15 Ιουνίου, 2025
6:07 μμ

Πολλά θεωρούνται τα οφέλη από τις ψηφιακές τράπεζες για τους πελάτες τους αλλά η συνεχιζόμενη ανάπτυξή τους μπορεί να εκτοπίσει τις «κατεστημένες τράπεζες» και να απειλήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με ένα από τα μηνύματα που στέλνεται από την ΕΚΤ, στην ανάλυση «Ψηφιακή τραπεζική: πώς τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα διαταράσσουν τις παραδοσιακές τράπεζες», που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Οι ψηφιακές τράπεζες αποτελούν ουσιαστικά την προέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού των παραδοσιακών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία έχουν περιορίσει σημαντικά το δίκτυο των καταστημάτων τους, καθώς οι συναλλαγές τους γίνονται σε μεγάλη έκταση ηλεκτρονικά, με όφελος για τις ίδιες (μείωση κόστους λειτουργίας) και για τους πελάτες τους, που εξυπηρετούνται εύκολα μέσω του web banking ή του mobile banking, με χαμηλότερη χρέωση από τις παραδοσιακές συναλλαγές.

Οι ψηφιακές τράπεζες που είναι ο μεγάλος ανταγωνιστής των παραδοσιακών τραπεζών, δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον διαδικτυακό χώρο, χωρίς να αναπτύσσουν δίκτυα καταστημάτων με φυσική παρουσία.

Στο τέλος του 2024, περίπου 60 τράπεζες στη ζώνη του ευρώ είχαν αναγνωριστεί ως αποκλειστικά ψηφιακές, αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Υποδεικνύει ότι επτά από αυτές τις τράπεζες είναι θυγατρικές παραδοσιακών τραπεζών. Το μερίδιο αγοράς των ψηφιακών τραπεζών αυξήθηκε από 3,1% του συνολικού ενεργητικού το 2019 σε 3,9% το 2024 χάρη στην επέκταση των καθιερωμένων παικτών και την είσοδο νέων ανταγωνιστών.

Αυτό το πλαίσιο αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών μοντέλων των ψηφιακών τραπεζών, τα αντιπαραβάλλει με εκείνα των παραδοσιακών τραπεζών και παρουσιάζει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που μπορεί να σχετίζονται με την άνοδο των ψηφιακών τραπεζών.

Ψηλότερα επιτόκια καταθέσεων

Βασικό χαρακτηριστικό των τραπεζών αυτών, αναφέρει η έκθεση, είναι ότι ενισχύουν τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών, καθώς προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια για την προσέλκυση καταθέσεων.

Το 80% της χρηματοδότησης των ψηφιακών πιστωτικών ιδρυμάτων, σημειώνεται, προέρχεται από μικροκαταθέτες, τα χρήματα των οποίων καλύπτονται σε ένα ποσοστό 90% από εθνικά συστήματα ασφάλισης καταθέσεων. Αντίθετα, οι καταθέσεις επιχειρήσεων και ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά παίζουν πολύ μικρότερο ρόλο στη χρηματοδότησή τους.

Το μέσο επιτόκιο καταθέσεων που προσφέρουν οι ανεξάρτητες ψηφιακές τράπεζες ανέρχεται σε περίπου 2,5% έναντι 1,5% από τις ψηφιακές τράπεζες που είναι θυγατρικές παραδοσιακών ιδρυμάτων και 1% από τις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει, μία σημαντικά υψηλότερη ανταμοιβή των καταθετών από τις αμιγώς ψηφιακές τράπεζες.

Τρόπος λειτουργίας

Πολλές ψηφιακές τράπεζες έχουν υιοθετήσει το επιχειρηματικό μοντέλο ενός δανειστή, μετατρέποντας τις λιανικές καταθέσεις που συλλέγονται ηλεκτρονικά σε δάνεια, τα οποία συχνά παρέχονται και μέσω ψηφιακών καναλιών.

Στην έκθεση υποδεικνύεται ότι ψηφιακές τράπεζες παραμένουν λιγότερο κερδοφόρες από τις παραδοσιακές τράπεζες λόγω του υψηλότερου κόστους καταθέσεων και των υψηλών πάγιων εξόδων.

