Όσο μεγαλώνω κι αρχίζουν να φυτρώνουν άσπρες τρίχες στο κεφάλι και στο στήθος μου, εκτιμώ όλο και περισσότερο τις αγέλες, το πλήθος, τον αρχηγό του τουριστικού γκρουπ που προσπαθεί να συγκεντρώσει καμιά εικοσαριά ιδρωμένους ξένους με μικρά ανεμιστηράκια στην άκρη των κινητών τους για υποτυπώδη δροσιά– ήξεραν πώς να εξοπλιστούν για τη ζέστη, όλα τα γνωρίζει η υπόκωφη αγέλη.
Αυτή η σιγανή λιτανεία των μικροαστών που μη ξέροντας προς τα πού γέρνει η βάρκα τους -από τον Απρίλιο, όταν είχαν υπολογίσει ακριβώς τα χρήματα που θα ήταν διαθέσιμα για τον Αύγουστο του μανιασμένου πλήθους και επέλεξαν «την καλύτερη εκδρομή στο μικρότερο δυνατό κόστος»-, διαθέτει το μεγαλύτερο χάρισμα των διακοπών: Tην εκτίμηση στις εικόνες των πλαστικών καρεκλών αλλά και των air-condition που έχουν επάνω από τα καθίσματά τους τα μεγάλα λεωφορεία, καθώς ανεβάζουν τις στροφές στα Τέμπη, με τις Λεμεσιανές να βουίζουν ανάμεσα στα δόντια «εζάλισεν μας τούτος».
Πριν καμιά δεκαριά χρόνια, τέτοιο καιρό, είχα πάει με τη μάνα μου στις Μυκήνες. Με συνταξιδιώτες κάτι κυρίες με σταφιδιασμένα πρόσωπα και κατσαρά μαλλιά κομμωτηρίου Σαββάτου, που μόλις είχαν βγει από τη θεία λειτουργία, έτοιμες να ευλογήσουν οτιδήποτε τους δίνεται μετρώντας ανάποδα της ζωής τις μέρες.
Η τσιριχτή φωνή της συνοδηγού θυμάμαι να σπάει κρύσταλλα απ’ το μικρόφωνο: «Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας…», απνευστί σχεδόν από ένα έτοιμα γραμμένο κείμενο που κράταγε στα χέρια, τα κάπως νευρικά. Κάπου- κάπου γούρλωνε τα μάτια, κοίταγε τους ηλικιωμένους σαν σε εξορκισμό του Αγίου Κυπριανού αλλά και με θέρμη– με τη χαρά του συνταξιδιώτη στα γνωστά μα τόσο πολλά «άγνωστα» μέρη που ‘χει η Ελλάδα στο κάλλος της.
Στο τραπέζι, σε κάποιο εστιατόριο κάτω από το λόφο με τους πήλινους κίονες σε χρώμα άσπρο ριγμένους στο γρασίδι για ντεκόρ, είχα μείνει με το πιρούνι στα χέρια όταν η γηραιότερη απ’ όλες, είχε ανοίξει τα χέρια επάνω από τα ζωγραφιστά πλακάκια, ίδια με σκηνή από την «Ευδοκία» και την καταγεγραμμένη ποίηση του Δαμιανού, επειδή το cd του μαγαζιού έφτασε στον Μητροπάνο, στο -πριν από 30 χρόνια σουξέ του Τόκα- «Μια στάση εδώ», στην «Εθνική μας μοναξιά», υποβασταζόμενη από ένα σώμα που ήδη παρέπαιε: «Εδώ που μάθανε τα μάτια μας να κλαίνε / που συνηθίσαμε σε κάλπικους καιρούς / εδώ θα μείνουμε γιατί έχουμε και λέμε / ένα φιλότιμο και λόγους σοβαρούς».
«Η πίκρα μέσα της», σκέφτηκα. Να φτάσω κι εγώ στα ογδόντα… Πώς θα ‘μαι; Ποια Φιλιππινέζα θα με σέρνει από εκδρομή σε εκδρομή, από τη μία φρίκη του Δεκαπενταύγουστου στην άλλη σαν σε ταινία του Γιάνναρη; Πόση χαρά θα μου δίνει κι εμένα ένας απλός χρωματιστός ανεμιστήρας, αυτό το μικρό αξεσουάρ απ’ τα φθηνοπράγματα στα κυριακάτικα ανοιχτά μαγαζιά της Ονασαγόρου; Πόση ευτυχία να υποκριθεί ένα πρόσωπο γεμάτο από ρυτίδες και ζωή ήδη τελειωμένη, με την κλεψύδρα να ρίχνει πια και τον τελευταίο της κόκκο στη βάση της;
Γι’ αυτό ας πάμε ξανά αυτό το Καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα. Εκεί όπου οι αναφορές κι οι πλημμυρίδες του μυαλού κάνουν ξανά μακροβούτια και εκπλήσσουν ακόμη και την πιο λογική συμπερίληψη ηλιακής βιταμίνης. Ας αφεθούμε στις μέρες της τεμπελιάς, της ακινησίας και της ραστώνης, που το μυαλό αδειάζει ένα- ένα τα τσιμέντα του κι ελαφραίνει.
Κι ας μη φοβηθούμε κάτι ημίγυμνους έφηβους μαυριδερούς αλλοδαπούς που θα παίζουν μπάλα απ’ το πρωί πίσω από φράκτες, μαθαίνοντας στο μικρότερο παιδί τι είναι το οφσάιντ και τι το πέναλτι, τι ο Ολυμπιακός και τι η ΑΕΚ (ελληνοποιημένοι πρόωρα κι αυτοί).
Ας φάμε μαζί τους το καρπούζι που μοιράστηκαν διά 8 κι ας υπολογίσουμε πως κάπως έτσι διαιρείται και η χαρά τους: Ενδιάμεσα στην ανέχεια, στο τσιγαριλίκι, στην πίκρα που τους έριξε η σκάρτη ώρα που γεννήθηκαν -με ποια πανσέληνο, με ποια σελήνη;- χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο εκστατικά μοναδική είναι η καλή τους τύχη στην αυγουστιάτική τους θέα, αυτή η μη συνειδητή, η σαν δώρο δοσμένη από το ωραιότερο Καλοκαίρι της υδρογείου.
«Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο.
Μια κάτασπρη τουρίστρια τα ‘φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω.
Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει.
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει».
(Ποίηση: Αργύρης Χιόνης, Μελοποίηση: Α/φοι Κατσιμίχα)
Ελεύθερα, 20.7.2025