19 Δεκεμβρίου, 2025
12:39 μμ

Με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος του Σταύρου Χριστοδούλου με τίτλο «Έξι λεπτά ακόμα», συζητάμε με τον καταξιωμένο πια και βραβευμένο -σε Κύπρο και εξωτερικό- συγγραφέα για τον χρόνο, τις σιωπές, τους συμβιβασμούς, τον έρωτα και την τέχνη.

Λίγο πριν πατήσω το REC τού θυμίζω την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε δια ζώσης. Ήταν σχεδόν δέκα χρόνια πριν, όταν είχε ολοκληρώσει το πρώτο του βιβλίο, «Hotel National». Θυμάμαι να φτάνω στο ραντεβού μας γεμάτος αγωνία, κυρίως από τον θαυμασμό που έτρεφα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν αρκετές φορές, τόσο επαγγελματικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Κι όμως, μέχρι σήμερα, κάθε φορά που τον συναντώ, νιώθω ακόμα τον ίδιο θαυμασμό, μα και μια κάποια, μικρή, αγωνία όπως τότε.

Περίεργο πράγμα ο χρόνος τελικά… Το πώς μας αλλάζει, πώς μας διαμορφώνει. Εσύ αντιλαμβάνεσαι πόσο σε έχει αλλάξει ο χρόνος συγγραφικά; Νιώθεις ότι αφηγείσαι διαφορετικά τις ιστορίες σου σήμερα, σε σχέση με δέκα χρόνια πριν; Ναι, νιώθω ότι έχει αλλάξει. Τούτη η διαδρομή φέρνει μια ωριμότητα. Μια ωριμότητα στον τρόπο που επεξεργάζομαι το υλικό μου, ακόμη και το γράψιμό μου έχει εξελικτική πορεία. Δεν θεωρώ πως η συγγραφή είναι κάτι στατικό. Μου αρέσει να αισθάνομαι ότι η γραφή μου αλλάζει και εξελίσσεται. Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει, αλλά από βιβλίο σε βιβλίο αλλάζω και πεδία αφήγησης, θεματολογία. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει στη λογοτεχνία, να μην ακολουθώ μία μανιέρα.

Έχεις αναφέρει στο παρελθόν ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου, συμβαίνει παράλληλα και μία άλλη διαδικασία: Παρατηρείς και προετοιμάζεσαι για το επόμενο. Είναι ένα στοιχείο που έφερες πάντα ή το ανέπτυξες στην πορεία; Ανέκαθεν μού άρεσε να παρατηρώ είτε ως δημοσιογράφος είτε ως συγγραφέας. Ως άνθρωπος γενικά, είμαι παρατηρητής. Θα σου πω μια ιστορία, που δεν θυμάμαι αν την έχω πει ξανά: Όταν σπούδαζα νομική στην Αθήνα, προτού αποφασίσω να γίνω δημοσιογράφος, υπήρχε μια εποχή -που μοιάζει πολύ μακρινή σήμερα- που αλληλογραφούσαμε με τους φίλους μας. Αν το πιστεύεις! Οπότε, εγώ τους έγραφα γράμματα με την καθημερινότητά μου και αργότερα έμαθα ότι μαζεύονταν όλοι μαζί και τα διάβαζαν, γιατί ήταν σαν μικρές ιστορίες. Χωρίς να το καταλάβω ή να το έχω συνειδητοποιήσει, έγραφα μικρά διηγήματα.

Ήταν κάτι που σε βοήθησε, όταν ξεκινούσες με τη συγγραφή βιβλίων;  Όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία, σχεδόν με έναν μαγικό τρόπο, ανέσυρα πολλές  αναμνήσεις που ήταν καταγεγραμμένες μέσα μου, πράγματα από το παρελθόν. Έτσι έγινε και με το τελευταίο μου βιβλίο: Ξεκίνησε από την ανάμνηση μιας γυναίκας, 25 χρόνια πριν, την οποία παρατηρούσα σε ένα συγκεκριμένο μέρος στην Αθήνα. Όταν τελείωνα το «Μαύρο Φλαμίνγκο», ξαφνικά αναδύθηκε αυτή η εικόνα μπροστά μου.

Είναι αυτό που λέμε «έμπνευση»; Ειλικρινά, δεν πιστεύω στην έμπνευση. Δηλαδή, ακούω κάποιους να λένε ότι για να εμπνευστούν, πρέπει να βρίσκονται σε συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν πιστεύω σε αυτό, αλλά σε μια πάρα πολύ πειθαρχημένη λειτουργία. Η αφετηρία, όμως, η πρώτη ιδέα, υπάρχει μέσα μου. Είναι μια εσωτερική ανάγκη αυτού που θέλω να πω.

