28 Ιουνίου, 2025
4:18 μμ

Πάντα αισθανόμουν δέος -μία περίεργη μεταφυσική έλξη- σε κάτι του οποίου ουδέποτε υπήρξα συνοδοιπόρος, αλλόφρων κι εραστής– πόσο μάλλον φανατικός και «κάτοικος» των πιο σκληροπυρηνικών του κυττάρων: Στο ροκ (όχι, δεν ήταν «σουξέ» παρεξηγημένο το «σιγά μην φοβηθώ, σιγά μην κλάψω» που πήρε άλλη υπόσταση στα χείλη του πιο χιπστερικού στοιχείου της πόλης εν καιρώ διαδηλώσεων– ήταν η ατόφια αλήθεια του Αγγελάκα και μιας συνεπούς σε όλα της παρέας που, προς τιμήν τους, δεν άλλαξε στο παραμικρό μέσα στα χρόνια).

Σε ό,τι στο εξωτερικό ίσως να θεωρείται ένα όχι εμβληματικό σύνθημα αλλά πράξη το «sex, drugs and rock n’ roll», στην Ελλάδα της ψευδοκουλτούρας των ‘80s -που πάντα κράσαρε επικίνδυνα ανάμεσα στο «αυθεντικό» και στο «ντεμέκ»-, μερικές ομάδες και άτομα κατάφερναν αποφεύγοντας ξένα κλισέ, να βγάζουν απ’ το σωρό διαμάντια – για παράδειγμα, οι «Πυξ Λαξ» του Μάνου, του Φίλιππου, του Μπάμπη, κι όσοι ανήκαν πάντα σ’ αυτούς.

Ο Βασίλης Καρράς μου περιέγραφε κάποτε, σε μια συνέντευξή μας, τη στιγμή που του είχε έρθει σε κασέτα για να τσεκάρει και να τραγουδήσει το εμβληματικό «Άστην να λέει» – ήταν ένα τραγούδι που σχεδόν είχε αποστραφεί με βδελυγμία στην αρχή ως «μοντερνιά» (οπωσδήποτε «το κοινό» προκαθόριζε ακόμη και την δική του λαϊκότητα, το υπολανθάνον ένστικτο εκείνο που -ευτυχώς!- δεν θα έκανε το «μοιραίο» λάθος να μην τολμήσει κάτι πέρα από το γλυκανάλατο «σ’ αγαπώ» σε πενιά, γαρύφαλλο και μπουζούκι), αλλά τελικά «πείστηκε» από τον τότε παραγωγό του για να το πει – λίγο στη ζούλα: «Ας πάει στα κομμάτια!».

Κι έτσι, σ’ ένα στούντιο, μετά την πρωινή πτήση Θεσσαλονίκη-Αθήνα αφού επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο αμέσως μετά από άλλη μία νύχτα ξελογιάστρα της πίστας και του γαρύφαλλου στα πόδια, με (πολύ) ουίσκι και τσιγάρο στο χέρι μπροστά απ’ το μικρόφωνο, είπε μία κι έξω το τραγούδι εκείνο που τον μετέθεσε από το υπνοδωμάτιο της δισκογραφίας του με κάτι λούμπεν τύπους που περπατούσαν ξυπόλητοι στα πλακάκια, στα σαλόνια και στην αποθέωση από «περίεργους» μακρυμάλληδες με σκουλαρίκια και τατουάζ στο λαιμό που βόλταραν συχνά στην πλατεία Εξαρχείων – στον σκληρό πυρήνα που άκουγε Άσιμο, Σιδηρόπουλο και «Μωρά στη φωτιά».

Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή μια συνέντευξη του κορυφαίου αυτής της άλλης μεριάς της μουσικής (με τα πιο ορίτζιναλ παιδιά – κοινό και τραγουδιστές), Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και μιας παλιάς συνάντησής μου με τον Μπάμπη Στόκα που μου ζήτησαν άδεια για μερικά λόγια του κάποιοι συνεργάτες του πριν από λίγες μέρες για ένα βιβλιαράκι που του ετοιμάζουν, σ’ ένα μικρό καμαρίνι, στην Αθήνα, τότε που τραγουδούσε με τους μακαριστούς Δημήτρη Μητροπάνο και τον Μανώλη Λιδάκη, πιο συνειδητοποιημένος από κάθε άλλη φορά στα υπέροχα «ταξίδια» που προηγήθηκαν– καθόλου κουρασμένος, αλλά περισσότερο μοναχικός: «Εγώ είμαι την άποψης, όταν βλέπεις την επιτυχία να φεύγεις και όταν βλέπεις την αποτυχία να γυρνάς. Γιατί η περίοδος της αποτυχίας, είναι η περίοδος της αλήθειας! Εκεί θα δεις ποιοι σε αγαπάνε και ποιοι σου χτυπάνε την πλάτη. Τις αποτυχίες μου, λοιπόν, όποτε συνέβαιναν, αν και δύσκολες, τις αγαπάω! Όταν είσαι happy και φορτωμένος στα λεφτά, δεν καταλαβαίνεις τίποτα – το πολύ πολύ να έχεις περισσότερες γυναίκες στο πλευρό σου ή να κάνεις πιο πολλές βόλτες, αλλά αυτή δεν είναι μία περίοδος που πραγματικά θα πάρεις κάτι. Και αυτό δεν σε βοηθάει ούτε στο τραγούδι, ούτε στην Τέχνη – την πραγματική. Μέσα από τη θλίψη, βγαίνει η ομορφιά! Εμένα με τρομάζει η επιτυχία – και ευτυχώς η δική μας, τότε με τους “Πυξ Λαξ”, δεν έγινε ξαφνικά. Είμαστε χύμα τώρα, δεν θα ήμασταν χύμα τότε;».

