Πόσα πρέπει να πληρώνουν οι Βρετανοί φορολογούμενοι για να συνεχίσει η βασιλική οικογένεια να ζει όπως έχει συνηθίσει;

Είναι ένα ερώτημα που λίγοι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν εξετάσει, κυρίως επειδή η εκτίμηση του πραγματικού κόστους των οικονομικών του μονάρχη είναι μια σκοτεινή υπόθεση, αδιαφανής και άκρως μυστική, με μυριάδες κανόνες και έθιμα που καταπνίγουν τη δημόσια συζήτηση.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι η κρατική επιχορήγηση στον βασιλιά Κάρολο Γ΄ και την οικογένειά του για την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους αυξήθηκε κατά 53% κατά το τελευταίο οικονομικό έτος. Τώρα ανέρχεται σε 132 εκατομμύρια λίρες (174 εκατομμύρια δολάρια).

Πρόκειται για ένα μεγάλο άλμα – υπερτετραπλασιάζει τα 31 εκατομμύρια λίρες της αρχικής επιχορήγησης όταν εισήχθη το 2012, παρά τις υποσχέσεις της τότε κυβέρνησης συνασπισμού Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατών για καλύτερο “value for money” σε σχέση με το παλιό σύστημα.

Ενώ τα οικονομικά του Στέμματος υπόκεινται σε περιστασιακούς επίσημους ελέγχους (ο τελευταίος έγινε πριν από δύο χρόνια και πριν από αυτό το 2013), οι βασιλείς δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία περί δικαιώματος πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα.

Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολλά κίνητρα για τη συγκράτηση του κόστους. Παράλληλα, η μυστικότητα και η γραφειοκρατεία σημαίνουν ότι το θέμα της χρηματοδότησης της βασιλικής οικογένειας απασχολεί ελάχιστα τον δημόσιο διάλογο, όπως και το ερώτημα του αν τα βασιλικά καθήκοντα θα μπορούσαν να παρέχονται με έναν καλύτερο, πιο αποτελεσματικό τρόπο. (Εκπρόσωπος της βασιλικής οικογένειας δήλωσε ότι υπάρχει “κυβερνητική εποπτεία όλων των δαπανών”).

Η ομάδα Republic, η οποία επιδιώκει την κατάργηση της μοναρχίας, εκτιμά ότι το πραγματικό ετήσιο κόστος είναι πιο κοντά στα 510 εκατομμύρια λίρες, όταν συνυπολογιστούν τα έξοδα για την ασφάλεια, τις μεταφορές (ταξίδια) και λοιπά έξοδα.

Ο πρώην υπουργός των Φιλελεύθερων-Δημοκρατών Νόρμαν Μπέικερ, ο οποίος ερεύνησε σε βάθος τα οικονομικά του Στέμματος για το βιβλίο του “Και με τι ασχολείστε;”, ανεβάζει επίσης το ποσό σε περίπου μισό δισεκατομμύριο λίρες.

Αυτό θα κοστολογούσε τη μοναρχία σε περίπου 7 λίρες για κάθε άτομο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ίσως όχι ένα τεράστιο ποσό, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ορισμένες εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της Ένωσης Περιφερειακών Μελετών, που υποστηρίζει ότι η ετήσια συμβολή της βασιλικής οικογένειας στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου από τον τουρισμό, το εμπόριο και άλλα οφέλη προσεγγίζει τα δύο δισεκατομμύρια ετησίως.

Έπειτα, υπάρχει το διπλωματικό δέλεαρ που προσφέρει ο μονάρχης, το οποίο αποτυπώθηκε πρόσφατα από την εκστατική ανταπόκριση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σε μια πρόσκληση για τσάι με τον Κάρολο, η οποία φαίνεται ότι βοήθησε στο να εξασφαλίσει το Ηνωμένο Βασίλειο μια πιο ευνοϊκή δασμολογική και εμπορική συμφωνία. 

