Του David Blackmon
Οι ΗΠΑ ίσως βρεθούν αντιμέτωπες με την πιο σοβαρή ενεργειακή κρίση των τελευταίων δεκαετιών, λόγω της μακροχρόνιας εξάρτησής τους από τις εισαγωγές σπάνιων γαιών. Ο περιορισμός στις εξαγωγές τέτοιων ορυκτών που ανακοίνωσε η Κίνα την προηγούμενη εβδομάδα θέτει ενδεχομένως τις ΗΠΑ και την παγκόσμια κοινότητα ενώπιον της πρώτης παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης από την εποχή που το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου προκάλεσε την εκτίναξη των τιμών του αργού.
Το κινεζικό Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε στις 9 Οκτωβρίου την επιβολή αυστηρών περιορισμών, με ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου, σε οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να εξάγει ορυκτά σπάνιων γαιών που εξορύσσονται ή επεξεργάζονται στην Κίνα. Κάνοντας αναφορά ότι τα υλικά αυτά έχουν εξαχθεί από τρίτες χώρες σε άλλες για να χρησιμοποιηθούν σε στρατιωτικές εφαρμογές, το Πεκίνο επικαλέστηκε λόγους εθνικής ασφάλειας για να δικαιολογήσει την κίνησή του.
“Η Κίνα, ως υπεύθυνη μεγάλη χώρα, εφαρμόζει ελέγχους στις εξαγωγές σχετικών ειδών σύμφωνα με τον νόμο, προκειμένου να υπερασπιστεί καλύτερα την παγκόσμια ειρήνη και την περιφερειακή σταθερότητα και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για τη μη διάδοση όπλων κ.ά.” είπε εκπρόσωπος του Υπουργείου.
Για να προσθέσει σχολιάζοντας την απόφαση του Πεκίνου: “Η Κίνα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την παγκόσμια κοινότητα και να ανταλλάξει απόψεις για τον έλεγχο των εξαγωγών, προκειμένου να προστατεύσει καλύτερα την ασφάλεια και τη σταθερότητα της παγκόσμιας βιομηχανικής και εφοδιαστικής αλυσίδας”.
Αντιδράσεις στις ΗΠΑ
Οι αντιδράσεις στις ΗΠΑ ήταν άμεσες και έντονες. Όλοι οι δείκτες του αμερικανικού χρηματιστηρίου —που διαπραγματεύονταν σε θετικό έδαφος στις αρχικές συναλλαγές της Παρασκευής— πέρασαν στο “κόκκινο”, με τον Nasdaq να κατρακυλά άνω των 800 μονάδων στο τέλος της συνεδρίασης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ απάντησε στην περιοριστική κίνηση της Κίνας με μια ανάρτηση στο Truth Social, σημειώνοντας ότι “συμβαίνουν κάποια πολύ περίεργα πράγματα στην Κίνα”. Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε πρόσθετους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές. “Με βάση το γεγονός ότι η Κίνα έχει λάβει αυτή την άνευ προηγουμένου θέση, και μιλώντας μόνο για τις ΗΠΑ και όχι για άλλες χώρες που απειλήθηκαν με παρόμοιο τρόπο, από την 1η Νοεμβρίου 2025 (ή νωρίτερα, ανάλογα με τυχόν περαιτέρω ενέργειες ή αλλαγές που θα κάνει η Κίνα), οι ΗΠΑ θα επιβάλουν στην Κίνα επιπλέον δασμούς 100% σε σύγκριση με αυτούς που ισχύουν τώρα”, έγραψε.
Ο Τραμπ επανήλθε στο Truth Social την Κυριακή 12 Οκτωβρίου, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τα πνεύματα. “Μην ανησυχείτε για την Κίνα”, έγραψε, “όλα θα πάνε καλά! Ο αξιοσεβαστός πρόεδρος Σι απλώς είχε μια κακή στιγμή. Δεν θέλει να περάσει σε ύφεση η οικονομία της χώρας του, ούτε και εγώ. Οι ΗΠΑ θέλουν να βοηθήσουν την Κίνα, όχι να τη βλάψουν!!!”
Το πιο ήρεμο ύφος του Τραμπ μπορεί να οφειλόταν στη συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Τη Δευτέρα ο Dow ενισχύθηκε άνω των 400 μονάδων. Ωστόσο, αν “όλα θα πάνε καλά” αναφορικά με την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση σπάνιων γαιών μένει να απαντηθεί.
