Ο Μάνος ήταν ροκ, γιατί πίστευε ότι η ομορφιά είναι επανάσταση. Και γιατί απέδειξε, χωρίς ποτέ να το φωνάξει, πως μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο με μια απλή, καθαρή, από ψυχής μελωδία. Που να μετουσιώνει την τέχνη σε Τέχνη.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ (ΞΑΝΘΗ, 23/10/1925).
Εκείνος, δεν χρειάστηκε ποτέ του κιθάρα για να είναι ροκ. Ούτε εξαρτήσεις. Ούτε λουλούδια και χάσιμο και ξένα σώματα μέσα σε σπηλιές. Ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε επανάσταση με παρτιτούρες, με μελωδίες εξαίσιες κι ευγένεια μοναδική– ήταν, υποψιάζομαι, ο πιο ήσυχος αναρχικός που γέννησε ποτέ η ελληνική μουσική· μία ροκ προσωπικότητα όχι γιατί φώναξε ή επειδή διαδήλωσε με πλακάτ, αλλά επειδή δεν υποχώρησε ποτέ του, υπερασπιζόμενος την ομορφιά σαν να ήταν υπόθεση ζωής και θανάτου – κι ίσως, τελικά, να ήταν.
«Η ευαισθησία δεν είναι αδυναμία. Είναι δύναμη!», έγραφε στο βιβλίο του «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», σε καιρούς χαλεπούς για εκείνον και στην Ελλάδα. Αν και, ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν χρειάστηκε ποτέ στη πολυκύμαντη ζωή του, ούτε ενισχυτές, ούτε υψηλά ντεσιμπέλ για να αποδείξει τα αυτονόητα της ύπαρξής του – η ροκ του καθημερινή στάση ζωής ήταν αθόρυβη, πάντοτε ανυπότακτη, αποτελεσματική, καίρια κι ευθεία.
Κάτι που ξεκίνησε να συμβαίνει ήδη απ’ το 1949, όταν ο 26χρονος τότε Μάνος (ο γεννημένος, 100 ακριβώς χρόνια πριν, στην Ξάνθη) μιλά στο Ωδείο Αθηνών για το ρεμπέτικο μπροστά στην αστική Αθήνα που ήταν έτοιμη να ακούσει τον «λόγιό» της συνθέτη και -προς μεγάλη της έκπληξη-, εκείνος εξυψώνει το «αλλούτερο» και το χαρακτηρίζει «έντιμο, αυθεντικό και βαθιά ελληνικό».
Μιλά -από τότε- για τη μουσική των φτωχών σα να είναι ποίηση. Για τα υπόγεια χαμαιτυπεία όπου ζουν οι μεγαλύτεροι μουσουργοί, για τον «πατριάρχη» Βαμβακάρη και τους συνεχιστές του– για ό,τι βρισκόταν έως τότε στο περιθώριο, στο οποίο ο ίδιος υποκλινόταν και του άνοιγε την σφαλιστή για πολλά χρόνια πόρτα ώστε να περάσει στα μεγάλα σαλόνια και να θριαμβεύσει ως κάτι αληθινά μεγαλοφυές– όπως ήταν κι ο ίδιος εν τη γενέσει του. Πιστός στο αξίωμα που στη ζωή του έγινε και ο μόνος κανόνας: πως η Τέχνη δεν χρειάζεται να είναι καθωσπρέπει για να είναι σημαντική. Μόνο αληθινή.
Ένας ταλαντούχος outsider
Ο ίδιος, άλλωστε, ως προσωπικότητα κι ως mentalité δεν ήταν ποτέ «της παρέας», της «μάζας», των «τιμών». Ήταν πάντοτε εκείνος που στεκόταν λίγο πιο πέρα, στην άκρη, κοιτώντας το πλήθος με ένα χαμόγελο ειρωνικό, τρυφερό, μα και σκεπτικό μαζί. Λέγοντας: «Είμαι ένας άνθρωπος μόνος, ανάμεσα σε πολλούς»– μια φράση ως η διαχρονικότερη στάση ζωής του. Αφού, πράγματι, δεν ανήκε πουθενά. Ούτε δεξιά- παρά τη μεγάλη του φιλία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή-, ούτε αριστερά- οι περισσότεροι, άλλωστε, φίλοι και συνεργάτες του ήταν Αριστεροί ή Κομμουνιστές-, ούτε στο αποστειρωμένο και σάπιο- ιδιαίτερα για εκείνη την εποχή- «καλλιτεχνικό κατεστημένο».
