Του Roberto Scaramella (συνεργάτης Oliver Wyman)
Οι πολιτικές εντάσεις στην Ευρώπη έχουν κλιμακωθεί στο υψηλότερο επίπεδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με φόντο τη σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας, των πρόσφατων εισβολών drone και MiG στον ευρωπαϊκό εναέριο χώρο και των κυβερνοεπιθέσεων εναντίον μεγάλων ευρωπαϊκών αεροδρομίων. Τον Ιούνιο, τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ αποφάσισαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 5% του ΑΕΠ τους. Με τα περισσότερα κράτη να συνεισφέρουν σήμερα από 1,5% ώς 3,5% του ΑΕΠ τους, αυτό σημαίνει σχεδόν διπλάσιες αμυντικές δαπάνες σε επίπεδο ΝΑΤΟ: από 400 δισ. ευρώ ετησίως σε πάνω από 800 δισ. ευρώ έως το 2030.
Δύο ερωτήματα προκύπτουν: Αρκεί αυτή η αύξηση; Και είναι εφικτή, με βάση την υφιστάμενες βιομηχανικές υποδομές και δυνατότητες της Ευρώπης;
Οι δαπάνες για καινοτομία στη στρατιωτική τεχνολογία παράγουν ανάπτυξη
Η δημιουργία ενός σημαντικά μεγαλύτερου βιομηχανικού και μηχανικού αποτυπώματος για την αεροδιαστημική και την άμυνα και η επιδίωξη μιας εθνικής βιομηχανικής στρατηγικής θα δημιουργούσαν ένα μακροπρόθεσμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την Ευρώπη. Η ενίσχυση των περιφερειακών βιομηχανιών στον τομέα της τεχνολογίας και της άμυνας είναι πιθανό να τονώσει τις κεντρικές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, όπου ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης έχει επιβραδυνθεί κάτω του 1%.
Για να συμβεί αυτό όμως, η Ευρώπη πρέπει να δαπανήσει πιο έξυπνα τα κονδύλια της για την άμυνα. Η ιστορία δείχνει πως η Ευρώπη επενδύει κάτω του 30% από τον συνολικό προϋπολογισμό της για την άμυνα σε νέο εξοπλισμό και τεχνολογία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται για τον μόνιμο στρατό, τη διαχείριση των υποδομών, καθώς και για εκπαίδευση και logistics. Ο νέος, υψηλότερος προϋπολογισμός για την άμυνα θα αρχίσει να αντιστρέφει αυτές τις προτεραιότητες, με ποσοστό άνω του 40% να προορίζεται για την αγορά υλικού και προηγμένων τεχνολογιών για τις στρατιωτικές υπηρεσίες της Ευρώπης.
Αυτή η νέα προτεραιότητα είναι υψίστης σημασίας για την Ευρώπη, εάν θέλει να αξιοποιήσει πλήρως την οικονομική αξία της επένδυσης. Σύμφωνα με μελέτη της Oliver Wayman, οι δαπάνες για την ευρωπαϊκή αεροδιαστημική και άμυνα είχαν ιστορικά πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα 1:2 — που σημαίνει ότι κάθε ευρώ που δαπανάται για την άμυνα αποφέρει δύο ευρώ στην οικονομία. Με τις νέες προτεραιότητες που βασίζονται στην τεχνολογία, ο πολλαπλασιαστής θα είναι σχεδόν διπλάσιος (1:4), κάτι που θα πρέπει να σημαίνει μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Για να μετατρέψει έναν υψηλότερο αμυντικό προϋπολογισμό σε στρατηγικό μοχλό δύναμης και οικονομική δυναμική, κάθε κράτος της Ευρώπης πρέπει να αντιμετωπίσει τις κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις από την προτεραιότητα που δίνεται στην άμυνα και στην ασφάλεια έναντι άλλων εξίσου σημαντικών εθνικών προτεραιοτήτων. Δεν θα είναι εύκολο να πειστούν οι πολίτες, δεδομένης της υποτονικής οικονομίας και της κλιμάκωσης των πολιτικών εντάσεων, που απειλούν την ενότητα της ΕΕ σε μια εποχή που ήδη απολαμβάνει λιγότερη υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πώς οι αμυντικές δαπάνες θα αναδιατάξουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες
Με βάση το σχέδιο “Readiness 2030” της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προσδιορίσει βασικές επενδυτικές προτεραιότητες για την άμυνα της περιοχής. Αυτές περιλαμβάνουν συστήματα αεροπορικής και διαστημικής άμυνας, τακτικά συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών και μηχανοποιημένες δυνατότητες μάχης, κυριαρχία στον τομέα της πληροφορίας και του φάσματος σε τομείς όπως ο ηλεκτρονικός πόλεμος, και οι ασφαλείς επικοινωνίες, καθώς και η κυβερνοασφάλεια.
Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να διαδραματίσει ρόλο στη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων, περιορίζοντας τον αριθμό των πλατφορμών. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τρεις πλατφόρμες στρατιωτικών αρμάτων, ενώ η Ευρώπη έχει τουλάχιστον 15. Ένας πιθανός τρόπος βελτιστοποίησης των δαπανών θα ήταν η ενθάρρυνση της εξειδίκευσης, προσδιορίζοντας τις εταιρείες, τις συνεργασίες, ακόμη και τις χώρες που είναι πιο προηγμένες σε συγκεκριμένο αμυντικό εξοπλισμό και διοχετεύοντας επενδύσεις σε αυτές τις ειδικότητες.
