Αυτός είναι ο κύριος Μανώλης– ψαράς στα Χανιά. Στην άκρη του λιμανιού, δίπλα από το κτήριο όπου παλιά οι ναυτικοί έφτιαχναν τα καράβια τους, απέναντι από τις πολύβουες καφετέριες των (φθηνών, σε σχέση με το Ηράκλειο) εσπρέσο, εκείνος «διαβάζει» τον ελληνικό σκέτο και ρουφάει ακόμη και το κατακάθι του– έτσι όπως κάνουν θόρυβο οι ηθοποιοί στην αντίστοιχη διαφήμιση του Λουμίδη με τα παρατεταμένα «ααααχχ».
«Πιάσαμε τίποτα σήμερα;», του είπα τη δεύτερη μέρα της αναίτιας βόλτας. «Πάντα πιάνουμε. Ξέρω τα καλά στενά». Χαμογέλασε πονηρά, με την εμμονή στο μουστάκι που δεν θέλει να ξυρίσει ποτέ, ζώντας από γεννησιμιού του σε μια πόλη που -ευτυχώς- δεν γέμισε μπετά και κρατάει τη μοναδικότητά της, όσο κι αν παρεισφρύουν στην παλιά σταυρωτή αγορά αχρείαστες τουριστικές ατραξιόν.
Με ρώτησε τη δουλειά μου– είπα «σε ένα γραφείο με κομπιούτερ» (πάντα αυτό λέω σε ξένους και στους ταξιτζήδες, ανάλογα: Είτε γιατί δεν θέλω πολλά πολλά, είτε για να μην ταυτιστώ με κολοσσιαίες χαζομάρες και ξεκινήσουμε κουβεντολόι για τους πολιτικούς)· ποιος ο λόγος, άλλωστε, να πικραινόμαστε στις πρώτες ζεστές μέρες του Ιουλίου που ο ήλιος καίει σαν πυροτέχνημα πριν από την επόμενη καλοκαιρινή βροχή, ε, κύριε Μανώλη; «Σωστά».
Ο λαϊκός αυτός ψαράς έχει χορτάσει από έρωτες, γυναίκες (ντόπιες και ξένες) και κοντινά στο νου και στη θάλασσα γύρω του ταξίδια– ο τρόπος που μου έκλεισε το μάτι καθώς η Αγγλίδα τουρίστρια έβαζε το κουταλάκι της μέσα στο ποτηράκι- παγωτό βανίλια ήταν το κατιτίς της μέρας από την ηδονή που πέρασε, αισθάνθηκε στο βάθος των χρόνων, αλλά προσπέρασε. Που τού ‘μεινε η αναπόληση, η χωρίς πολλή αγωνία και ληγμένο σάλιο– τι κατάντια για άλλους στην ηλικία του οι γεροντοέρωτες που εξαγοράζονται με λεφτά και κοινωνικό στάτους!
Δεν έφερε αντίρρηση να του τραβήξω μια δυο φωτογραφίες με το κινητό μου– «ωραίος είσαι, κύριε Μανώλη μου!», κάνοντας τον αυτοματισμό του χαϊδέματος με το χέρι του απαλά επάνω στις τρίχες για πόζα. Τι άντρας! Σε αντίθεση με τους τύπους που κάθονταν γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση βλέποντας Μαλέσκου και Καραβάτου σε ζάπινγκ (με θέα στο λιμάνι, προφανώς για κοντράστ) και μιλούσαν με τόση μικρότητα και αγένεια μεταξύ τους, αλαζονικά και αποκαρδιωτικά, για τις (επόμενες) εκλογές στην Ελλάδα και τα γκάλοπ που αναρτήθηκαν το προηγούμενο βράδυ, για την αναμενόμενη πρωτιά του Μητσοτάκη και την «έκπληξη της Ζωής» – σ’ αυτό τον τόπο που όλοι φταίνε, αλλά κανείς δεν ζητάει «συγνώμη». Τι παιδάρια!
Ξαναγύρισα με περιφρόνηση στο βλέμμα προς το ωραίο λιμάνι και τον παλιό φάρο απέναντι που έσκαγε το κύμα επάνω του για να επιβεβαιώσω -μπροστά σε τόση ομορφιά!- την απλότητα που υπερνικάει πάντοτε το περίτεχνο. «Εσύ, τι ψηφίζεις, κύριε Μανώλη;». «ΚΚΕ!». «Πάντα;». «Πάντα». «Κουτσούμπας ή Αλέκα;». «Δεν έχει πρόσωπα στο κόμμα. Όποιος κι αν είναι, είναι το ΚΚΕ!». Το ραδιόφωνο έπαιζε Νταλάρα (απ’ τα παλιά, παράξενο πώς) και ζήτησα στριφτή τυρόπιτα από τον νεαρό σερβιτόρο με το λευκό πουκάμισο.