Στο «Έξι λεπτά ακόμα» τι ήταν αυτό που ήθελες να πεις; Μετά το «Τρεις Σκάλες Ιστορίας» και το «Μαύρο Φλαμίνγκο», δύο αρκετά δύσκολα έργα, ένιωθα πως ήθελα να πάρω μια ανάσα, να γράψω για κάτι διαφορετικό. Τότε αναδύθηκε η εικόνα εκείνης της γυναίκας και δημιουργήθηκε το «Έξι λεπτά ακόμα», το οποίο εμπεριέχει πράγματα που απασχολούν εμένα, πιο εσωτερικά, και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά.  

Θα έλεγες ότι το «Έξι λεπτά ακόμα», ακουμπά περισσότερο πάνω σου; Ακουμπά, αλλά όχι περισσότερο ή λιγότερο, με άλλο τρόπο. Πάνω σε κάποιες αγάπες δικές μου, πιο παλιές, όπως το θέατρο. Το «Τρεις Σκάλες Ιστορία», παρότι μυθιστόρημα, έχει ένα ιστορικό υπόβαθρο που πραγματεύεται μία από τις πιο δύσκολες πτυχές του πολέμου, τους βιασμούς. Όλη αυτή η συνθήκη άγγιζε πολλά δικά μου εσωτερικά πράγματα. Ήμουν 11 χρονών τότε, και ο τρόπος που με επηρέασε όλη αυτή η συνθήκη της εισβολής, με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο το 2020, ήμουν 57 χρονών, αρκετά μεγάλος, αλλά ένιωθα την επίδραση του πολέμου μέσα μου. Θέλω να πω ότι σε κάθε βιβλίο υπάρχει ένα κομμάτι μου και σίγουρα υπάρχει και ένα κομμάτι των ενδιαφερόντων μου. Στο τελευταίο μου βιβλίο, υπάρχει ένα πολύ δικό μου κομμάτι, το οποίο δεν το ξέρει πολύς κόσμος. Σκέψεις και ανησυχίες εσωτερικές, δικές μου.

Φωτ. © Δημήτρης Δημητρίου

Στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λεμεσό, είχες πει ότι νεότερος ήθελες να γίνεις ηθοποιός. Είναι ένα όνειρο που έμεινε ανικανοποίητο; Ηθοποιός δεν ήθελα να γίνω, να σπουδάσω θέατρο ήθελα. Πάντα με γοήτευε η σκηνοθεσία, το θέατρο, το κλίμα που υπάρχει στις πρόβες. Είχα πάντα μία αγάπη για το θέατρο, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που το δημιουργεί. Η αλήθεια είναι ότι μου έμεινε απωθημένο. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή μου αν ακολουθούσα εκείνο τον δρόμο.

Η λογοτεχνία ήταν ένας τρόπος να ακουμπήσεις το θέατρο διαφορετικά; Το θέατρο και η λογοτεχνία είναι διαφορετικές τέχνες. Ήταν, αν θέλεις, μια φυσική συνέχεια της δημοσιογραφίας και της συγγραφής κειμένων, απλώς σε μεγαλύτερη φόρμα. Το θέατρο είναι κάτι άλλο. Τα μοναδικά σημεία που μπορεί να διασταυρώνονται με αυτό που κάνω εγώ, είναι το χτίσιμο χαρακτήρων, κάτι που αγαπώ πάρα πολύ και οι διάλογοι, οι οποίοι επίσης είναι ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει στα βιβλία μου. Σίγουρα, όμως, δεν είναι θέατρο.  

Δεν είναι θέατρο, αλλά μπορεί να γίνει… (Γέλια). Ναι, υπάρχει μια σκέψη για ένα βιβλίο μου να γίνει θεατρικό αλλά ακόμη δεν έχει προχωρήσει κάτι.

