17 Νοεμβρίου, 2025
7:25 μμ

Αυγή Λίλλη, «Ρυζόχαρτο», εκδόσεις Ποταμός, 2023.

Το «Ρυζόχαρτο» είναι το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Αυγής Λίλλη και κυκλοφόρησε το 2023. Προηγήθηκαν τρεις ποιητικές συλλογές: «Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο» το 2011, «Η σφαγή του αιώνα» το 2018 και «Στην άκρη μια ουρά» το 2021. Θα συμφωνήσω με τη Μαρία Α. Ιωάννου που λέει ότι «η ποίηση βρίσκει ρωγμές να φανεί και σε αυτό το βιβλίο». Η ίδια, στο διαδικτυακό περιοδικό «Φρέαρ» χαρακτηρίζει εύστοχα τα κείμενα του νέου βιβλίου της Α.Λ. «συγκοινωνούντα δοχεία ποίησης και πεζογραφίας».

Στα 28 μικροδιηγήματα της συλλογής καταγράφονται ενσταντανέ και μικρές στιγμές της καθημερινότητας, εκ πρώτης όψεως ήσσονος σημασίας. Μα με μια δεύτερη ματιά οι ίδιες στιγμές αποδεικνύονται βαθιές, ουσιαστικές και καίριες. Γενικά στο βιβλίο, στιγμιότυπα της καθημερινότητας παίρνουν άλλη διάσταση, ποιητική, κοινωνιολογική, αισθητική κι όχι σπάνια συναισθηματική.

Η γραφή της Α.Λ. είναι κατά βάση ελλειπτική. Για όσα λέει ευθέως, υπάρχουν άλλα τόσα, ίσως και περισσότερα, τα οποία υπαινίσσεται. Πιστεύω πως τα πιο πολλά κείμενα στο βιβλίο συνιστούν μια βυθομετρική ενδοσκόπηση χαρακτήρα, ψυχοσύνθεσης, ευαισθησιών, ανησυχιών, φόβων και ελπίδων. Η συγγραφέας παρατηρώντας τον κόσμο, αναλύει το μέσα της.

Την ίδια στιγμή θέλω να σημειώσω ότι όλες οι κατακλείδες στα μικροδιηγήματα του βιβλίου διακρίνονται από μια επίγευση υπερβατικότητας και ποιητικότητας. Κύρια εκφραστικά μέσα της Α.Λ. η ειρωνεία, η υπαινικτικότητα και η υποβολή. Ενίοτε αξιοποιείται και η αμφισημία: «Ναι, στο Cafe Real σέρβιραν το καλύτερο κρέας. Να μην ξέρεις τι να πρωτοφάς». (σελ. 11) Εδώ, βεβαίως, η αιχμή αφορά το εμπόριο λευκής σαρκός.

Η ενδοσκοπική αυτοαναφορικότητα είναι αρκετά ανεπτυγμένη τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο της Α.Λ. Ιδού ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής από το βιβλίο: «H ζωή μου κινείται, σκέφτομαι, όπως ένα αθηναϊκό ταξί με Κύπριο επιβάτη∙ δεν έχω ιδέα από ποια διαδρομή θα με πάει στον προορισμό μου. Και ποιος είναι ο προορισμός μου;». (σελ. 21)

Ένα από τα πιο τρυφερά, νοσταλγικά και ευαίσθητα κείμενα που ξεχώρισα στο βιβλίο είναι το «Στο τζάμι» (σελ. 22) Εδώ η συγγραφέας πραγματεύεται το νόστο πατρίδας με ιδιαίτερα φορτισμένο συγκινησιακό ρίγος: «Τρία αδέλφια η μάνα μου, όλα σκορπισμένα σε διαφορετικές χώρες, όταν ακόμα τα παιδιά ήμασταν μικρά, οι τρεις οικογένειες βρισκόμασταν τα καλοκαίρια για δύο βδομάδες στο χωριό… Από εκείνα τα καλοκαίρια θυμάμαι πόσο εύκολα σμίγαμε, ως να είχαμε μόλις ιδωθεί προχθές, και πόσο δύσκολα αποχαιρετιόμασταν, λες και δεν επρόκειτο να ξαναϊδωθούμε ποτέ». (σελ. 22-23)

