Του Mike O’Sullivan
Ένα βράδυ πριν από αρκετά χρόνια στη Μόσχα, είχα τη χαρά να πάρω συνέντευξη από τη Natalya Kaspersky (το 1997 ίδρυσε την εταιρεία κυβερνοασφάλειας Kaspersky Lab με τον τότε σύζυγό της Eugene – ο οποίος, όπως και πολλοί συνάδελφοί του στην Kaspersky Lab, είχε εργαστεί στο παρελθόν στην KGB).
Της έθεσα ένα ερώτημα για τον αυξανόμενο αριθμό Ρώσων επιχειρηματιών, οι οποίοι φαίνονταν να ευημερούν σε διάφορες χώρες –τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Γερμανία κ.λπ.– αλλά με εξέπληξε η απάντησή της ότι το “ταλέντο” της νέας επιχειρηματικής τάξης οφειλόταν εξ ολοκλήρου στο ρωσικό κράτος, στο εκπαιδευτικό του σύστημα και σε διάφορους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς.
Σήμερα, όπως και στην Αμερική και στην Κίνα, το ρωσικό κράτος και το επιχειρείν βρίσκονται σε “πόλεμο”. Πολλοί πλούσιοι, νέοι Ρώσοι κρύβονται στο Ντουμπάι, στην Κύπρο, στη Γεωργία ή σε χώρες της Ασίας, και η εγχώρια αγορά εργασίας έχει υποστεί μεγάλη ζημιά από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι χαρακτηριστικό, όπως μου είπε και η Natalya Kaspersky, ότι μεγάλο μέρος των ταλαντούχων ερευνητών έχει στραφεί σε τεχνολογίες στρατιωτικού χαρακτήρα και, γενικότερα, η “πολεμική οικονομία” είναι αυτή που κινείται στη Ρωσία.
Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει ευκαιρίες και εξαρτήσεις για τη Μόσχα. Αφενός, μαζί με την Κίνα και το Ιράν, η Ρωσία αποτελεί πλέον βασικό μέρος ενός ενεργειακού “αυτοκρατορικού” συστήματος, που εμπορεύεται πρώτες ύλες και δημιουργεί εφοδιαστικές αλυσίδες πρώτων υλών για σχεδόν τον μισό πλανήτη (η Ινδία κινείται προς την ίδια κατεύθυνση). Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα έχουν βάλει ως στόχο τους την Αφρική, σε μια απειλητική επανάληψη αυτού που ο Tom Pakenham ονόμασε “Scramble for Africa” (Ο αγώνας για την Αφρική).
Αφετέρου, η απομόνωση της Ρωσίας και η μονοδιάστατη οικονομία της την ενισχύουν τον βαθμό εξάρτησής της από την Κίνα – περίπου το 90% των εισαγωγών υψηλής τεχνολογίας στη Ρωσία προέρχεται από την Κίνα, και δεν είναι σαφές πόση οικονομική υποστήριξη λαμβάνει από το Πεκίνο. Όταν η οικονομία και χρηματαγορές της Αργεντινής έφτασαν σε αδιέξοδο, η Ουάσιγκτον παρενέβη προς διάσωση. Η Ρωσία κινδυνεύει να γίνει η “Αργεντινή” της Κίνας, αν αυτό έχει κάποιο νόημα.
Ωστόσο, υπάρχουν μερικά διδάγματα που μπορούν να πάρουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Δύση από την “πολεμική οικονομία” της Ρωσίας. Το πρώτο αφορά το χρέος της Ρωσίας που επισήμως είναι στο 20% του ΑΕΠ της. Όπως έχει παρατηρήσει ο ιστορικός Niall Ferguson, κανένα “αυτοκρατορικό” κράτος που έχει πληρώσει περισσότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους του από ό,τι για τον στρατό του δεν έχει επιβιώσει. Στο μέλλον, χρέος και στρατιωτική ισχύς θα είναι μεγέθη αλληλένδετα.
Το 2008, μετά την εισβολή στη Γεωργία, ξεκίνησε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ρωσικού στρατού, αφού διαπιστώθηκαν αδυναμίες στην εκπαίδευση, στον εξοπλισμό, αλλά και στην τακτική. Οι επικριτές θα έλεγαν ότι ορισμένες πτυχές αυτής της διαδικασίας –όπως η δομή και η εκπαίδευση του στρατού– έχουν αποτύχει πλήρως. Αντιθέρως, η Ρωσία βελτιώθηκε στη στρατιωτική τεχνολογία. Η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία πρέπει ή πρόκειται να ξεκινήσουν τον εκσυγχρονισμό των στρατών τους, ενώ άλλα κράτη, όπως η Ιρλανδία, θα πρέπει να αναδιαμορφώσουν τον στρατό τους σχεδόν από το μηδέν. Από αυτή την άποψη, σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο, ο σωστός εκσυγχρονισμός του στρατού έχει μεγάλη σημασία.