Ο χρόνος είναι ένα στοιχείο που πραγματεύεσαι έντονα στο βιβλίο. Τι είναι για εσένα; Εχθρός ή σύμμαχος; Είναι ένα μέγεθος με το οποίο αναμετριόμαστε στην πορεία της ζωής μας. Στην ηλικία που είμαι, θα χαρακτήριζα τη σχέση μου με τον χρόνο ενδιαφέρουσα. Βλέπω τον εαυτό μου πώς αλλάζει και αναθεωρώ πράγματα. Με απασχολεί, όμως, και η φθορά. Θα ήταν ψέμα αν σου πει κανείς το αντίθετο. Όχι από ματαιοδοξία αλλά σε πιο πρακτικό επίπεδο, κάτι που θεωρώ ανθρώπινο να συμβαίνει. Άρα, είναι ένα μέγεθος από το οποίο, εγώ τουλάχιστον, δεν είμαι αποστασιοποιημένος.

Γι’ αυτό και τον τοποθέτησες στην ιστορία του βιβλίου; Ήθελα να τον ερευνήσω και επέλεξα να το κάνω μέσα από από αυτό τον χαρακτήρα. Μια γυναίκα, η οποία μου θυμίζει ηρωίδα του Tennessee Williams, που βλέπει τη ζωή της μέσα από μία σειρά από γκρο πλαν. Και είδε τον εαυτό της «bigger than life». Άρα, της είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί με την έννοια της φθοράς του χρόνου. Αυτό μυθοπλαστικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Υπήρξε περίοδος που το ένιωσες αυτό; Να δεις τον εαυτό σου «bigger than life»; Έκανα ένα είδος δημοσιογραφίας που δεν είχε να κάνει με το star system της εποχής. Όσοι γράφαμε σε εφημερίδες και περιοδικά τότε, ήμασταν πιο γειωμένοι, δεν είχαμε την προβολή που σου έδινε η τηλεόραση. Κάνοντας, όμως, lifestyle δημοσιογραφία, σίγουρα υπήρξαν φάσεις που μπορούσες να παρασυρθείς, να πάρεις τα πράγματα πιο σοβαρά και να επιπλεύσεις στον αφρό. Προσωπικά, επειδή πάντα πατούσα σε δύο βάρκες, μπόρεσα να κρατηθώ και να μην παρασυρθώ από τη χρυσόσκονη.

Εκτός από τον χρόνο, όμως, στο βιβλίο πραγματεύεσαι και τη σιωπή. Είναι μια πράξη αντίστασης ή μια αναβολή της αλήθειας; Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές και διαφορετικές σιωπές. Υπάρχει, για παράδειγμα, η σιωπή της μάνας της πρωταγωνίστριας. Μια συμβιβασμένη σιωπή, μίας γυναίκας που επέλεξε να καταπνίξει τη φωνή της, για να ζήσει δίπλα σε έναν άντρα, μια ζωή που δεν ονειρεύτηκε ακριβώς.

Μια ανώδυνη σιωπή… Δεν είμαι βέβαιος αν είναι ανώδυνη. Μπορεί να είναι και επώδυνη. Ξέρεις, συνήθως ο βαθύς πόνος δεν φωνάζει.

Φωτ. © Δημήτρης Δημητρίου

Και η πρωταγωνίστρια, η «Μαρία Σάντα»τι είδους σιωπή επέλεξε; Η ηρωίδα στη φάση που άγγιξε την κορύφωση της καριέρας της, επέλεξε να αποσυρθεί από τα φώτα και να ζήσει στο βασίλειό της σιωπηλή, κάτι το οποίο εκτιμώ βαθιά στους ανθρώπους. Εάν κάποια στιγμή επιλέξουν να ζουν πιο σιωπηλά, σε πιο ουσιαστικούς, εσωτερικούς ρυθμούς. Να μην παρασύρονται από τη συνάφεια του κόσμου.

Η ηρωίδα του βιβλίου ακολουθεί τον έρωτά της στο εξωτερικό, θυσιάζοντας μια καριέρα στην Ελλάδα, όπως επιθυμούσε. Το να ερωτευόμαστε, σημαίνει εξ ορισμού ότι θυσιάζουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας; Ακούγεται λίγο μελοδραματικό, έτσι όπως το λες. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό ή αν είναι απλώς μια δικαιολογία, ώστε να επιρρίπτουμε ευθύνες γι’ αυτά που εμείς δεν καταφέραμε. Θα δανειστώ τον στίχο από τον «Αύγουστο» του Παπάζογλου που λέει, «Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό». Αξίζει να ζήσεις τον έρωτα και ας βγει και σε κακό. Να βγεις μπροστά για έναν έρωτα, να παθιαστείς, να τον ζήσεις. Αυτό μετρά πολύ περισσότερο από την όποια καριέρα ή επιτυχία.

