληψης και έρευνας κατά του Αζέρου, που κρατείται από τον περασμένο Ιούνιο για υπόθεση τρομοκρατίας σε βάρος των Βρετανικών Βάσεων στο Ακρωτήρι αλλά και κατασκοπίας στη Βάση Ανδρέας Παπανδρέου στην Πάφο, το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο Αζέρος είχε αιτηθεί μέσω του δικηγόρου του Ευστάθιου Ευσταθίου να του δοθεί άδεια για να προσβάλει το ένταλμα έρευνας και το ένταλμα σύλληψής του που εκδόθηκε στις 21.6.2025. Τα εντάλματα είχαν εκδοθεί σε σχέση με τη διερεύνηση των αδικημάτων της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων, αδικημάτων κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019, και της κατασκοπείας.
Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση των ενταλμάτων, γινόταν αναφορά στη λήψη άκρως απόρρητης πληροφορίας, υψηλής αξιοπιστίας, ότι ο εφεσείων βρισκόταν στην Κύπρο από τον Απρίλιο του 2025 και λάμβανε πληροφορίες για την παρουσία ξένης στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο και ότι ενδέχετο να διοργάνωνε άμεση τρομοκρατική επίθεση. Σύμφωνα πάντα με την πληροφορία, ο εφεσείων βρισκόταν σε επαφή με τους φρουρούς της επανάστασης του Ιράν (IRGC). Στον όρκο γινόταν επίσης αναφορά σε φυσική παρακολούθηση του εφεσείοντος που ακολούθησε και περιγραφή των κινήσεων του, η οποία κατ’ ισχυρισμό επιβεβαίωνε αυτές τις πληροφορίες.
Ο Αζέρος αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας, καθότι έλαβε υπόψη «μη επαληθεύσιμη πληροφορία από τρίτη χώρα» και υιοθέτησε «κυκλική συλλογιστική» αντί «δικαστικό έλεγχο νομιμότητας». Αποτέλεσε εισήγηση του πως η Ευρωπαϊκή νομολογία επιβάλλει αυξημένο αποδεικτικό έλεγχο και ανεξάρτητη επιβεβαίωση της ακρίβειας και αξιοπιστίας των μυστικών και ανώνυμων πληροφοριών, κάτι το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να πράξει στην υπό κρίση περίπτωση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τις νομικές αρχές και υπό το φως αυτών των νομικών αρχών εξέτασε το υπό κρίση ζήτημα. Παρατήρησε περαιτέρω ότι αυτό προέβη σε μια ορθή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του. Όπως επισήμανε το Ανώτατο, αρχικά επεσήμανε πως στον όρκο δεν καταγραφόταν πως η πληροφορία προήλθε από τρίτη χώρα, αλλά από «ξένη συνεργαζόμενη Υπηρεσία». Επιπλέον, ορθά επεσήμανε ότι το ζητούμενο δεν ήταν η προέλευση της πληροφορίας, αλλά το κατά πόσο αυτή «διαθέτει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικού αιτήματος, να καταλήξει ότι στοιχειοθετείται η εύλογη υπόνοια και υποψία», ως απαιτείται από τη νομοθεσία και σύμφωνα με τη νομολογία.
Ακολούθως, το Επαρχιακό Δικαστήριο, σημειώνει το Ανώτατο, αναφέρθηκε τόσο στη ληφθείσα πληροφορία, η οποία αναφερόταν κατά συγκεκριμένο τρόπο στην εμπλοκή του εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, τον τρόπο δράσης και αντίδρασης του, και γενικά στη συμπεριφορά και το ρόλο του σε αυτά. Πέραν από τις πληροφορίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως αυτές οι πληροφορίες επιβεβαιώθηκαν και κατά τη φυσική παρακολούθηση του εφεσείοντος που ακολούθησε σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο από τις Υπηρεσίες της Δημοκρατίας.
Επομένως, προσθέτει το Ανώτατο, η υπάρχουσα μαρτυρία δεν προερχόταν μόνο από πληροφορίες αλλά και από φυσική παρακολούθηση του εφεσείοντος από τις Κυπριακές Αρχές. Η συμπεριφορά και οι κινήσεις του εφεσείοντος κατά την εν λόγω παρακολούθηση δημιουργούσαν εύλογη υποψία για σύνδεση του με τα αδικήματα. Αυτή η μαρτυρία ορθά κρίθηκε, στο σύνολο της, από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ικανή να στοιχειοθετήσει εύλογη υπόνοια για την σύνδεση του εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, επισημαίνει το Ανώτατο.
«Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη και ορθή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας και αξιολόγησε κάθε σχετικό στοιχείο για να καταλήξει ότι ήταν δικαιολογημένη η έκδοση των ενταλμάτων», επεσήμανε το Ανώτατο απορρίπτοντας και την έφεση.










