15 Ιουλίου, 2025
6:55 μμ

Θεία πρόνοια, τύχη, προγραμματισμός και προνοητικότητα από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο πλευρό του ή όλα αυτά μαζί φαίνεται πως έσωσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από αυτούς που ήθελαν να τον δουν νεκρό κατά το πραξικόπημα του 1974. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως μετά τη διαφυγή του από το φλεγόμενο Προεδρικό Μέγαρο το πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974, αυτός βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από άτομα που με το χέρι στη σκανδάλη ήταν έτοιμα ανά πάσα στιγμή να τον σκοτώσουν, όπως θυμάται ο τότε υπεύθυνος της προεδρικής φρουράς, στενός του συνεργάτης, Ανδρέας Ποταμάρης.

Σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, ο κ. Ποταμάρης εξιστόρησε τις έντονες, τραγικές και αγωνιώδεις στιγμές που βίωσε κοντά στον Μακάριο κατά το πραξικόπημα, για το πώς τον φυγάδευσαν από το Προεδρικό, τα όσα ακολούθησαν όταν κατάφεραν να τον μεταφέρουν εκτός Κύπρου, το πώς αυτός αντέδρασε όταν ενημερώθηκε για την τουρκική εισβολή, αλλά και το πόσο γνωστός ήταν σε όλο τον κόσμο ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον οποίο αναγνώρισε ακόμη και ένα μικρό παιδί στη Νέα Υόρκη.

Όπως χαρακτηριστικά θυμάται, όταν μια φορά κατάφεραν, αφού έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης, να τον πάρουν να κάνει ένα σύντομο περίπατο έξω από το ξενοδοχείο όπου διέμενε στη Νέα Υόρκη όπου μετέβη μετά το πραξικόπημα για να μιλήσει στην έδρα του ΟΗΕ, ένα από τα παιδιά που έπαιζαν εκεί κοντά τον αναγνώρισε και φώναξε: “Oh My God. This is Makarios.” (“Ω Θεέ μου. Αυτός είναι ο Μακάριος»).

«Αυτό που επαναλάμβανε συνεχώς είναι πως δεν πίστευε ότι Έλληνες ή Κύπριοι Έλληνες θα γύριζαν όπλα εναντίον του», μας ανέφερε ο κ. Ποταμάρης. Όσο για την αντίδρασή του όταν έμαθε για την τουρκική εισβολή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη ο κ. Ποταμάρης είπε: “Tου είπα ‘Μακαριότατε έχω μια είδηση η οποία δεν είναι ευχάριστη’. ‘Εισέβαλαν οι Τούρκοι;’ με ρώτησε. “Του απάντησα ‘μάλιστα αυτή τη στιγμή γίνεται η εισβολή’. ‘Παναγία μου. Τι θα κάνουμε τώρα; Δεν πρόκειται οι Τούρκοι να φύγουν’, έλεγε, και κτυπούσε την κεφαλή του στον τοίχο».

«Ο Μακάριος ήταν ευθύς και τίμιος. Δεν θα υπάρξει άλλος σαν αυτόν. Είχε απόλυτη αντίληψη των πραγμάτων και ήταν απόλυτα συνεργάσιμος», ανέφερε ο κ. Ποταμάρης, ενώ περιέγραφε τις εμπειρίες που έζησε δίπλα του.

Η είσοδος του Ανδρέα Ποταμάρη στο αστυνομικό σώμα και η τοποθέτηση στο Προεδρικό

Ο Ανδρέας Ποταμάρης εντάχθηκε στο αστυνομικό σώμα στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 και για τρία χρόνια υπηρέτησε στο ΤΑΕ. Στη συνέχεια τον κάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και τον διόρισε υπεύθυνο της προεδρικής φρουράς.

«Ο Αρχιεπίσκοπος ήθελε ένα πρόσωπο έμπιστο κοντά του, λόγω και της κατάστασης με την ΕΟΚΑ Β’ και έτσι έμεινα δίπλα του από τότε. Και προηγουμένως είχε προεδρική φρουρά αλλά δεν ήταν τόσο οργανωμένη και συντονισμένη», μας ανέφερε.

«Δημιούργησα μια προεδρική φρουρά με 120 αστυνομικούς, την οργάνωσα. Ήταν μεγάλη η ευθύνη να φρουρούμε τον Μακάριο όπου πήγαινε, όπως κάθε Σαββατοκύριακο όταν τελούσε Λειτουργίες», θυμάται.

Πριν το πραξικόπημα

Αναφερόμενος στην προ του 1974 κατάσταση, ο κ. Ποταμάρης σημείωσε τις απόπειρες εναντίον του Μακαρίου ενθυμούμενος μια αυτές: “Το 1970 θα γινόταν νέα απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Όταν θα έφευγε από το Προεδρικό αργά το βράδυ μου είπε ότι ανέμενε πως θα γινόταν η απόπειρα και αν έλθουν να μην ρίξουμε πυροβολισμούς. Του είπα πως θα κάνω την δουλειά μου και να πάει στο καλό. Την άλλη ημέρα το πρωί του είπα πως δεν έγινε τίποτε και μου είπε πως επενέβη τότε η Ρωσία και τους προειδοποίησε να μην το κάνουν».