Γιατί δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε και αναλωνόμαστε σε άλλα, πιο ευτελή; Επειδή ο έρωτας δεν έρχεται πάντα όταν μας βολεύει ή επειδή εμείς δεν τον αφήνουμε να έρθει. Πρέπει να σου πω ότι για πολλά χρόνια της ζωής μου με βάραινε περισσότερο η αγωνία της καριέρας. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα αναζητούσα την ησυχία μιας σχέσης. Να δώσω την ευκαιρία στον εαυτό μου να αλλάξω τις ισορροπίες των πραγμάτων και να εστιάσω σε πιο εσωτερικά πράγματα.

Νομίζω μάς κρατάει πίσω και ο φόβος τού να μην κάνουμε λάθος επιλογές… Πάντα θα υπάρχουν δικαιολογίες, για να αποφεύγουμε να ζήσουμε. Εναπόκειται στον καθένα μας και στις επιλογές που κάνουμε στη ζωή. Και να σου πω και κάτι, δικαιούμαστε να αλλάξουμε γνώμη, να κάνουμε λάθη και να μετατοπιστούμε μέσα στα χρόνια. Δικαιούμαστε να είμαστε ανακόλουθοι. Ποιος μάς επιβάλλει να μένουμε κολλημένοι σε πρόσωπα ή καταστάσεις, πέρα από τον εαυτό μας; Θεωρώ πως δεν πρέπει να συμβιβάζουμε τα όνειρα και το συναίσθημά μας. Στο τέλος της ημέρας, στον μόνο που έχουμε να λογοδοτήσουμε, είναι στον εαυτό μας.

Μπορούν, όμως, οι άνθρωποι να αλλάξουν στην πορεία της ζωής τους; Να αποβάλλουν από πάνω τους αρχές και αξίες που φέρουν από παιδιά και να μετατοπιστούν; Μα εγώ δεν αναφέρομαι στους αξιακούς κώδικες του κάθε ανθρώπου. Αντίθετα, θεωρώ πως οι αξίες και η ηθική που κουβαλάμε, οφείλουν να παραμένουν η σταθερά μας, αλλιώς χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα, όμως, απόψεις, θέσεις, καριέρα, φιλοδοξίες ή μη φιλοδοξίες, επιβάλλεται να αλλάζουμε, να εξελισσόμαστε. Είναι ελευθερία να μπορείς να «μετακινείσαι».

Γράφοντας το βιβλίο, ανακάλυψες πράγματα για εσένα που δεν ήξερες; Κάθε φορά που γράφω ένα βιβλίο συμβαίνει αυτό. Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια καταβύθιση στον εαυτό του συγγραφέα. Μέσα σε αυτή τη διαδρομή, καλείσαι να δημιουργήσεις ήρωες, να βάλεις κάποια υλικά, μερικά από τα οποία είναι δικά σου κομμάτια. Είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία η συγγραφή.

Απαντήσεις παίρνεις σε ερωτήματα που σε απασχολούν; Συνήθως δεν αποζητώ απαντήσεις από την τέχνη. Με ενδιαφέρει περισσότερο η διαδικασία της αναζήτησης, του προβληματισμού. Είτε από την πλευρά του δημιουργού είτε από την πλευρά του δέκτη, το ζητούμενό μου είναι να αγγίξει κάτι μέσα μου. Να φύγω από μία έκθεση ή μία παράσταση και να νιώθω ότι κάτι έγινε, ότι κάτι μου προσέθεσε.

Κλείνοντας αυτή τη συνάντηση, τι θα ήθελες να «πάρει» ο αναγνώστης που θα διαβάσει το «Έξι λεπτά ακόμα»; Ποτέ δεν μου άρεσε να υποδεικνύω το πώς θα νιώσει κάποιος ή τι πρέπει να καταλάβει, διαβάζοντας τα βιβλία μου. Η δική μου αγωνία είναι πάντα ο αναγνώστης να θέλει να πάει στην επόμενη σελίδα, να τελειώσει το βιβλίο με κέφι και όρεξη. Ξέρεις, δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι συμβαίνει αυτό. Απ’ εκεί και έπειτα, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον όταν έρχονται και μου λένε πώς ένιωσαν ή τι σκέφτηκαν, διαβάζοντας ένα μυθιστόρημά μου, γιατί τις περισσότερες φορές είναι τελείως διαφορετικό, απ’ αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου. Αυτό, με ενθουσιάζει!  

Styling: Shona Muir

Περιοδικό DOWNTOWN, 14.12.2025

Exit mobile version