Το 1969 έσκασε σαν βόμβα στις κινηματογραφικές αίθουσες το θρυλικό γουέστερν του Τζορτζ Ρόι Χιλ «Butch Cassidy and the Sundance Kid». Η τεράστια εμπορική επιτυχία του φιλμ μπορούσε να εξηγηθεί τόσο καλλιτεχνικά, όσο και κοινωνικά.
Η κινηματογραφική αποθέωση δύο παράνομων καουμπόηδων της Άγριας Δύσης ήταν η εκδίκηση του αντιήρωα, σε μια εποχή που ο Ρίτσαρντ Νίξον κυνηγούσε νεαρούς φυγόστρατους για να πολεμήσουν στο Βιετνάμ. Ήταν η χολιγουντιανή «επανάσταση του νέου κόντρα στο παλιό», μακριά από την μάτσο, μονοδιάστατη περσόνα των Τζον Γουέιν αυτού του κόσμου.
Όλα αυτά προσωποποιήθηκαν μέσα από την ωραία μορφή ενός νεαρού γαλανομάτη μυστακοφόρου, ο οποίος στάθηκε χωρίς κόμπλεξ και αναστολές απέναντι στον ζεν πρεμιέ Πολ Νιούμαν. Όταν ακούστηκε ο ήχος του πιστολιού γεννήθηκαν όλα από την αρχή: το «νέο» που λέγαμε, ένα ιδανικό κινηματογραφικό δίδυμο και μία μακροχρόνια φιλία. Από τότε, όταν λέμε «Σάντανς Κιντ» εννοούμε Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Η ταύτιση υπήρξε απόλυτη, καθώς οι πλανήτες του σινεμά και της αμερικανικής ιστορίας συντονίστηκαν σε τέλεια αρμονία.
Ένα κινηματογραφικό απάνθισμα

Τώρα, καθώς το καρούλι της ζωής του Ρέντφορντ έχει πλέον σωθεί, μπορούμε να κρατήσουμε «εις μνήμην» εκείνο το τελευταίο καρέ της ταινίας. Αναφέρομαι στο επικό, ειρωνικό και αξεπέραστο «σάλτο μορτάλε», με τον φιλαράκο Μπατς Κάσιντι (Πολ Νιούμαν) στο πλευρό του. Μπορούμε, βεβαίως, να κρατήσουμε και χιλιάδες άλλα καρέ, βγαλμένα από ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε: «Barefoot in the Park» (1968), «Jeremiah Johnson» (1972), «The Sting» (1973), «The Way We Were» (1973), «Three Days of the Condor» (1975), «All the President’s Men» (1976), «Out of Africa» (1985), «Indecent Proposal» (1992), «Spy Game» (2001) … Και άλλα τόσα, από επιλεγμένες ταινίες που σκηνοθέτησε: «Ordinary People» (1980), «The Milagro Beanfield War» (1986), «A River Runs Through It» (1992), «Quiz Show» (1994), «The Horse Whisperer» (1998), «The Legend of Bagger Vance» (2000). Δόξα στο Χόλιγουντ, μέσα σε εξήντα χρόνια κινηματογραφικής παρουσίας, άφησε πίσω του μία εξίσου πλούσια και προσεγμένη καριέρα.

Μπόμπι, ο μικρός ονειρευτής
Παρόλα αυτά, η σχέση του Ρέντφορντ με την βιομηχανία θεάματος υπήρξε ιδιαίτερη: ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του «σταρ» ή υπηρέτη του συστήματος. Προσπάθησε, μάλλον, να λειτουργήσει στις παρυφές του γυαλιστερού -αλλά και ολισθηρού- λόφου των ονείρων και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Θέλησε να κρατήσει ένα διαφορετικό προφίλ: δεν ήταν τόσο ο ωραίος, όσο ο έντιμος και αξιόπιστος συνεργάτης, ο άνθρωπος των αρχών, ο προστάτης και μέντορας των νέων δημιουργών.
Άλλωστε, πάντα θυμόταν πως όλα ξεκίνησαν από μια ταράτσα: εκείνη του σινεμά Γουέστγουντ Φοξ, με φόντο τις εγκαταστάσεις του Χόλιγουντ. Τότε, ο μικρός Μπομπ ονειρευόταν μια ζωή μακριά από τη ραστώνη της παραλίας στη Σάντα Μόνικα και χωρίς τη βαρεμάρα του παλαιού κόσμου που έμοιαζε να βυθιζόταν μέσα στις συντηρητικές αξίες του.

Από παιδί ένιωθε κοντύτερα στο επαναστατικό πνεύμα της Τεξανής μαμάς, παρά στη στεγνή αυστηρότητα του λογιστή μπαμπά του. Είναι αλήθεια πως δεν θα καταλάβουμε ποτέ το αίνιγμα «Σάντανς Κιντ» αν δεν καταφύγουμε πίσω στα παιδικά χρόνια και σε εκείνες τις εξορμήσεις με τον παππού, στην άγρια φύση του Όστιν. Ήταν εκείνη την παραδεισένια, αθώα ματιά, που θέλησε να ξαναφτιάξει στα ψηλά βουνά της Γιούτα: πρώτα με ένα θέρετρο για σκι και ύστερα με ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Το Φεστιβάλ των «ταπεινών και καταφρονεμένων»

