Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.
Αν δεν ήταν οι αφόρητες θερμοκρασίες, θα εισηγούμουν οι παραστάσεις το καλοκαίρι στο Κούριο να άρχιζαν στις 8μ.μ. ή και νωρίτερα. Λίγο φυσικό φως στο ειδυλλιακό τοπίο θα δημιουργούσε από μόνο του ένα σκηνικό απλησίαστο για κάθε σκηνογράφο.
Ακόμη κι έτσι, όμως, το θαύμα λειτουργεί. Ευτυχώς, στις 2 Αυγούστου, ο καιρός ήταν επιεικής μαζί μας, αντέχαμε και χωρίς βεντάλιες, σχεδόν ένιωθες μια απαλή καλοκαιρινή δροσιά να αγκαλιάζει θεατές και σκηνή. Ο φλοίσβος των κυμάτων συνομιλούσε με τις παύσεις κι όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, με μόνη ίσως παραφωνία τις εκρήξεις από τα πυροτεχνήματα που κάποιος εκεί τριγύρω αποφάσισε να ρίξει. Με λίγη καλή θέληση κι αν όλα κυλούν όπως πρέπει, ακόμη κι αυτό μπορεί να το δει κανείς ως μέρος της εμπειρίας. Αν είναι καλός ο μύλος, όλα τα αλέθει. Έτσι, το κοινό, άνετο και δεκτικό, ανταπέδωσε στο τέλος όρθιο με χειροκροτήματα και επευφημίες.
Η πρόταση του Δημήτρη Τάρλοου απέφυγε την παγίδα του μνημειώδους, προτιμώντας τη λεπτομέρεια: καθαρή εκφορά λόγου, σαφής ρυθμός, δουλεμένες σχέσεις μεταξύ των προσώπων. Η Ηλέκτρα αυτή δεν λανσάρει κάποιο ριζοσπαστικό σχίσμα με τη θεατρική παράδοση. Ο σκηνοθέτης την ξαναδιαβάζει με σεβασμό, προσωπική ματιά και αισθητική τόλμη. Το βάπτισμα του πυρός στο «άβατο» του αρχαίου δράματος είναι προσεκτικό αλλά ώριμο, μετρημένο και πειθαρχημένο.
Μπορεί ο Τάρλοου να παραδέχεται ότι θα προτιμούσε να δουλέψει με μια νέα μετάφραση, που θα γινόταν ειδικά γι’ αυτόν, όμως η πρώτη κομβική και αμέσως αισθητή επιλογή του είναι η ριζική πίστη στη ραχοκοκαλιά του κειμένου. Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παράστασης και η σκηνοθετική ανάγνωση επενδύει στη διαύγεια του έργου, αποφεύγοντας παρεκκλίσεις εντυπωσιασμού που θα αλλοίωναν την τραγική πυκνότητα.
Αντλώντας από τα υπόγεια στρώματα του ραφιναρισμένου κειμένου, αποφεύγει να αυθαιρετήσει δημιουργικά και επιτρέπει στον αρχαίο λόγο να συναντήσει το σύγχρονο αυτί για να του ψιθυρίσει αιώνιες αλήθειες. Η εν τω βάθει ποιητική ουσία δεν προκύπτει από την αριθμητική των στίχων, αλλά από την ικανότητα αναγνώρισης του τι μπορεί να λειτουργήσει στο σημερινό δραματικό ασυνείδητο, εκεί όπου η γλώσσα δεν είναι μόνο ήχος ή έννοια, αλλά τραύμα και παρηγοριά. Έτσι, υποθέτω, θα έπρεπε να εκκινεί κάθε νέα πρόκληση- πρόσκληση να επανεπεξεργαστεί κανείς έναν μύθο: να μην τον βλέπει ως κειμήλιο, αλλά ως παλμική, εύφλεκτη ύλη.
Η επιλογή αυτή λειτουργεί με το σχήμα από έξω προς τα μέσα, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει ένα πλαίσιο ελευθερίας για λιτές παρεμβάσεις που λειτουργούν ως σχολιασμός κι όχι ως επίδειξη. Η γραμμή προτιμά την εσωτερική ένταση, σέβεται την αρμονία λόγου- σώματος- χώρου, προσφεύγει συχνά σε φορτισμένα ταμπλό βιβάν, που επιτρέπουν στη ροή να ανταποκριθεί στο φιλοσοφικό βάρος. Στάσεις, κινήσεις, εξάρσεις αποδίδονται με σαφή χορογραφική δομή και είναι προϊόν μελετημένου κινησιολογικού σχεδιασμού.
Η συνεργασία με τη χορογράφο Μαρκέλλα Μανωλιάδη όσο και τη δραματουργό Έρι Κύργια εστιάζει στη διαχείριση της χορικής παρουσίας, αλλά όχι ως απλού αφηγηματικού μεσάζοντα ή ως απρόσωπου κοινωνικού σώματος αλλά ως μικρογραφία κοινότητας, όπου η συλλογική φωνή δεν καταργεί την ατομική χροιά.
Τα μέλη συντονίζονται σε ενιαίο ρυθμό, αλλά ο λόγος δεν εκφέρεται σαν ομοβροντία. Αντίθετα, μοιάζει να διαθλάται μέσα από προσωπικές μνήμες, φόβους, ελπίδες. Η χρωματική παλέτα των ενδυμάτων που σχεδίασε ο Πάρις Μέξης δεν υπακούει σε αυστηρή ομοιομορφία μεταφέροντας το βλέμμα σε διαφορετικούς τόνους, διαβαθμίσεις και αποχρώσεις. Κάθε κοστούμι είναι φορέας μιας μικρής, σιωπηλής βιογραφίας και το σύνολο αποκτά την όψη μιας ζωντανής ταπισερί, όπου κάθε νήμα έχει δική του υφή και χρώμα, αλλά όλα μαζί «πλέκουν» το ίδιο ύφασμα.
