Το 2026 αναμένεται να αποτελέσει καλή χρονιά για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όσον αφορά το κόστος δανεισμού. Όλες οι παράμετροι που καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων –όπως ο πληθωρισμός, η ανάπτυξη και οι δείκτες που μετρά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)– δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ΕΚΤ έχει ήδη χαράξει στρατηγική σταθεροποίησης των επιτοκίων στο 2% για όλο το επόμενο έτος, γεγονός που προμηνύει θετικές εξελίξεις για τους δανειολήπτες.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές που γνωρίζουν τα δεδομένα που αναλύονται στη Φρανκφούρτη, ο πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί κοντά στο 2% και το 2026. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν προβλέπεται να ξεφύγει από τη ζώνη ασθενικής ανάπτυξης όπου βρίσκεται σήμερα. Το τρίτο τρίμηνο του 2025 η ευρωζώνη κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, ελαφρώς υψηλότερο από τις αρχικές προβλέψεις. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, η άνοδος αυτή αποδίδεται κυρίως στην απότομη αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ στις αρχές του έτους, υπό τον φόβο επιβολής δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ. Αναμένεται επομένως διόρθωση της τάσης αυτής και υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης σε χαμηλότερα επίπεδα τους επόμενους μήνες. Τα δεδομένα αυτά εξηγούν τη στρατηγική της ΕΚΤ για διατήρηση των επιτοκίων σταθερών, ενώ το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης κάτω του 2% αποκλείεται προς το παρόν, εκτός εάν υπάρξει απότομη επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας – κάτι που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να βλέπει ότι ο πληθωρισμός, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, βρίσκεται στο στόχο της, αλλά πλέον βλέπει ως κατάλληλο μίγμα πολιτικής την αύξηση των επιτοκίων.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι επενδυτές στοιχηματίζουν πλέον σε πάνω από 50% πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2026, καθώς οι «περισσότερο αυστηρές» δηλώσεις της Isabel Schnabel, μέλους της ΕΚΤ, συνεχίζουν να ηχούν.
Τα σχόλιά της — που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα — ώθησαν τις αγορές να αρχίσουν να μειώνουν τις υπόλοιπες προβλέψεις τους για περαιτέρω χαλάρωση της ΕΚΤ, πυροδοτώντας αργότερα μια παρόμοια ανατιμολόγηση σε όλο τον κόσμο. Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Francois Villeroy de Galhau, αντέδρασε την Τετάρτη στις δηλώσεις της Schnabel, δηλώνοντας στο ραδιοφωνικό σταθμό Europe 1 ότι «όπως φαίνεται σήμερα, δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος να προβλέψουμε αύξηση των επιτοκίων στο εγγύς μέλλον, σε αντίθεση με ορισμένες φήμες και εικασίες που μπορεί να έχουν ακουστεί».
Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Gediminas Simkus, δήλωσε ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, καθώς η οικονομική δραστηριότητα και ο πληθωρισμός αποδείχθηκαν ισχυρότερα από το αναμενόμενο.
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Λιθουανίας δήλωσε την Τρίτη ότι οι κίνδυνοι επιβράδυνσης που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη των 20 χωρών έχουν υποχωρήσει, επικαλούμενος στοιχεία όπως η πρόσφατη ανοδική αναθεώρηση του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου.
«Έχουμε ένα ποσοστό πληθωρισμού που είναι σχεδόν κοντά στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη αλλαγής των επιτοκίων — όχι μόνο στην επόμενη συνεδρίαση τον Δεκέμβριο, αλλά και σε μελλοντικές συνεδριάσεις», δήλωσε ο Simkus σε συνέντευξη στο Βίλνιους.
Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν μια αλλαγή στάσης για τον Simkus, ο οποίος τον Οκτώβριο είχε δηλώσει ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ο πληθωρισμός να υπολείπεται του στόχου της ΕΚΤ για 2% παρά να τον υπερβεί, προτρέποντας τους συναδέλφους του στο διοικητικό συμβούλιο να μην αποκλείσουν μια ένατη μείωση του κόστους δανεισμού σε αυτόν τον κύκλο.
Για την Πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ, το ζητούμενο είναι να αποτυπώσει την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των μελών ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία υποχωρούν, χωρίς να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι οι αυξήσεις πλησιάζουν, σύμφωνα με τον Γιαν φον Γκέριχ, επικεφαλής στρατηγικό αναλυτή της Nordea.


