Μια νέα σειρά τριών άρθρων που δημοσιεύθηκε στο The Lancet αναδεικνύει ότι τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα (UPF) αντικαθιστούν τα φρέσκα και ελάχιστα επεξεργασμένα γεύματα, οδηγώντας σε υποβάθμιση της ποιότητας διατροφής και σε αυξημένο κίνδυνο χρόνιων ασθενειών.
Τα UPFs αποτελούν βιομηχανικά προϊόντα φτιαγμένα από φθηνά συστατικά, όπως υδρογονωμένα έλαια, αλλά και από διάφορα πρόσθετα τροφίμων – χρωστικές, τεχνητά γλυκαντικά, γαλακτωματοποιητές και άλλα.
Το πρώτο άρθρο εξετάζει τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και επιβεβαιώνει ότι τα UPFs εκτοπίζουν καθιερωμένα διατροφικά πρότυπα, μειώνουν την ποιότητα της διατροφής και συνδέονται με πολλαπλές χρόνιες παθήσεις που σχετίζονται με τη διατροφή.
Στοιχεία από εθνικές έρευνες δείχνουν ότι η κατανάλωση UPFs έχει τριπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες σε χώρες όπως η Ισπανία (από 11% σε 32%) και η Κίνα (από 4% σε 10%), ενώ έχει αυξηθεί σημαντικά στο Μεξικό και τη Βραζιλία (από 10% σε 23%). Σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, η κατανάλωση παραμένει σταθερά πάνω από 50% των ημερήσιων προσλήψεων.
Τονίζεται ότι μια διατροφή υψηλή σε UPFs συνδέεται με υπερκατανάλωση τροφής, κακή θρεπτική ποιότητα (υψηλή ζάχαρη, ανθυγιεινά λιπαρά, χαμηλές φυτικές ίνες και πρωτεΐνες) και μεγαλύτερη έκθεση σε επιβλαβείς χημικές ουσίες. Επιπλέον, συστηματική ανασκόπηση 104 μακροχρόνιων μελετών έδειξε ότι οι 92 από αυτές συνέδεαν τα UPFs με αυξημένο κίνδυνο για μία ή περισσότερες χρόνιες ασθένειες. Μετα-αναλύσεις κατέγραψαν σημαντικές συσχετίσεις για δώδεκα παθήσεις, όπως παχυσαρκία, διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές νόσους, κατάθλιψη και πρόωρη θνησιμότητα. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι απαιτούνται περισσότερες μακροχρόνιες κλινικές και κοινοτικές δοκιμές, καθώς και διερεύνηση διαφορετικών υποομάδων τροφίμων που ενδέχεται να έχουν διαφορετική θρεπτική αξία.
Το δεύτερο άρθρο εξετάζει την ανάγκη για νέες πολιτικές ρύθμισης της παραγωγής, προώθησης και κατανάλωσης UPFs, ώστε οι μεγάλες εταιρείες να λογοδοτούν για την προώθηση ανθυγιεινών επιλογών. Μεταξύ των μέτρων προτείνονται αυστηρότεροι περιορισμοί μάρκετινγκ, ιδίως σε διαφημίσεις που στοχεύουν παιδιά, απαγόρευση UPFs σε δημόσιους χώρους όπως σχολεία και νοσοκομεία, αλλά και όρια στην πώλησή τους και στον χώρο που καταλαμβάνουν στα σούπερ μάρκετ. Ως παράδειγμα αποτελεσματικής πρακτικής αναφέρεται το πρόγραμμα σχολικής σίτισης της Βραζιλίας, το οποίο έχει μειώσει δραστικά τα UPFs και στοχεύει να έχει 90% φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα έως το 2026.
Το τρίτο άρθρο υπογραμμίζει ότι την αύξηση των UPFs δεν την καθορίζουν οι ατομικές επιλογές, αλλά οι πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν τον πιο κερδοφόρο τομέα τροφίμων με ετήσιες παγκόσμιες πωλήσεις 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι εταιρείες αυτές βασίζονται σε φθηνά συστατικά, βιομηχανικές μεθόδους παραγωγής, επιθετικό μάρκετινγκ, δελεαστικό σχεδιασμό προϊόντων και πολιτικές πιέσεις για να ενισχύουν την κατανάλωση UPFs. Τονίζεται ότι μια παγκόσμια υγειονομική απάντηση απέναντι στο φαινόμενο είναι επείγουσα αλλά εφικτή.
ygeiamou.gr