Ήταν ακριβώς αυτό που η ροκ πάντα αγαπούσε: Ένας ταλαντούχος outsider με ήθος κι εντιμότητα. Ένας Άσιμος πριν απ’ τον Άσιμο κι ένας Σιδηρόπουλος έξω απ’ τα Εξάρχεια και τα θανατηφόρα πάθη· μία Γώγου της ποίησης χωρίς την αυτοκαταστροφική της μανία.
Όταν το «Ποτέ την Κυριακή» και «Τα παιδιά του Πειραιά» κατέκτησαν τον κόσμο και του χάρισαν το Όσκαρ, εκείνος σχεδόν ντράπηκε γι’ αυτό. «Η επιτυχία είναι η αρχή της φθοράς!», είχε πει τότε αποστρέφοντας το πρόσωπο απ’ το βραβείο και συνέχισε να γράφει μουσική για τους ανθρώπους, για την Τέχνη, για τις βαθύτερες σκέψεις και τους προβληματισμούς του, για όσα φτάνουν όλους μας στο χείλος· δεν τον αφορούσαν τα «μπράβο» και τα «εύγε»– γι’ αυτό και τα πέταγε (κατά λάθος;) στα σκουπίδια, μέχρι κάποιος να τα προλάβει και να τα περιμαζέψει πριν γίνουν σκόνη.
Αυτή ακριβώς η περιφρόνηση προς το χειροκρότημα είναι πιο ροκ από οποιαδήποτε κιθάρα σε overdrive. Κάτι που γνώριζε κι ο έτερος, ο μελλοντικός ποιητής της ουσίας κι «αδελφός» του, σε μια άλλη πόλη, με άλλες αναφορές και θέα, και σ’ άλλα χρόνια, κατοπινά, ο άλλος ροκ τύπος της ουσίας, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ως άλλος θιασώτης του «Εναντίον», που ευλαβικά πίστευε πως «το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια». Όταν κι εκείνος, κάποια χρόνια πριν, στους «Αντικατοπτρισμούς», με πρώτη φωνή εκείνη της Καγιαλόγλου, καληνυχτούσε τον Κεμάλ, πεπεισμένος πια -πόσο προφητικά!-, πως «αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ!». Γιατί ν’ αλλάξει;
Το «Τρίτο» ως επανάσταση
Η δικτατορία, βρίσκει τον Μάνο στο Τρίτο Πρόγραμμα, να στήνει κάτι πρωτοφανές: Ένα ραδιόφωνο που δεν έπαιζε απλώς μουσική, αλλά ανύψωνε την ηθική και την κουλτούρα ενός μακραίωνου Πολιτισμού χωρίς κενούς εθνικισμούς, χωρίς βερμπαλισμούς και ασυνάρτητα λόγια από το ύψος του μεγέθους του. Μιλούσε για Καβάφη και Μπρεχτ, για Σεφέρη και Λόρκα, για Τσιτσάνη και Καρούζο, για Φλωρινιώτη και λούμπεν ποιότητα, για δημοτικό τραγούδι και λαϊκό, όταν η υπόλοιπη χώρα ζούσε στη σύγχυση, στην παράκρουση, στους κρότους, σε χαοτικές αντιλήψεις αλληλοεξόντωσης.
Εκείνος δεν φώναζε. Απλώς ύψωνε την ποιότητα (την αληθινή ποιότητα) ως λάβαρο, ως αντίσταση. Γι’ αυτό και ήταν ο πιο ανατρεπτικός άνθρωπος που μπορούσες να συναντήσεις, για πολλά χρόνια, στην Ελλάδα των μετρίων.
«Α δ ι α φ ο ρ ώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μες τα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας. Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα “επώνυμους” πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία, καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα…» (απόσπασμα από το βιβλίο του «Τα σχόλια του Τρίτου»).