Οι ψηφιακές τράπεζες έχουν αντιμετωπίσει μια απότομη αύξηση στο κόστος καταθέσεων, αντανακλώντας την υψηλότερη μετακύλιση των επιτοκίων. Ταυτόχρονα, η τρέχουσα περιορισμένη κλίμακα, τα σχετικά υψηλά πάγια κόστη πληροφορικής και τα σημαντικά έξοδα μάρκετινγκ περιορίζουν την ικανότητά τους να επιτύχουν παρόμοιο επίπεδο κερδοφορίας με αυτό των παραδοσιακών τραπεζών.

Οι ψηφιακές τράπεζες λειτουργούν επίσης με σημαντικά υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, γεγονός που μειώνει μηχανικά τις αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων. Επίσης έχουν καταφέρει να εδραιώσουν την παρουσία τους σε ορισμένες τραπεζικές υπηρεσίες, αλλά παραμένουν σχετικά μικροί παίκτες με περιορισμένες προσφορές προϊόντων. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η απουσία άλλων πηγών χρηματοδότησης των ψηφιακών τραπεζών – όπως εταιρικών καταθέσεων και δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά – τις καθιστά πιο ευάλωτες σε ενδεχόμενο bank run και για να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο κίνδυνο, διατηρούν υψηλά επίπεδα ρευστότητας και κεφαλαίων.

Δύο μοντέλα

Όσον αφορά το ενεργητικό των ψηφιακών τραπεζών, παρατηρούνται δύο μοντέλα, αναφέρεται στην έκθεση. Το πρώτο είναι αυτό των παραδοσιακών τραπεζών που χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για να χορηγούν δάνεια και να έχουν κέρδη από τη δραστηριότητα αυτή (τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων).

Επίσης, οι ψηφιακές τράπεζες εξειδικεύονται συνήθως σε κάποια κατηγορία δανείων – καταναλωτικά, στεγαστικά ή επιχειρηματικά – και μόνο λίγες να έχουν διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια δανείων.

Στο δεύτερο μοντέλο, οι ψηφιακές τράπεζες διαθέτουν μικρό μόνο ποσοστό των καταθέσεων που συγκεντρώνουν για να δίνουν δάνεια, τοποθετώντας το υπόλοιπο σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Τα πολύ υψηλά μαξιλάρια ρευστότητας των ψηφιακών τραπεζών είναι πιθανόν να αντανακλούν και την περιορισμένη δραστηριότητά τους σε χορηγήσεις δανείων. Το υψηλότερο κόστος καταθέσεων και οι υψηλές πάγιες δαπάνες (για τα ηλεκτρονικά τεχνολογικά συστήματα) έχουν ως αποτέλεσμα οι ψηφιακές τράπεζες να παραμένουν λιγότερο κερδοφόρες από τις παραδοσιακές τράπεζες, παρά το ότι δεν έχουν δίκτυο καταστημάτων.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός – Τι είπε ο Μάκης Κεραυνός

Το θέμα των ψηφιακών τραπεζών είναι ένα θέμα που πάντα βρίσκεται στην ατζέντα της εγχώριας συζήτησης, καθώς εκεί είναι το μέλλον και ο νέος τρόπος εξυπηρέτησης των πελατών.

Ο Υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός, στην ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου Τραπεζών που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, αναφέρθηκε στο θέμα, υποδεικνύοντας «κορυφαία προτεραιότητα αποτελεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός των τραπεζών καθώς οι απαιτήσεις των πελατών για ταχύτητα, ευκολία και εξατομικευμένες ψηφιακές υπηρεσίες αυξάνονται ραγδαία.

Οι τράπεζες καλούνται να επενδύσουν περαιτέρω σε σύγχρονες τεχνολογίες, από την ανάπτυξη mobile banking εφαρμογών έως την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, διασφαλίζοντας παράλληλα την κυβερνοασφάλεια και την πλήρη συμμόρφωση με τα νέα ρυθμιστικά πλαίσια».
Υπέδειξε ότι «η συνεχής επένδυση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, η ενίσχυση της στοχευμένης εξωστρέφειας καθώς και η ανάπτυξη νέων, σύγχρονων προϊόντων και υπηρεσιών, είναι επίσης απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε ο τομέας να παραμείνει στην αιχμή των εξελίξεων».

Exit mobile version