Το περιβάλλον αποπνέει μια σκληρή γεωμετρία και μια περίτεχνη αφαιρετικότητα. Δεν επιβάλλεται στον χώρο, αλλά είναι υπαινικτικό. Βασικά, αρκείται να προσελκύει το βλέμμα στην κεκλιμένη είσοδο του υπό κατάρρευση ανακτόρου, με δύο ορθάνοιχτα κυανά παραθυρόφυλλα και μια ελικοειδή σκάλα, την κρυφή κάτω πλευρά της οποίας χρησιμοποιεί η μαυροφορούσα Ηλέκτρα ως καταφύγιο αλλά και ορμητήριο. Ο μύθος αποτυπώνεται μέσα από ένα φιλμικό πρίσμα και παραπέμπει λειτουργικά στο αίτημα του σκηνοθέτη για ένα «ελληνικό» αισθητικό ιδίωμα, με νιφάδες ευθείων αναφορών στον λαϊκότροπο εξπρεσιονισμό του Κουν.
Η αέρινη όσο και εκκωφαντική εμφάνιση του Πυλάδη του Περικλή Σιούντα, μοιάζει με την ανάσα του πεπρωμένου. Δεν αρθρώνει λέξη αλλά μοιάζει να κινεί τα νήματα. Η επεμβατική του μεταμόρφωση στην πορεία σε θεό με τη μορφή ενός ημίγυμνου φαντάρου με τρομπόνι- εικόνα απευθείας βγαλμένη από πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη- είναι ανταγωνιστική και ανατρεπτική. Συνυπάρχει με τη συγκρατημένη γραμμή της συνολικής προσέγγισης και ενίοτε την ανατρέπει παιχνιδιάρικα. Προκαλεί ένα άλμα στο θεατρικό χρόνο που ξυπνά την αμηχανία και συγχρόνως την αισθητική αναγνώριση. Μια οικειότητα καταδικασμένη να λειτουργήσει ακόμη κι αν ενίοτε μοιάζει «επιθετική» και «φορεμένη. Είναι μια εφαρμογή ταυτόσημη με τον πυρήνα της όλης σύλληψης.
Η μουσική επένδυση της παράστασης από τον Φώτη Σιώτα ακολουθεί αργές αρμονικές διελεύσεις και υποβλητικά ηχοχρώματα και μοιάζει σαν να προετοιμάζει την κορύφωση του χορικού με τη θεϊκή εμφάνιση στην κορυφή της σκάλας. Η ζωντανή παρουσία επί σκηνής του ίδιου, που έπαιζε βιολί και επεξεργαζόταν ηλεκτρονικά σε πραγματικό χρόνο το ηχοτοπίο, μαζί με τον τσελίστα Τάσο Μισυρλή, αποτελούσε έναν ενεργό πόλο δράσης.
Οι ερμηνείες είναι εμφανώς δουλεμένες και κινούνται σε κοινή γραμμή, επιφορτισμένες με εσωτερικές συγκρούσεις, πάθος και δραματική ένταση. Άλλος ερμηνευτικός τόνος αναλογεί στον Παιδαγωγό του Γιάννη Αναστασάκη, που διαφοροποιείται από το συνολικό ύφος της παράστασης με μια πιο ασθματική και νευρική προσέγγιση. Δεν μιλάμε ωστόσο για παραφωνία, αλλά για μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη, μια «πινελιά» που εμπλουτίζει τον καμβά του ψυχολογικού παιχνιδιού.
Το κυρίως ερμηνευτικό σύνολο, με Λουκία Μιχαλοπούλου (Ηλέκτρα), Ιωάννα Παππά (Κλυταιμνήστρα), Αναστάση Ροϊλό (Ορέστης), Γρηγορία Μεθενίτη (Χρυσόθεμις) κινείται με αξιέπαινα αποδομένη δυναμική στην αναπνοή, την τεχνική, τον ρυθμό. Η σκηνοθετική δουλειά προκρίνει μια «ερμηνευτική συμπύκνωση» με ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες «εκρήξεις». Ο Αίγισθος του Νικόλα Παπαγιάννη εμφανίζεται ενδυματολογικά και κινησιολογικά παράταιρος, σχεδόν με αέρα από μηχανής θεού, για να οδηγήσει στη λύση μέσω της ίδιας του της καταστροφής.
Ο Τάρλοου ακολουθεί μια μετρική στρατηγική με σαφή πλεονεκτήματα, που παρά το γεγονός ότι εντάσσει ομαλώς συστατικά από το πολύ προσωπικό του αρχείο μνήμης, μοιάζει άκρως ασφαλής και προσεκτική. Είναι λες και επιθυμεί να συστηθεί εκ νέου στο κοινό προκειμένου να περάσει αναίμακτα στην απαιτητικότερη από τις «πίστες»: αυτή του αρχαίου δράματος. Δεν εισέρχεται με τα τσαρούχια στο πεδίο. Η διέλευση είναι επιτυχής και φαίνεται ότι θα έχει σύντομα συνέχεια.
Ελεύθερα, 10.8.2025