Το Χρηματιστηριακό Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ δεν είναι απλώς μια δραματική στιγμή της οικονομικής ιστορίας, αλλά μια εμπειρία που εξακολουθεί να προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για το σήμερα. Ο γνωστός δημοσιογράφος Andrew Ross Sorkin, μέσα από το πρόσφατο βιβλίο του, 1929, δεν επιχειρεί να ξαναγράψει την Ιστορία. Αντίθετα, προσπαθεί να μας μεταφέρει στο κλίμα εκείνης της εποχής, δείχνοντας πώς οι άνθρωποι βίωναν την αβεβαιότητα και την ευφορία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πτώση. Το αποτέλεσμα είναι μια αφορμή για στοχασμό πάνω στις ομοιότητες με τις σημερινές αγορές.
Η δεκαετία του 1920 υπήρξε περίοδος ραγδαίας τεχνολογικής καινοτομίας: ηλεκτρισμός, ραδιόφωνο, αυτοκίνητο, οικιακές συσκευές, κινηματογράφος δημιούργησαν κύματα αισιοδοξίας και επενδυτικού ενθουσιασμού, τροφοδοτώντας την άνοδο του χρηματιστηρίου. Η μετοχή της RCA, της “Nvidia” της εποχής, εκτοξεύτηκε δεκάδες φορές μέσα σε λίγα χρόνια, συμβολίζοντας το όνειρο του εύκολου πλουτισμού.
Αυτή η ευφορία ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η ανάπτυξη θα συνεχιζόταν αδιάκοπα. Όλοι αναζητούσαν τρόπο να συμμετάσχουν: από μεγάλες τράπεζες μέχρι απλούς αποταμιευτές. Ακόμη και το πολιτικό γεγονός της εκλογής του προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ ερμηνεύτηκε ως αφορμή για νέα άνοδο, δείχνοντας πόσο βαθιά είχε ριζώσει η αντίληψη ότι “οι καλές εποχές δεν τελειώνουν”.
Η άνοδος έφθασε σε αποκορύφωμα τον Σεπτέμβριο του 1929, με τον Dow Jones να έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε έναν χρόνο. Η πτώση ξεκίνησε τον Οκτώβριο, με τις διαβόητες “Μαύρη Πέμπτη”, “Μαύρη Δευτέρα” και “Μαύρη Τρίτη”. Ωστόσο, η χρονιά έκλεισε με απώλειες “μόλις” 17%. Δεν υπήρξαν τότε μαζικές χρεοκοπίες τραπεζών ή κοινωνική κατάρρευση. Πολλοί μάλιστα πίστεψαν ότι η κρίση είχε ξεπεραστεί, αφού αρχικά μέσα στο 1930 η αγορά ανέκτησε σχεδόν το 50% των απωλειών.
Όμως, όπως σημειώνει ο Sorkin, η καταστροφή δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια “αδυσώπητη αποσύνθεση”. Το 1930 ο Dow έχασε το ένα τρίτο της αξίας του, το 1931 το μισό, και το 1932 είχε καταρρεύσει κατά 80% από τα υψηλά του. Η ύφεση συνοδεύτηκε από μαζική ανεργία, τραπεζικές καταρρεύσεις και κοινωνική δυστυχία.
Στην καρδιά του κραχ βρίσκεται η ανθρώπινη ψυχολογία. Ο φόβος ότι “θα χάσω την ευκαιρία να αγοράσω” μετατράπηκε μέσα σε λίγους μήνες στον φόβο ότι “θα χάσω αν δεν πουλήσω”. Οι μεγάλες τράπεζες προσπάθησαν να σταματήσουν την πτώση με παρεμβάσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμη και οι πιο έμπειροι τραπεζίτες της εποχής αναγνώριζαν ότι η αγορά είχε ξεφύγει, αλλά δυσκολεύονταν να αποχωρήσουν εγκαίρως: όλοι ήθελαν “έναν τελευταίο χορό πριν σβήσει η μουσική”.
Απληστία
Παράλληλα, υπήρχε έντονη παρασκηνιακή κερδοσκοπία. Επενδυτικές “δεξαμενές” χειραγωγούσαν τιμές, ισχυροί τραπεζίτες πωλούσαν μετοχές σε φίλους και πολιτικούς σε προνομιακές τιμές, ενώ το κοινό πλήρωνε το τίμημα. Η αίσθηση ότι “οι ισχυροί παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα” θυμίζει πρακτικές που συζητήθηκαν ξανά μετά το 2008 με τα δομημένα προϊόντα ή πιο πρόσφατα με τις SPACs.