Παράλληλα, οι περισσότεροι Βρετανοί είναι αισιόδοξοι για τον τελικό “λογαριασμό” – μια δημοσκόπηση της Ipsos που δημοσιεύθηκε αυτό το μήνα διαπίστωσε ότι το 48% θεωρεί ότι οι βασιλείς έχουν καλή σχέση value for money – ενώ το 25% πιστεύει αντιθέτως ότι δεν το αξίζουν, και οι υπόλοιποι δεν είναι σίγουροι.  

Ωστόσο, ο Μπέικερ επισημαίνει ότι άλλες μοναρχίες καταφέρνουν να λειτουργούν με πολύ λιγότερα: Η επόμενη πιο δαπανηρή ευρωπαϊκή βασιλική οικογένεια, με επικεφαλής τον Ολλανδό βασιλιά Βίλεμ-Αλεξάντερ, κοστίζει περίπου 46 εκατομμύρια λίρες (61 εκατομμύρια δολάρια) ετησίως.

Τα διάσημα παλάτια άλλων χωρών – από την Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου μέχρι τις Βερσαλλίες της Γαλλίας – φαίνεται να ευδοκιμούν και να προσελκύουν τουριστικά έσοδα πολύ καιρό μετά την απομάκρυνση των βασιλέων τους.

Όπως μου είπε ο Μπέικερ: “Είμαι σίγουρος ότι το soft power της βασιλικής οικογένειας είναι πραγματικό – αλλά γιατί πρέπει να είναι τόσο ακριβή;”. 

Πολυέξοδη είναι σίγουρα. Εκτός από τα ιδιωτικά κτήματά τους – Σάντρινγκχαμ, Μπαλμόραλ και Χάιγκροουβ –  οι βασιλείς έχουν επτά επίσημες κατοικίες, συμπεριλαμβανομένου του Κάστρου του Ουίνδσορ και του Παλατιού του Αγίου Ιακώβου, καθώς και σχεδόν 300 ακίνητα που έχουν παραχωρηθεί (“grace and favor”) για να στεγάζουν μέλη της οικογένειας και το προσωπικό τους, με τον λογαριασμό της συντήρησης να πηγαίνει στο δημόσιο. 

Πράγματι, η τεράστια αύξηση της φετινής κρατικής επιχορήγησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δεκαετή αναβάθμιση του παλατιού του Μπάκιγχαμ, της επίσημης κατοικίας του βασιλιά στο Λονδίνο, ύψους 369 εκατομμυρίων λιρών, η οποία οδήγησε σε προσαρμογή του περίπλοκου τύπου πίσω από τον υπολογισμό του ποσοστού της επιχορήγησης.

Η κρατική επιχορήγηση μπορεί να αυξηθεί σημαντικά περισσότερο από τον πληθωρισμό, αλλά όχι να μειωθεί. Εποπτεύεται από μια μικρή ομάδα που αποτελείται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό, τον υπουργό Οικονομικών και έναν ανώτερο αυλικό, με ελάχιστη συζήτηση στο κοινοβούλιο – είθισται τα βασιλικά ζητήματα να μη συζητούνται και πολύ στη Βουλή των Κοινοτήτων.  

Αυτό είναι ειρωνικό, δεδομένου ότι το ίδιο το κτίριο του βρετανικού κοινοβουλίου κυριολεκτικά καταρρέει.

Οι βουλευτές αποφεύγουν εδώ και δεκαετίες να υπογράψουν ένα σχέδιο ανακαίνισης παρόμοιο με εκείνο που εγκρίθηκε για το παλάτι του Μπάκιγχαμ, από φόβο ότι δεν θα ικανοποιούσε τους φορολογούμενους, σε μια εποχή που εκατοντάδες δημόσια νοσοκομεία και σχολεία έχουν επίσης απόλυτη ανάγκη επισκευής. 

Η έλλειψη αυστηρότητας στη συγκράτηση των δαπανών της βασιλικής οικογένειας σημαίνει ότι υπάρχουν περιστασιακές ενστάσεις όταν γίνεται γνωστό ένα πιο εξωφρενικό στοιχείο – όπως η προτίμηση του πρίγκιπα Άντριου (του οποίου έχουν αφαιρεθεί οι βασιλικοί τίτλοι)  να μεταβαίνει με ελικόπτερο στο γήπεδο του γκολφ χρησιμοποιώντας δημόσιους πόρους – αλλά αυτό είναι σπάνιο.