Πριν από κάποια χρόνια, ο Γιώργος Σαββινίδης είχε κάνει μία εκπληκτική συνέντευξη στον κορυφαίο Παύλο Παυλίδη που παραμένει ποιητικός, ευαίσθητος και όμορφος πολύ, σαν εκείνο το άπιαστο που ποτέ δεν λογαριάζεται για εντελώς «δικό σου» αλλά πάντοτε -από τις παρυφές του- κάνει πως του ξεφεύγει κάτι – για να ‘χει νόημα το πεπραγμένο που συμβαίνει εντός. Έχω κόψει εκείνη τη συνέντευξη απ’ την εφημερίδα και τη φύλαξα σ’ ένα ντοσιέ. Κι ανατρέχω σ’ αυτήν με διάφορες αφορμές– όπως λόγω της διαφήμισης που άκουσα για την εμφάνιση του Παυλίδη στο θεατράκι των Λυμπιών στις 18/6. Κι ήταν σαν κάτι να με ξύπνησε πάλι!

Κι έβαλα στο Spotify εκείνη τη μυστηριακή για χρόνια «Λευκή καταιγίδα»: «Την πρώτη φορά ήταν σαν να ‘χε αρπάξει φωτιά / κάπου μέσα βαθιά, κάτι μες την ψυχή μου / κοιτούσα τις φλόγες κι αυτόν τον αέρα μακριά / να αλλάζει αργά, τις σκιές της ερήμου…». Περπάτησα στην σαραβαλιασμένη λεωφόρο Μακαρίου με τον υψωμένο ουρανοξύστη που περιμένει πώς και πώς τον επαναβιασμό της σε δρόμο κυκλοφορίας οχημάτων, μπήκα στην Πινδάρου των νέων μαγαζιών -των μικρών αγγέλων και μεγάλων διαβόλων στις ταμπέλες της- και δυνάμωσα την ένταση στ’ ακουστικά: «Από τότε περάσανε χρόνια, κυλήσαν νερά / όμως κάπου βαθιά, η φωτιά καίει ακόμη…».

Κάποτε ήταν Αυτός. Πιο πριν ο Βασίλης. Παράλληλα, και κάποιοι από αυτούς που προανέφερα. Σήμερα (αν και ενός άλλου πεδίου μουσικής) είναι ο ΛΕΞ! Ένας μεσήλικας- πιτσιρικάς που «ξεπουλάει» την ίδια μέρα ανακοίνωσης των live του (στην Νέα Σμύρνη, ή τώρα στο ΟΑΚΑ) όλα του τα εισιτήρια μέσα σε λίγες ώρες – χωρίς καμία απολύτως διαφήμιση ή αφισοκόλληση παρά μόνο με μία ανάρτηση της παραγωγής στο Instagram. Χωρίς καμία προβολή και χωρίς καμία συνέντευξη (δεν δίνει συνεντεύξεις ο ΛΕΞ, παρά μόνο για πολύ συγκεκριμένα θέματα, όπως κάποτε που μίλησε για την κατάθλιψη στο podcast του Άρη Δημοκίδη).

Είναι βέβαιο, λοιπόν, πως υπάρχει εκεί έξω ένα κοινό που τα media ποτέ δεν υπολογίσαμε, αλλά είναι αυθύπαρκτο και σφυρηλατημένο από μπετόν στην αισθητική και στις απόψεις που έχει· ένα κοινό που κανείς δεν χαλιναγωγεί κι έχει υπόκωφο ουρλιαχτό. Θυμάμαι, όταν είχαμε βρεθεί με την Χαρούλα Αλεξίου για τη συνέντευξή μας για τα «Ελεύθερα» στην Ιπποκράτους, πριν από ενάμιση χρόνο, της είχα χαρίσει ένα βιβλίο για τον «ποιητή» της ραπ που είχα βρει λίγες ώρες πριν στον Ιανό (με αφορμή το ντουέτο τους «Φύγε» από το «Reworks» της ιέρειας, το αγόρασα για εκείνην)– η Χαρούλα χάρηκε σαν μωρό κι έβγαλε αυτή την φωτογραφία που βλέπετε για το Instagram της· για να τιμήσει κι εκείνον και την εποχή και τα νέα παιδιά (κι αυτό που λάμπει, αλλά κάνουμε πως δεν βλέπουμε).

«Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα.

Τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα.

Ρώτησε τ’ αδέρφια μου ένα-ένα.

Δεν έχουν τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα!»

Το μπιτ έσταζε ζέστη στ’ αφτιά μου στον Ιούνιο της μελαγχολικής Λευκωσίας, στα χαμηλόφωνα του Παύλου και στα ραπαρίσματα του ΛΕΞ εναλλάξ, και λίγα δάκρυα με μεταμόρφωναν σε μελό σε ό,τι έκαναν ξανά την καρδιά μου να χτυπάει πάλι άρρυθμα για όλα μας τα ματαιωμένα που υπενθυμίζονταν εν καιρώ πολέμων και «πολέμων»…

Ελεύθερα, 22.6.2025

Exit mobile version