Τα μέτρα περιορισμού της Κίνας για τις σπάνιες γαίες
Μια επικείμενη κρίση κυοφορείται εδώ και καιρό. Η ανακοίνωση της Κίνας τον Οκτώβριο ήταν απλώς η τελευταία από μια σειρά κινήσεων που έγιναν το τελευταίο έτος για τον περιορισμό των εξαγωγών και του παγκόσμιου εμπορίου των σπάνιων γαιών.
Την 1η Οκτωβρίου 2024, το Πεκίνο επέβαλε περιορισμούς σε μη κινεζικές εταιρείες που προσπαθούσαν να αγοράσουν σπάνιες γαίες που εξορύσσονται και/ή επεξεργάζονται στην Κίνα. Οι περιορισμοί αφορούσαν κυρίως τους κατασκευαστές ημιαγωγών, αλλά είχαν αντίκτυπο και σε άλλους κλάδους.
Τον Δεκέμβριο του 2024 η κυβέρνηση του Σι απαγόρευσε τις εξαγωγές γερμανίου, γαλλίου και αντιμονίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απαγόρευση, που παρουσιάστηκε ως αντίμετρο στους ελέγχους των εξαγωγών προηγμένων τσιπ και τεχνολογίας από τις ΗΠΑ, ανάγκασε τους μεγάλους εργολάβους της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας ΗΠΑ να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού. Αυτό αποκάλυψε την αδυναμία του αμερικανικού στρατού όσον αφορά τις διαδικασίες προμηθειών. Οι περιορισμοί έφεραν κλυδωνισμούς στις παγκόσμιες αγορές, προκαλώντας άνοδο των τιμών.
Η επόμενη κλιμάκωση από πλευράς Πεκίνου ήρθε τον Απρίλιο του 2025, όταν η κυβέρνηση επέβαλε ευρύτερους ελέγχους στις εξαγωγές επτά σπάνιων γαιών: των σαμάριου, γαδολινίου, τερβίου, δυσπροσίου, λουτετίου, σκάνδιου και υττρίου, καθώς και μαγνητών που παράγονται από αυτά και οι οποίοι χρησιμοποιούνται σε μαχητικά αεροσκάφη, ανεμογεννήτριες και ηλεκτρικούς κινητήρες.
Όλες αυτές οι κινήσεις της Κίνας προκάλεσαν αντίποινα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, τόσο υπό την προεδρία του Μπάιντεν όσο και υπό του Τραμπ. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης Σι την περασμένη Πέμπτη και η απάντηση του Τραμπ αποτελούν τις τελευταίες κινήσεις σε μια γεωστρατηγική παρτίδα σκάκι που παίζεται εδώ και έναν χρόνο, φέρνοντας τον κόσμο στο χείλος μιας μεγάλης ενεργειακής κρίσης.
Οι σπάνιες γαίες δεν είναι όντως σπάνιες
Ένας από τους μύθους για τις σπάνιες γαιών είναι ότι είναι… σπάνιες. Δεν είναι. Πολλές χώρες, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, διαθέτουν μεγάλα αποθέματα που περιμένουν να εξορυχθούν. Η διαδικασία αδειοδότησης για νέα ορυχεία στις ΗΠΑ συχνά διαρκεί περισσότερο από μια δεκαετία. Θα μπορούσε να επιταχυνθεί η διαδικασία αδειοδότησης με ένα προεδρικό διάταγμα εθνικής ενεργειακής έκτακτης ανάγκης, μια κίνηση που ο Τραμπ έχει αναφέρει επανειλημμένα.
Ακόμα και αν επιταχυνθεί η διαδικασία, τα νέα ορυχεία θα έπρεπε να λειτουργήσουν για χρόνια πριν αρχίσουν την παραγωγή, και αυτό υπό ιδανικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών των ΗΠΑ δεν μπορεί να επιτευχθεί σε λίγες εβδομάδες ή μήνες. Σε έναν κόσμο όπου η Κίνα παράγει τα δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς και ελέγχει πάνω από το 80% της παραγωγικής ικανότητας, αυτό είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας που θα μπορούσε να μείνει ανεπίλυτο για πολλά χρόνια.