Ένας άνθρωπος που έζησε, χωρίς να υποδυθεί

Η ροκ, στην ουσία της, είναι σύγκρουση. Κι ο Χατζιδάκις συγκρούστηκε με ό,τι πιο βαθιά ελληνικό: Την ευκολία, τον δήθεν συναισθηματισμό στα όρια της κλάψας, τη νοοτροπία του «λίγο απ’ όλα» κι «ό,τι αρπάξουμε» στα χρόνια των πηχυαίων τίτλων κι αγελάδων του Ανδρέα και του σκοταδιστικού Αυριανισμού που θέλησε να τον χτυπήσει κάτω μέχρι να τον λιώσει κάτω απ’ τη ζώνη. Πόσο αφελές!
Αλλά εκείνος πίστευε, ορθά, ότι «η ασχήμια δεν είναι αισθητική έννοια, είναι ηθική», ζώντας κι ο ίδιος επικίνδυνα και, κυρίως, «απέναντι»– έστω κι αν φορούσε το παπιγιόν του ή γραβάτα, έβγαζε γλώσσα. Αφού, όπως έλεγε κι ο ίδιος, στα μεγάλα σαλόνια που τον προσκαλούσαν, η μουσική του δεν είχε καμία διάθεση να κατηγοριοποιηθεί· ως ελεύθερα κινούμενη πια ανάμεσα στον κόσμο, στους ανθρώπους, στο κοινό. Γιατί ήταν κλασική και λαϊκή ταυτόχρονα. Γιατί μιλούσε στον δρόμο και στις μεγάλες διεθνείς αίθουσες συναυλιών, στα κουτούκια και στα αστικά σαλόνια. Στα μέσα και στα έξω μας.
Μέσα στο μυαλό του, ο Τσιτσάνης συναντούσε τον Debussy, η Σαπφώ τον Ελύτη, ο Καβάφης τον Γκάτσο– κι όλοι μαζί εκείνον. Ο «Μεγάλος Ερωτικός»- επιτρέψτε μου την ταύτιση- ήταν η δική του μεγαλοφυής ροκ όπερα που λίγοι την αντιλήφθηκαν όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1972 αλλά πολλοί την ένιωσαν ως μία καθ’ όλα αριστουργηματική δημιουργία στα χρόνια που ακολούθησαν.
Κι όχι γιατί έκανε θόρυβο. Αλλά επειδή, ανάμεσα σε φωνές ουράνιες, όπως αυτήν της Φλέρυς, εκείνος μιλούσε για πράγματα που ο κόσμος φοβόταν- και φοβάται ακόμη- να πει, να παραδεχτεί, να εξομολογηθεί από ψυχής: Για τον έρωτα, τη φθορά, την ομορφιά, το χάσμα, την προδοσία– μα, κυρίως, την κατάκτηση της ελευθερία για την οποία κι εκείνος είχε πασχίσει να εναγκαλιστεί· ώσπου αυτή, να γίνει το μεγαλύτερο, το πιο ροκ επίτευγμά του.
Τι είναι η ροκ, τελικά; Είναι μουσική; Μπα. Είναι, νομίζω, ο τρόπος για να υπάρχεις χωρίς να χάνεις τον εαυτό σου. Με το όποιο τίμημα. Κι ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν αυτό ακριβώς: Ένας άνθρωπος που έζησε χωρίς να υποδυθεί ποτέ του. Που δεν «έγινε» ποτέ κάτι– γιατί ήταν ήδη όλα. Που δεν πίστευε στην «επιτυχία» και στα «ωσαννά»· μα, στην αξιοπρέπεια. Τυχαίο πως ποτέ του δεν εμπιστευόταν τα πλήθη, τη μάζα, αλλά μονάχα την κρίση του παιδιού και του ποιητή;
«Ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι φοβούνται να είναι ευγενείς», είπε κάποτε– κι αυτή είναι, ίσως, η πιο επίκαιρη ροκ φράση που ειπώθηκε ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Τόσο «σημερινή» και στο 2025 των λασπών. «Δεν ανήκω σε κανέναν!», υπερθεμάτιζε. «Ανήκω μόνο σ’ εκείνους που αγαπούν τη μουσική μου χωρίς ιδιοτέλεια». Εκεί μέσα, δηλαδή, όπου υπάρχει όλο το νόημα της Τέχνης Του, αυτή που έγινε και δική μας ως κομμάτι μιας κοινοκτημοσύνης που δεν διαχωρίζει τίποτα, πέρα από τα προφανή, πέρα από τα ανθρώπινα που Εκείνος μετάταξε σε θεϊκά.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 19.10.2025