Μια επιπλέον ώθηση από τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας άλλης αναμενόμενης αλλαγής στις στρατηγικές προμηθειών των ευρωπαϊκών χωρών. Ιστορικά, με εξαίρεση τη Γαλλία, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αγοράσει το 65% του εξοπλισμού τους από εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ. Η ανάλυσή της Oliver Wayman δείχνει ότι η νέα ευρωπαϊκή δέσμευση για αμυντική παραγωγή “Made in Europe” θα μειώσει σταδιακά το μερίδιο των ΗΠΑ κάτω του 30% έως το 2035.
Ωστόσο, σημαντικό μέρος της αύξησης των αμυντικών δαπανών για τον κυβερνοχώρο, τα μη επανδρωμένα οχήματα και όπλα, τον ηλεκτρονικό πόλεμο, την αεροπορική άμυνα, την παρακολούθηση του διαστήματος και τις υποβρύχιες εφαρμογές θα συνεχίσει να προέρχεται από στρατηγικές συνεργασίες μεταξύ βορειοαμερικανικών και ευρωπαϊκών φορέων. Αυτές θα αυξηθούν λόγω των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο των πρόσφατων συμφωνιών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τους δασμούς και της ελκυστικής μακροπρόθεσμης απόδοσης των επενδύσεων που συνήθως προσφέρουν αυτές οι συνεργασίες, αλλά ίσως δούμε τους ευρωπαϊκούς φορείς να ελέγχουν μεγαλύτερα μερίδια των επιχειρήσεων.
Η αλληλεπικάλυψη αμυντικής βιομηχανίας και των εμπορικών εφοδιαστικών αλυσίδων
Μπορεί όμως η ευρωπαϊκή βιομηχανία να ανταποκριθεί στη νέα ζήτηση, δεδομένης της εκτεταμένης αλληλεπικάλυψης μεταξύ των βιομηχανικών εφοδιαστικών αλυσίδων της εμπορικής αεροδιαστημικής και άλλων μεταποιητικών βιομηχανιών και της άμυνας; Η απάντηση είναι όχι: η ευρωπαϊκή εφοδιαστική αλυσίδα είναι εκθετικά μικρότερη από ό,τι απαιτείται για να καλύψει την αύξηση της παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την παγκόσμια αεροδιαστημική βιομηχανία. Ειδικά στην Ευρώπη, όπου εδρεύει η Airbus, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής αεροσκαφών στον κόσμο, ήδη έχουν προκύψει δυσκολίες στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων παραγωγής αεροδιαστημικών προϊόντων. Ο παγκόσμιος εμπορικός στόλος αναμένεται να επεκταθεί σε περισσότερα από 38.000 αεροσκάφη έως το 2035, απαιτώντας αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής κατά περισσότερο από 7% σε ετήσια βάση την επόμενη δεκαετία. Προσθέστε νέες πιέσεις από τον τομέα της άμυνας και γίνεται σαφές ότι θα χρειαστούν νέες επενδύσεις σε επίπεδο παραγωγικής ικανότητας. Το έλλειμμα παραγωγικής ικανότητας περιπλέκεται περαιτέρω από την αστάθεια που προκαλούν οι διακυμάνσεις των δασμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Στο μεταξύ, η πρόβλεψη της Oliver Wayman εκτιμά ότι οι ετήσιες παραδόσεις στρατιωτικών αεροσκαφών θα εκτοξευθούν από περίπου 800 σε 1.400 την επόμενη δεκαετία. Παρόμοια αύξηση της ζήτησης προβλέπεται για τις χερσαίες (ο τομέας με την υψηλότερη ανάπτυξη), ναυτικές και διαστημικές δυνατότητες. Η μελέτη για τη βιομηχανική αγορά στην Ευρώπη δείχνει ότι ο τομέας θα χρειαστεί περισσότερους από 250.000 επιπλέον μηχανικούς και εξειδικευμένους τεχνικούς σε ολόκληρη την ήπειρο τα επόμενα πέντε χρόνια για να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς.
Προς το παρόν ο τομέας υπόκειται σε εθνικούς κανόνες “χρυσής εξουσίας” — κανονισμούς που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ελέγχουν τις ξένες επενδύσεις σε κρίσιμους κλάδους, όπως η αεροδιαστημική, προκειμένου να προστατεύουν την εθνική ασφάλεια και τα στρατηγικά συμφέροντα. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούν να συμμετάσχουν όλοι οι διεθνείς επενδυτές.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να απλουστεύσουν τους κανονισμούς για τις επενδύσεις και να εξαλείψουν ορισμένους κινδύνους που ενέχουν οι επενδύσεις στην επέκταση της παραγωγικής ικανότητας των εταιρειών. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μακροπρόθεσμων συμφωνιών και χρηματοδοτικών προγραμμάτων που θα αυξάνουν την ελκυστικότητα τέτοιων επενδύσεων.
Το κλειδί για τη διασφάλιση επαρκούς ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας για την άμυνα είναι η ανάπτυξη πολιτικών που να αντικατοπτρίζουν τις προτεραιότητες για την επόμενη δεκαετία, και όχι μόνο για τα επόμενα 1-2 χρόνια.
Forbes