Ζήτημα, βέβαια, που δεν προέκυψε ξαφνικά, αλλά χτίζεται επί δεκαετίες. Όπως είπε τον Οκτώβριο του 2021 ο CEO της εταιρείας εξόρυξης βολφραμίου Almonty, Lewis Black, τα δυτικά κράτη χώρες αποφάσισαν συνειδητά να αποσυρθούν από τον τομέα της εξόρυξης σκληρών πετρωμάτων ως απάντηση στο περιβαλλοντικό κίνημα της δεκαετίας του 1970, παραχωρώντας σκόπιμα το πεδίο δράσης στην Κίνα και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Εκείνη την εποχή, οι κυβερνήσεις Κάρτερ και Ρήγκαν το είδαν ως έναν “γάμο συμφέροντος” που θα επέτρεπε σε αυτές τις ανεπτυγμένες χώρες να συνεχίσουν να καθαρίζουν τον αέρα και το νερό τους, μεταφέροντας απλώς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την εξόρυξη, την επεξεργασία και τη διύλιση στην Κίνα, όπου θα ήταν μακριά από τα μάτια και, πιθανώς, από το μυαλό του αμερικανικού λαού. Αλλά την πόρτα των ΗΠΑ.
Πού πάει το γεωπολιτικό παιχνίδι αποδώ και πέρα;
Ο Μπάιντεν φάνηκε να αναγνωρίζει το πρόβλημα όταν, τον Ιούνιο του 2021, ο δήλωσε σε ομιλία του ότι θα δεσμεύσει την κυβέρνησή του σε μια “ολιστική” προσέγγιση για να απελευθερώσει τις ΗΠΑ από την εξάρτησή τους από τις εφοδιαστικές αλυσίδες όπου κυριαρχεί η Κίνα. Τη δέσμευση Μπάιντεν δεν ακολούθησε κάποια αξιοσημείωτη δράση, και το ζήτημα έμεινε να αντιμετωπιστεί από μελλοντικές κυβερνήσεις.
Από τον Ιανουάριο που ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα, ο Τραμπ, συνειδητοποιώντας ότι το Κογκρέσο δύσκολα θα δράσει αποτελεσματικά, έδωσε έμφαση στη λήψη μέτρων από την εκτελεστική εξουσία προκειμένου να απλοποιηθούν οι ομοσπονδιακές διαδικασίες αδειοδότησης για ενεργειακά projects. Η προσπάθεια αυτή διευθύνεται από το νεοσύστατο Συμβούλιο Ενεργειακής Κυριαρχίας του Τραμπ, υπό την προεδρία του υπουργού Εσωτερικών Νταγκ Μπουργκούμ, στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ, ο υπουργός Μεταφορών Σον Ντάφι και ο διοικητής της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος Λι Ζέλντιν
Το Πεντάγωνο έχει συνάψει μια σειρά συμφωνιών τους τελευταίους μήνες για την αγορά μετοχών σε εταιρείες εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών. Η αρχή έγινε με την MP Materials -με έδρα την Καλιφόρνια- τον Ιούλιο. Η MP Materials είναι σήμερα ο μεγαλύτερος επεξεργαστής σπάνιων γαιών στις ΗΠΑ και θα προσπαθήσει για να διπλασιάσει την παραγωγική της ικανότητα στο πλαίσιο της επένδυσης της κυβέρνησης που αγόρασε μερίδιο 15%.
Η κυβέρνηση Τραμπ φέρεται επίσης να έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για να επενδύσει στην εταιρεία εξόρυξης Tanbreez, στην ακτή της Γροιλανδίας. Επιπλέον, το Reuters ανέφερε τον Αύγουστο ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει την ανακατανομή 2 δισ. δολαρίων από τα κεφάλαια του νόμου CHIPS σε πρόσθετες επενδύσεις για τις κρίσιμες ενεργειακές ανάγκες των ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί η συνάντηση Τραμπ-Σι σε λίγες εβδομάδες, είναι προφανές ότι η ενεργειακή εξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα δεν είναι βιώσιμη. Θα χρειαστούν πολλές ακόμη στρατηγικές κινήσεις από την Ουάσινγκτον και την αμερικανική βιομηχανία για να απελευθερωθούν πλήρως οι ΗΠΑ από την κυριαρχία της Κίνας σε όλους τους τομείς των σπάνιων γαιών. Η κυβέρνηση Σι έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας και μακρά ιστορία στη λήψη επιθετικών μέτρων για την προστασία της κυριαρχίας της. Επομένως, το “γεωπολιτικό σκάκι” είναι βέβαιο πως θα συνεχιστεί —και πιθανόν θα κλιμακωθεί— τους επόμενους μήνες και χρόνια.
Forbes