Το δεύτερο μάθημα, το οποίο “ένιωσαν” πιο έντονα τις τελευταίες μέρες στην Κοπεγχάγη, στη Βαρσοβία και στο Βερολίνο, είναι η αντίληψη της Ρωσίας για τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Το 2021, λίγους μήνες πριν την εισβολή στην Ουκρανία, γράφαμε για το δόγμα του ολοκληρωτικού πολέμου που πρεσβεύει ο νυν αρχηγός του ρωσικού στρατού, Βαλέρι Γκεράσιμοφ, μια οπτική πάνω στην πολεμική σύγκρουση που καλύπτει πολλές πτυχές: κυβερνοχώρο, σύνορα, προπαγάνδα και μυστικές επιθέσεις. Μια προσέγγιση πολύ εμφανής σε όλη την ανατολική Ευρώπη – σκεφτείτε την ενθάρρυνση της διχόνοιας στη Βοσνία, την αποδυνάμωση της ουγγρικής πολιτικής και, ιδίως, την αξιοποίηση της Λευκορωσίας ως γεωπολιτικό “μαντρόσκυλο” κατά της ΕΕ.
Από αυτή την άποψη, η εισβολή drones και αεροσκαφών στον ευρωπαϊκό εναέριο χώρο, συν οι κυβερνοεπιθέσεις, αποτελούν ένδειξη ότι η Ρωσία ασκεί πίεση και δοκιμάζει τις ευρωπαϊκές άμυνες και, το πιο σημαντικό, δοκιμάζει τη δέσμευση των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ. Το ανησυχητικό είναι πως ένα ατύχημα ή μια κλιμάκωση μπορεί να μην είναι μακριά. Τον κίνδυνο να επεκταθεί η σύγκρουση από την Ουκρανία στην Ευρώπη δεν πρέπει να τον αψηφήσουμε. Στρατιωτικοί αξιωματούχοι στη Γερμανία και στη Γαλλία προειδοποιούν για την ανάγκη να δημιουργηθούν επιπλέον χιλιάδες κλίνες σε νοσοκομεία για να φιλοξενήσουν θύματα που θα προέκυπταν από μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Ρωσία.
Η Ευρώπη θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στην εξουδετέρωση της ρωσικής οικονομίας, που βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Για την ακρίβεια, βρίσκεται σε ένα είδος κυλιόμενης ύφεσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε περίοδο στασιμότητας. Η αγορά εργασίας, ο τραπεζικός τομέας και η κατανάλωση είναι τα τρωτά σημεία. Μακροπρόθεσμα, η δυναμική της ρωσικής οικονομίας υπονομεύεται από τις επιπτώσεις του στρατιωτικού κεϋνσιανισμού. Το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας έχει αρχίσει να προσθέτει εμπειρογνώμονες των χρηματοπιστωτικών αγορών στις στρατηγικές του ομάδες για να χαρτογραφήσει τα ευάλωτα σημεία των εχθρικών οικονομιών. Θα πρέπει και η Ευρώπη να πράξει το ίδιο. Το καθεστώς κυρώσεων που έχει επιβάλει είναι “λειψό”. Υπάρχουν ακόμα πολλά εύκολα μέτρα που μπορούν να ληφθούν κατά της Μόσχας, ώστε να μην διευκολύνονται οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από Έλληνες πλοιοκτήτες, ούτε η ροή ρωσικών κεφαλαίων μέσω Αυστρίας, Κύπρου και άλλων κρατών της ΕΕ, για να μην αναφερθούμε στις ροές Ρώσων τουριστών.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλά άλλα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για να παραλύσουν οι ρωσικές τράπεζες και εταιρείες και να σταματήσει το εμπόριο μέσω αντιπροσώπων σε περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και των “Σταν”. Η Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε μια σιωπηρή σύγκρουση με τη Ρωσία και δεν θα λάβει μεγάλη βοήθεια από την τρέχουσα αμερικανική κυβέρνηση. Πρέπει να επικεντρωθεί στα αδύνατα σημεία της Ρωσίας.