Δεν είναι όμως όλα τα κείμενα στο βιβλίο βεβαρυμμένα συναισθηματικά. Καταγράφονται και πολλά ευτράπελα – διασκεδαστικά ενσταντανέ που διαβάζονται ακόμα πιο ευχάριστα κι από τα πρώτα. Βέβαια, στο έργο συνολικά, τίποτα δεν γράφτηκε αβασάνιστα. Εξού και τίποτα δεν πρέπει να διαβάζεται αβασάνιστα: «Η Vapen εκπυρσοκροτεί, ο θάνατος είναι ακαριαίος και μικροσκοπικές πιτσιλιές αίματος απλώνονται στη ράχη κάποιου Κάφκα». (σελ. 25) Το χιούμορ διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο σε όλο το βιβλίο. Είναι ανακουφιστικό και συνάμα αποδομητικό. Ελαφρύνει πράγματα και συναισθήματα και ταυτόχρονα τα απομυθοποιεί.

Τέσσερα αφηγήματα: «Μέσα του Νιόβρη», (σελ. 45) «Το λαούτον», (σελ. 47) «Τ’ Αη Γιωρκού», (σελ. 55) και «Τζείνον το δέντρον» (σελ. 56) έχουν αποδοθεί στην κυπριακή διάλεκτο. Το εγχείρημα είναι ευπρόσδεκτο και εκ του αποτελέσματος θεωρώ πως είναι και πετυχημένο. Η ντοπιολαλιά αποφέρει ιδιαίτερο ηχόχρωμα στο αισθητικό αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι αξιομνημόνευτη μόνο για την εξωτική υφή της. Θεωρώ πως τα «κυπριακά» της Α.Λ., συγκριτικά, έχουν μεγαλύτερο συναισθηματικό φόρτο από τα υπόλοιπα κείμενα στο βιβλίο. Όταν το φλασκί της γλώσσας λύνεται, οι χυμοί και τ΄ αρώματα που ξεχύνονται είναι ορμητικά. Καλύτερο από τα τέσσερα κείμενα θεωρώ το πρώτο, «Μέσα του Νιόβρη» καθώς συνδυάζει την ανθρώπινη διάσταση – γεμάτη ζέστα, έγνοια και πόνο – με την αποδόμηση των μαθητικών διαδηλώσεων στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Μια εφηβική μνήμη αξιοποιείται γόνιμα, δημιουργικά, ευφάνταστα και ανεπιτήδευτα.

Εδώ σημειώνω ξανά ότι όλες οι κατακλείδες των μικροδιηγημάτων της Α.Λ. έχουν πάντα βαθύτερο νόημα από το συνολικό κείμενο του κάθε χωριστού αφηγήματος. Αυτό ισχύει και για τα ιδιωματικά κείμενα: «Δεν κατέβηκα. Δεν ξέρω τι φοβήθηκα πιο πολύ∙ τις πελλάρες των αθθρώπων ή την πίστη που είχε αρχίσει να κατεβάζει ο νους μου». (σελ. 58)

Γενικά, θέλω να χαιρετίσω το φαινόμενο ότι ολοένα και περισσότεροι εκπρόσωποι των νεότερων γενιών της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας πειραματίζονται, όλο και πιο συχνά, αποσπασματικά ή εξολοκλήρου, με το κυπριακό ιδίωμα. Οι χυμοί του είναι ανεξάντλητοι, οι αισθητικές του γομώσεις απειράριθμες και εκρηκτικές. Χαίρομαι μαζί τους καθώς τους παρακολουθώ να τις ανακαλύπτουν, πρώτα να εκπλήττονται οι ίδιοι και στη συνέχεια να εκπλήττουν, πάντα ευχάριστα, τους αναγνώστες τους.

Καταλήγοντας, θέλω να πω ότι συνολικά, σε όλο το βιβλίο, πιστεύω ότι η συγγραφέας συνομιλεί με τους αγγέλους και τους δαίμονές της. Κάποτε συνομιλεί αλληγορικά – παραβολικά, κάποτε ευθέως, κάθετα, και ωμά ρεαλιστικά. Πάντα όμως συνομιλεί ειλικρινά, ακομπλεξάριστα, χωρίς πόζα και με λυτρωτική αλλά όχι μαζοχιστική αυτοϋπονόμευση. Η συγγραφέας βρίσκεται σε καλό δρόμο. Θα αναμένουμε τη συνέχεια. Ίσως με εκτενέστερα, πιο ανεπτυγμένα, πεζογραφικά κείμενα αυτή τη φορά. Είναι καλό να δοκιμαστεί και σε μεγαλύτερες φόρμες. Και δεν έχω καμία αμφιβολία για την ποιότητα του αισθητικού αποτελέσματος.

g.frangos@cytanet.com.cy

Exit mobile version