Επίσης, δεν υπάρχει μεγάλη δημόσια συζήτηση για τις τεράστιες περιουσίες που έχουν συγκεντρώσει οι βασιλείς από αιώνες προνομίων, όπως η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς και άλλους φόρους, αλλά και τα εισοδήματα και εμπορικά έσοδα που προέρχονται από τα βασιλικά κτήματα του Λάνκαστερ και της Κορνουάλης, τα οποία αντιμετωπίζουν ως ιδιωτική τους περιουσία.

Παράλληλα, η περιουσία οποιουδήποτε πεθάνει στις τεράστιες εκτάσεις του δουκάτου χωρίς να έχει αφήσει διαθήκη, καταβροχθίζεται από τα ανώτερα μέλη της βασιλικής οικογένειας, οι οποίοι λαμβάνουν επίσης αμοιβές από τη χρήση της γης για δραστηριότητες όπως το πάρκινγκ των νοσοκομείων και ενοίκια και εισφορές από χιλιάδες κατοικίες, φιλανθρωπικά ιδρύματα και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των φυλακών, των αιολικών πάρκων και ακόμη και του βρετανικού στρατού, όπως διαπίστωσε πέρυσι έρευνα του Channel 4 και των Sunday Times. 

Ενώ η βασίλισσα Βικτώρια πλήρωσε φόρο εισοδήματος αμέσως μόλις αυτός επανήλθε υπό τον Ρόμπερτ Πηλ το 1842, ο Οίκος του Ουίνδσορ ήταν λιγότερο πρόθυμος να το κάνει. Η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ υπέκυψε τελικά στις πιέσεις να πληρώσει φόρο εισοδήματος το 1993 (αλλά όχι φόρο κληρονομιάς ούτε εταιρικό φόρο), αλλά υπό τον Κάρολο, αυτό παραμένει μια “εθελοντική” ρύθμιση και τίποτα δεν εμποδίζει έναν μελλοντικό, λιγότερο αλτρουιστή μονάρχη να αρνηθεί να ανοίξει το πορτοφόλι του.

Ο Κάρολος, η αξία του οποίου εκτιμάται σε 640 εκατομμύρια λίρες, αφαιρεί εκατομμύρια από το φορολογικό λογαριασμό που καλείται να πληρώσει, μέσω των δουκάτων της Κορνουάλης και του Λάνκαστερ, διεκδικώντας δαπάνες που περιλάμβαναν στάβλους για τα άλογά του και μισθούς για τους μπάτλερ του, σύμφωνα με το βιβλίο του Μπέικερ. Άλλα εκατομμύρια έχουν θωρακιστεί μέσω off-shore επενδύσεων, μεταξύ άλλων στα νησιά Κέιμαν, μια μυστική ρύθμιση που αποκαλύφθηκε με τη δημοσίευση των Paradise Papers το 2017. 

Οι βασιλικοί υποστηρίζουν ότι το ισχύον σύστημα προσφέρει μια καλή σχέση ποιότητας-τιμής, δεδομένης της σημασίας τόσο της συνταγματικής διακυβέρνησης του μονάρχη όσο και της πολιτιστικής σημασίας του. Οι Βρετανοί φαίνονται πράγματι ευχαριστημένοι με τη Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία τους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να τους ζητηθεί λευκή επιταγή.

Το να δίνεται σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο μια τεράστια αύξηση μισθού, την ώρα που οι κυβερνητικές υπηρεσίες θα παρουσιάσουν σύντομα περικοπές δαπανών δισεκατομμυρίων λιρών, είναι ανάρμοστο.

Η περικοπή ενός ή δύο παλατιών, ή ίσως δώδεκα ή περισσότερων αλόγων κούρσας, θα μπορούσε να είναι μια ωραία χειρονομία. Τουλάχιστον, θα πρέπει να μας δοθεί μια πρόσβαση στα στοιχεία, ώστε να μπορούμε έστω να το συζητήσουμε.

Απο Capital.gr

Exit mobile version