18 Αυγούστου, 2025
11:14 πμ

Mark Temnycky

Την Παρασκευή, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ταξίδεψε στην Αλάσκα για να συναντηθεί με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Στο επίκεντρο των συνομιλιών τους η συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δεν κατέληξαν σε συμφωνία για το πώς θα τερματιστεί ο πόλεμος.

Από τη σύνοδο απουσίαζαν ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Αυτή ήταν μια αξιοσημείωτη αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφού μέχρι πρότινος οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε συντονισμό με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους και το Κίεβο σε όλες τις συνομιλίες που γίνονταν αναφορικά με τη ρωσική εισβολή. Επιπλέον, υποδηλώνει ότι οι ΗΠΑ αλλάζουν τη στάση τους απέναντι στην Ουκρανία και στη Ρωσία.

Ας δούμε πώς άλλαξαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ουκρανίας και ΗΠΑ-Ρωσίας κατά τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο.

Οι σχέσεις των ΗΠΑ με Ουκρανία και Ρωσία επί Μπάιντεν

Όταν η Ρωσική Ομοσπονδία ξεκίνησε την εισβολή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο τότε πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε στον Ζελένσκι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα “υποστηρίξουν τον ουκρανικό λαό όπως υπερασπίζονται τη χώρα τους”. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε επίσης ότι “δεν θα απομακρυνθεί ποτέ από την Ουκρανία”.

Στη συνέχεια ο Μπάιντεν ανέλαβε δράση. Από τον Φεβρουάριο του 2022 έως τον Δεκέμβριο του 2024, η κυβέρνησή του παρείχε βοήθεια ύψους περίπου 200 δισ. δολαρίων στην Ουκρανία. Το ποσό αυτό αφορούσε από όπλα και αμυντικό εξοπλισμό μέχρι ιατρικές συσκευές, αλλά και ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια.

Η αμερικανική στήριξη, σε συνδυασμό με τη βοήθεια παρείχαν και άλλα κράτη από όλο τον κόσμο, οδήγησαν την Ουκρανία στην επιτυχή εκδίωξη των Ρώσων από τη βόρεια και κεντρική Ουκρανία. Επιπλέον, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η Αμερικανική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης συνεργάστηκαν με Ουκρανούς αξιωματούχους για να βοηθήσουν την ουκρανική κυβέρνηση να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Έτσι, η Ουκρανία μπήκε υπό καθεστώς υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ. 

Πέραν αυτών, ο Μπάιντεν επικοινώνησε επανειλημμένα με τον Ζελένσκι για τη συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον διοχέτευσε πληροφορίες στο Κίεβο προκειμένου να βοηθήσει τις ουκρανικές δυνάμεις να αποκρούσουν τον ρωσικό στρατό. Ο Μπάιντεν είχε συναντήσεις με μέλη του αμερικανικού Κογκρέσο για να προτείνει νέα πακέτα βοήθειας και άλλες μορφές στήριξης προς την Ουκρανία. 

Παρόλο που οι ΗΠΑ άργησαν σε ορισμένες περιπτώσεις να παράσχουν βοήθεια στην Ουκρανία και μολονότι υπήρχαν περιορισμοί στο πώς μπορούσαν οι ουκρανικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν την αμερικανική βοήθεια, η κυβέρνηση Μπάιντεν ενίσχυε διαρκώς την υποστήριξή της προς την Ουκρανία. Ο Μπάιντεν διακήρυττε συνεχώς ότι οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Ουκρανίας “για όσο χρειαστεί”. Υποστήριξε ακόμη ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει ειρηνευτική λύση στην Ουκρανία χωρίς να λάβει μέρος το Κίεβο στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα διεξάγονταν υπό τους όρους -και μόνο- της Ουκρανίας. 

Οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν στενά με τους συμμάχους και εταίρους τους για να συγκροτήσουν έναν διεθνή συνασπισμό υπέρ της Ουκρανίας. Περίπου 80 κράτη από όλο τον κόσμο ενώθηκαν για να παράσχουν βοήθεια ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολάρια στην Ουκρανία. Όλη αυτή η υποστήριξη συνέδραμε τα μέγιστα ώστε να αμύνεται με επιτυχία το Κίεβο απέναντι στη ρωσική εισβολή. 

Ο διεθνής συνασπισμός υπέρ της Ουκρανίας

Αυτός ο διεθνής συνασπισμός έχει καταδικάσει τη ρωσική εισβολή. Για παράδειγμα, ένα ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών που εγκρίθηκε από 141 χώρες απαίτησε από τη Ρωσία να αποσύρει “αμέσως, πλήρως και άνευ όρων” τις στρατιωτικές δυνάμεις της από την Ουκρανία. Επιπλέον, αναστάλθηκε η συμμετοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

Εκτός από αυτές τις καταδίκες σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών, δεκάδες κράτη συνεργάστηκαν για να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας ως αντίποινα για την εισβολή. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ιαπωνία και πολλά άλλα κράτη συνεργάστηκαν για να επιβάλλουν κυρώσεις σε ρωσικές οντότητες και εταιρείες του ενεργειακού κλάδου. Περισσότερες από 1.000 εταιρείες σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία. Η Ρωσική Ομοσπονδία αποκλείστηκε από οργανισμούς όπως η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η FIFA και η UEFA. Ανακλήθηκε η βίζα Ρώσων επιχειρηματιών και πολιτικών και τους απαγορεύτηκε η είσοδος σε δυτικές χώρες. Επίσης, ρωσικά περιουσιακά στοιχεία αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων δεσμεύτηκαν ή κατασχέθηκαν.