Η αντίδραση του κράτους τότε υπήρξε περιορισμένη. Ο Χούβερ αντιλήφθηκε τον κίνδυνο μιας υπερθερμασμένης οικονομίας, αλλά δεν κατάφερε να πείσει πολιτικούς και αγορές. Η Federal Reserve αύξησε τα επιτόκια, αλλά ταυτόχρονα μεγάλες τράπεζες διεύρυναν τη χορήγηση δανείων σε κερδοσκόπους. Η απουσία έγκαιρων παρεμβάσεων επέτρεψε η κρίση να μετεξελιχθεί σε Μεγάλη Ύφεση.
Ακολούθησαν έρευνες, όπως εκείνη της Επιτροπής Pecora το 1932, που αποκάλυψαν εκτεταμένες καταχρηστικές πρακτικές, χωρίς όμως να υπάρξουν σημαντικές ποινές. Παρ’ όλα αυτά, η πίεση της κοινής γνώμης οδήγησε στη δημιουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) και στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της εποχής Ρούσβελτ, οι οποίες άλλαξαν για πάντα τη σχέση κράτους-αγορών.
Το ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει το 1929 είναι ότι, παρά τις ιστορικές διαφορές, οι βασικοί μηχανισμοί των αγορών παραμένουν ίδιοι. Τότε, όπως και τώρα, οι τεχνολογικές καινοτομίες λειτούργησαν ως καταλύτης για μαζική αισιοδοξία. Σήμερα, η τεχνητή νοημοσύνη, τα chips και οι νέες εφαρμογές δίνουν την αίσθηση ότι ανοίγεται ένας νέος “χρυσός αιώνας”. Το φαινόμενο του FOMO (“fear of missing out”) ωθεί επενδυτές να εισέρχονται στην αγορά παρά τις προειδοποιήσεις.
Ομοιότητες υπάρχουν και στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Η νεοσύστατη Fed της δεκαετίας του ’20 προχωρούσε σε νομισματική σύσφιγξη για να συγκρατήσει την υπερθέρμανση, χωρίς να ανακόψει την κερδοσκοπία. Σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ αντιπληθωριστικών μέτρων και αποφυγής ύφεσης, με τις αγορές να δείχνουν συχνά απρόθυμες να ακούσουν τα “σήματα κινδύνου”.
Το πρώτο μάθημα είναι ότι οι αγορές δεν πέφτουν από ένα και μόνο γεγονός, αλλά μέσα από μια σταδιακή, αργή αποσύνθεση της εμπιστοσύνης. Το δεύτερο, ότι οι θεσμοί συχνά καθυστερούν να δράσουν, εγκλωβισμένοι είτε σε πολιτικές σκοπιμότητες είτε στην ψευδαίσθηση ότι “η αγορά αυτορρυθμίζεται”. Και το τρίτο, ότι οι κοινωνικές συνέπειες μιας κρίσης ξεπερνούν κατά πολύ τους αριθμούς των χρηματιστηριακών δεικτών.
Ο Sorkin επισημαίνει ότι θεωρητικά το κραχ θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν υπήρχε “σχεδόν θεϊκή διορατικότητα” για να δει κανείς πέρα από τα άμεσα κέρδη. Όμως η ανθρώπινη φύση σπάνια λειτουργεί έτσι: η απληστία και η αυταπάτη κυριαρχούν.
Μάθημα
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1929 παραμένει ορόσημο. Οι θεσμικές αλλαγές που ακολούθησαν βελτίωσαν το πλαίσιο, αλλά δεν εξαφάνισαν την πιθανότητα νέων κρίσεων. Η “μανία” δεν μπορεί να περιοριστεί εύκολα, η “διόρθωση” δεν μπορεί να προβλεφθεί και οι ευθύνες σπάνια αποδίδονται σε βάθος.
Το βιβλίο 1929 δεν διαβάζεται μόνο ως ιστορική αναπαράσταση αλλά ως καθρέφτης για το παρόν. Οι αγορές μπορεί να άλλαξαν μέγεθος, τα εργαλεία να εκσυγχρονίστηκαν, όμως οι βασικές δυνάμεις –τεχνολογική πρόοδος, ανθρώπινη ψυχολογία, θεσμική αδράνεια– παραμένουν ίδιες. Και αυτό είναι το διαχρονικό μάθημα: κάθε γενιά θεωρεί – αφελώς – ότι οι καλές εποχές θα κρατήσουν για πάντα.
Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
BloombergOpinion