Ο άνθρωπος που αγόρασε είκοσι τετραγωνικά χιλιόμετρα γης στα κράσπεδα του βουνού Τιμπανόγκος ήταν ταυτόχρονα ένας νοσταλγός της χαμένης, παιδικής αθωότητας και -ίσως γι’ αυτό- ένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής.
Όταν έμαθε πως η εταιρεία Xerox σχεδίαζε να εκμεταλλευτεί εμπορικά την κοιλάδα, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο: να φτιάξει τη δική του κινηματογραφική πολιτεία, ένα παράδεισο φιλίας, ξεγνοιασιάς και ανεξάρτητης κινηματογραφικής δημιουργίας. Εκεί θα κατέφευγαν οι «ταπεινοί και καταφρονεμένοι» σκαρώνοντας σενάρια για ταινίες, πίνοντας καφέ και ουίσκι ανάμεσα σε παραδοσιακές ινδιάνικες χειροτεχνίες, με απόλυτο σεβασμό στη μαμά φύση.
Κάπως έτσι, πριν από 47 χρόνια, ξαναγεννήθηκε το πρώτο μισό του «Σάντανς Κιντ», ως ένα εναλλακτικό κινηματογραφικό φεστιβάλ. Εκείνο το «σάλτο μορτάλε» που λέγαμε, έφερε μια μικρή κινηματογραφική επανάσταση, γέννησε ταινίες- σταθμούς, σαν το «Sex, Lies and Videotapes» του Στίβεν Σόντερμπεργκ.
Το Σολτ Λέικ Σίτι έγινε το εκκολαπτήριο των νέων κινηματογραφιστών που θα δοκίμαζαν τα φτερά τους πριν πετάξουν προς τον λόφο του Χόλιγουντ. Ύστερα, έφτασαν οι σταρ με τα ακριβά φορέματα, τα παπιγιόν και τα χιονοπέδιλα (ας μην ξεχνάμε το σκι) και η φύση του φεστιβάλ άλλαξε: το Σάντανς έγινε κάτι σαν «οι Κάννες του Βορρά», μια παγωμένη Κρουαζέτ.
Ο ξανθός επαναστάτης

Και τότε, ο ανήσυχος «Σάντανς Κιντ» αποφάσισε να ξαναθυμηθεί τις ρίζες του: έφερε στο Σολτ Λέικ τους Ινδιάνους για να φτιάξουν τις δικές τους ταινίες. Συνέταιρος στο εγχείρημα (εν είδει «Μπατς Κάσιντι») ο παλαιός του σκηνοθέτης- μέντορας Σίντνεϊ Πόλακ, μαζί με άλλους οραματιστές που αναγέννησαν αυτό που λέμε «Νέο Χόλιγουντ».
Κινηματογραφικές ευρεσιτεχνίες και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, δημιουργίες ενός ανήσυχου, επαναστατικού μυαλού… Αν ταξιδέψουμε πίσω τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, θα τον συναντήσουμε ως 18χρονο, φέρελπι ζωγράφο, άρτι αφιχθέντα στην Ακαδημία Ζουλιάν του Παρισιού.
Τελικά δεν τον κέρδισε ο καμβάς, αλλά η μεγάλη οθόνη… Πλην όμως, η νεανική εμπειρία στο Παρίσι υπήρξε καθοριστική: ο Ρέντφορντ παρέμεινε ως το τέλος ένας σχεδόν ευρωπαίος δημιουργός, αμφισβητώντας σταθερές με την τόλμη και το θράσος του Σάντανς Κιντ.
Θέλησε να αφουγκραστεί την ανάσα των συνηθισμένων ανθρώπων (θυμηθείτε το «Ordinary People», το οσκαρικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο), να αναδείξει τον αγώνα των αγροτών κόντρα στις αδυσώπητες καπιταλιστικές μηχανές («The Milagro Banfield War»), να εκθέσει την κάλπικη πλευρά της βιομηχανίας θεάματος («The Quiz Show»).
Η μεγάλη του χρόνου κλοπή
Να λοιπόν γιατί ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αυτός ο εναλλακτικός, γοητευτικός σταρ, ο ξανθός επαναστάτης που παρέμεινε εντός, εκτός και επί τα αυτά του κινηματογραφικού συστήματος, θυμίζει τον πιστολέρο «Κιντ». Ο αγώνας του δεν ευοδώθηκε πλήρως, αλλά άφησε ευδιάκριτο στίγμα πάνω στα φιλμ του μέλλοντός μας. Στην πορεία, η κάθε του παρουσία έσφυζε από στιλ.
Τι να πρωτοθυμηθείς; Το σαφάρι- λουκ του «Out of Africa», τα ατσαλάκωτα κοστούμια του «The Candidate» και του «The Great Gatsby», το smart-casual ντύσιμο του «The Way we Where», ή -μήπως- τον μπρουτάλ πρωτογονισμό του «Jeremiah Johnson»;

Ακόμα και όταν το «αγέραστο είδωλο» αποφάσισε να εγκαταλείψει τα φώτα και τη φασαρία, το έκανε με στιλ: ως η ώριμη βερσιόν του «Κιντ», στο νοσταλγικό «The Old Man & the Gun». Τώρα, καθώς το καρούλι τρέχει, ξεπηδούν από την οθόνη οι ασπρόμαυρες εισαγωγικές εικόνες του «Butsch Cassidy and the Sundance Kid», εκείνες που παραπέμπουν στο θρυλικό «The Great Train Robbery».
Μαρτυρίες, αυτές οι εικόνες, μιας άλλης, μεγάλης «κλοπής» -εκείνης του χρόνου- η οποία επισυμβαίνει από καταβολής κόσμου, on και off camera. Είναι εκείνη την κλοπή -θαρρώ- που οραματίστηκε, ένα παιδί, στην ταράτσα του σινεμά Γουέστγουντ Φοξ, κάπου στην Καλιφόρνια…
Ελεύθερα, 28.9.2025