Ο Μπάιντεν είδε τον κόσμο να ενώνεται κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καταδικάζοντας την εισβολή στην Ουκρανία. Οι συντονισμένες κυρώσεις οδήγησαν τη Ρωσία σε απώλειες δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Ρώσοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες και σε ανθρώπινο δυναμικό κατά τον πόλεμο. Χωρίς να χαθεί ούτε μία ζωή από Αμερικανό εν ενεργεία στρατιώτη.

Οι πολιτικές που υιοθέτησε ο Μπάιντεν υποδήλωναν ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να βοηθούν την Ουκρανία. Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, καθώς και οι ομόλογοι τους από διάφορες χώρες, αρνήθηκαν να συναντηθούν με τον Πούτιν και τους Ρώσους εκπροσώπους. Γεγονός που ενίσχυσε την καταδίκη της ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης. 

Οι σχέσεις των ΗΠΑ με Ουκρανία και Ρωσία υπό τον Τραμπ

Πλέον η προσέγγιση των ΗΠΑ προς την Ουκρανία και τη Ρωσία έχει αλλάξει. Ενώ ο Μπάιντεν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα παράσχουν βοήθεια στην Ουκρανία “για όσο χρειαστεί”, ο Τραμπ ακολουθεί διαφορετική στάση. Κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2024, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν υπερβολική βοήθεια στην Ουκρανία. Είπε ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να έχει “παραχωρήσει λίγο” έδαφος στη Ρωσία.

Ο Τραμπ συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και μετά τις αμερικανικές εκλογές και την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο. Τις πρώτες εβδομάδες από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ υποστήριξε ότι η Ουκρανία είναι “απίθανο” να διεκδικήσει εδάφη που είχε καταλάβει η Ρωσία. Τον Μάρτιο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε εντολή στο Πεντάγωνο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ να σταματήσουν να στέλνουν αμυντική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ διέκοψαν και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία.

Μετά από όλα αυτά, οι ΗΠΑ ήραν το “πάγωμα” της αποστολής αμυντικής βοήθειας στην Ουκρανία και τον Ιούλιο επανεκκίνησαν οι παραδόσεις αμυντικού εξοπλισμού. Καταργήθηκε και η παύση της ανταλλαγής πληροφοριών. Οι ΗΠΑ πούλησαν όπλα σε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τα οποία στάλθηκαν στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.

Ενώ ο Τραμπ άλλαξε τη στάση του αναφορικά με την παροχή αμυντικής βοήθειας προς την Ουκρανία, οι ΗΠΑ συνέχισαν να πιέζουν για κατάπαυση του πυρός. Οι προσπάθειες αυτές ήταν ανεπιτυχείς. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και την εφημερίδα Kyiv Independent, η Ρωσία παραβίαζε τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός που πρότειναν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρόλο που ήταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων. Οι συναντήσεις αυτές από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο δεν οδήγησαν σε τερματισμό της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Επιπλέον, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός. Ο Τραμπ ήταν σαφής μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν στην Αλάσκα, δηλώνοντας: “Δεν υπάρχει συμφωνία [για τον τερματισμό του πολέμου] μέχρι να υπάρξει συμφωνία”.

Επιπλέον, ο Τραμπ και ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του συνέχισαν να συνομιλούν με τους Ρώσους ομολόγους τους. Έχουν πραγματοποιήσει τηλεφωνικές επαφές και προσωπικές συναντήσεις χωρίς ουκρανική ή ευρωπαϊκή παρουσία. Ως εκ τούτου, Ουκρανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν εκφράσει την ανησυχία ότι ο Τραμπ μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον της Ουκρανίας και της Ευρώπης χωρίς τη συμμετοχή τους στις διαπραγματεύσεις. Αυτή η πολιτική διαφέρει σημαντικά από αυτήν της κυβέρνησης Μπάιντεν. Σημειωτέον ότι συμμετείχα στην προεκλογική καμπάνια του Μπάιντεν το 2020 και καθώς στην πρωτοβουλία “Ουκρανοί-Αμερικανοί για τον Μπάιντεν” από το 2021 έως το 2024.

Εν ολίγοις, η προσέγγιση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας και της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του ρωσο-ουκρανικού πολέμου έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Αρχικά, οι ΗΠΑ διέκοψαν την επικοινωνία τους με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι Αμερικανοί διατηρούσαν συνεχή διάλογο με την Ευρώπη και την Ουκρανία και οι ΗΠΑ είχαν δεσμευτεί να στέλνουν βοήθεια στην Ουκρανία. Πλέον, οι ΗΠΑ πιέζουν για τον άμεσο τερματισμό του πολέμου. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να συνεχίσουν να παρέχουν βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ συγχρόνως επιχειρούν να επιβάλλουν στο Κίεβο να διαπραγματευθεί με τη Μόσχα. Αυτό, βέβαια, θα εξαρτηθεί και από το αν και πότε θα επιτευχθεί συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.

Κανείς δεν είναι σίγουρος για το πώς θα τερματιστεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Προς το παρόν, η διεθνής κοινότητα θα συνεχίσει να παρακολουθεί το πώς θα συνεργαστούν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι με τους Ουκρανούς και Ρώσους ομολόγους τους, αναζητώντας τρόπο για να σταματήσει ο πόλεμος.

Forbes

Exit mobile version