«…Έχω έναν καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έχτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε…».
Έστειλα δυο τρεις φωτογραφίες από τη θάλασσα στον Τ. καθώς μου έγραφε κάτι για δουλειές– για να καταλάβει το ολιγοήμερο pause, αφού σταμάτησα -εδώ και χρόνια πια- να κοινοποιώ οτιδήποτε προσωπικό στους οφθαλμολάγνους των social (σαν τους ινφλουένσερς σελέμπριτυς φίλους μου που οικτίρω καθώς κρατάνε μία κούπα καφέ και αντιγράφουν ανορθόγραφες φιλοσοφίες που ξεπατίκωσαν από τον Ξενάκη που κάνει σουξέ στα βιβλιοπωλεία).
Το ίδιο βράδυ πήγα σε ένα μπαρ που είχα σταμπάρει πριν απ’ την απογεματινή μου ραστώνη– «Μπελ έαρ» νομίζω, αν και δεν θυμάμαι καλά τ’ όνομα με τα πέντε- έξι σφηνάκια ήδη στο κούτελο. Ήμασταν όλοι, περίπου, σαν συγγενείς εκεί – όλα τα απομονωμένα, οι στην άκρη του κέντρου της διασκέδασης «γιάφκες», έχουν πάντα κάτι συνωμοτικό και τίμιο σαν ομοαίματα. Τι πλήξη, άλλωστε, να ‘ταν ο κόσμος μας ίδιος παντού…
Ξημερώματα Κυριακής πια σταμάτησα στο κεντρικό περίπτερο με το άγαλμα του Σοφοκλή Βενιζέλου απέναντι απ’ τον «Γρηγόρη» και πήρα κάτι παλιό, κάτι απροσδόκητα εναλλακτικό που είχαν παραπεταμένο στο πλάι, στα απούλητα των «μόνο με 1 ευρώ»– στο εξώφυλλο ενός ξένου περιοδικού ο -διεθνής- Γιώργος Λάνθιμος φωτογράφιζε επάνω στα σκληρά απ’ την καύτρα τσιμέντα των ταρατσών της αστικής Αθήνας άγνωστα κορίτσια με λεπτεπίλεπτη φυσικότητα γεμάτη από τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος τοπίου.
Αν ήταν άλλη εποχή -άλλη χρονιά- θα φρίκαρα – τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Αλλά αυτή η εικόνα μού γύρισε λιγάκι το πλάνο ανάποδα στο δεδομένο, σ’ ό,τι στην Ελλάδα είχαμε συνηθίσει ως εικόνα – ως «μέλλον».
Τώρα που ο ΛΕΞ έγινε -σε αντιστοιχία μαζικότητας και μόνο- ο νέος Παπακωνσταντίνου (στη δημοσιότητα και επιδραστικότητα που είχε ο Βασίλης 40 χρόνια πριν, μην παρεξηγηθώ) και που το παλιό rock των 80s’ έγινε ραπάρισμα με σκεπτόμενο στίχο, τώρα που η παλιά γερασμένη εποχή -η πριν το Chat GPT- θα διαλυθεί οσονούπω σαν σκόνη, τώρα που αυτοί που χάλασαν θα ξαναχτίσουν με αμετροέπεια και πύραυλοι εκτοξεύονται από τους εμπόλεμους γείτονες μέσα στο σπίτι μας, ας ζουμάρουμε αλλιώς αφού όλα διακινδυνεύονται – αισθητική, καθημερινότητα και ζωή. Κι ας θυμηθούμε εκείνο το παλιό διαφημιστικό σύνθημα που επανέρχεται, όλο και πιο έντονα, σαν μπούσουλας: Ο κόσμος αλλάζει – εσείς;
«Εξωγήινοι, διαστημόπλοια κι ουσίες
πέφτουμε απ’ τις πολυκατοικίες.
Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα.
Τριάντα χρόνια, πέντε αποτυχίες
το μυαλό μου είναι το μόνο που αξίζει (μόνο αυτό)
τόσο ραδιενεργό που φωσφορίζει (μεσ’ στη νύχτα).
Φοβούνται πως δε θα ’χω τι να πω
λες κι ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει (ποτέ).
Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα
τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα.
Ρώτησε τ’ αδέρφια μου ένα-ένα
δεν έχουν τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα»
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 13.7.2025