Όπως είπε ο κ. Ποταμάρης, «το 1974 εμείς είχαμε εισηγηθεί να μαζέψουμε όλους τους Έλληνες αξιωματικούς και να τους στείλουμε με πλοίο στην Ελλάδα αλλά αυτός δεν δέχτηκε να γίνει αυτό».

«Καθημερινά τα τανκς έφευγαν από τη Κοκκινοτριμιθιά και πήγαιναν στο στρατόπεδο που είχαν στη Λακατάμια και περνούσαν πάντα έξω από το Προεδρικό. Είπα στον συνάδελφό μου Νίκο Θρασυβούλου πως δεν μου άρεσε αυτή η κατάσταση και μου είπε πως και αυτού δεν του άρεσε», ανέφερε.

Την Παρασκευή πριν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ο Μακάριος ήθελε να πάει στο Τρόοδος. «Του είπα πως είχαμε πληροφορίες ότι θα κτυπήσουν στο Τρόοδος. Του είπα να το αναβάλουμε αλλά αυτός επέμενε. Τότε του είπα να μην τον πάρουμε με το αυτοκίνητό του και δέχτηκε».

«Εμείς βέβαια λάβαμε τα μέτρα μας. Δηλαδή, από την Αρχιεπισκοπή που θα ξεκινούσε τοποθετήσαμε φρουρούς κατά μήκος της διαδρομής μέχρι και το Τρόοδος. Είχαμε πληροφορίες ότι θα μας έβαζαν φωτιά σε τέσσερα σημεία γύρω από το μέρος εκεί. Πήραμε όσους αστυνομικούς μπορούσαμε να πάρουμε για να φρουρούν νυχθημερόν», ανέφερε.

Δεν έγινε κάτι «και τη Δευτέρα το πρωί ξεκινήσαμε να έλθουμε στη Λευκωσία. Ειδοποιήσαμε και έναν πιλότο να πετάξει με αεροπλανάκι από πάνω μας κατά τη διαδρομή για να μας ειδοποιήσει αν δει κάτι, αλλά δεν είχε καμία κίνηση».

«Πήγαμε στο Προεδρικό και τους περισσότερους αστυνομικούς τους στείλαμε να πάνε να ξεκουραστούν», σημείωσε.

Το πραξικόπημα

Την ημέρα του πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου, μια ομάδα μαθητών από την Αίγυπτο είχε πάει στο Προεδρικό για να συναντήσει τον Μακάριο. «Τους είχαμε βάλει στην αίθουσα του Προεδρικού και ήταν και ο Μακάριος μαζί τους μέσα και ήμουν και εγώ μαζί με τον τότε Υπουργό Χρίστο Βάκη. Τότε ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί», είπε ο κ. Ποταμάρης.

«Βγήκα έξω και απέναντι από την είσοδο του Προεδρικού είδα τα τάνκς. Τότε άρχισε μια σύγκρουση άνευ προηγουμένου και είδα πως η οροφή του κτιρίου άρχισε να καίγεται. Διαπίστωσα τότε ότι μας χτυπούσαν από την Αγγλική Σχολή με βαρέα όπλα. Επέστρεψα και είπαμε στον Μακάριο ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως. Αρχικά αυτός είπε πως δεν φεύγει. Μπήκε και ο Πάτροκλος Σταύρου στο γραφείο του και πείστηκε να φύγουμε».

«Από την πίσω πόρτα είχα κάνει ένα μονοπάτι με σχέδιο από να φύγουμε σε περίπτωση που μας χτυπήσουν από μπροστά», ανέφερε. Όπως και έγινε.

Ο Μακάριος ήταν άριστος στο να περπατά πάνω σε βουνά αφού μεγάλωσε σε αυτά, είπε ο κ. Ποταμάρης και συνέχισε: «Του έδειξα από που θα φεύγαμε και του είπα πως εγώ θα πήγαινα μπροστά και αυτός θα με ακολουθούσε. Μπήκαμε στον ποταμό και προς το τέλος βρήκαμε τον τότε Λοχαγό του Εφεδρικού Τάκη Τσαγγάρη. Μας είπε ότι όλοι είχαν φύγει από το στρατόπεδο και πως είχε αφήσει αστυνομικούς εκεί».

Συνοδοί του Μακαρίου, εκτός από τον κ. Ποταμάρη, ο Νίκος Θρασυβούλου και ο αδελφότεκνος του Αρχιεπισκόπου, Ανδρέας Νεοφύτου.

«Βγήκαμε στον κύριο δρόμο προς τον Στρόβολο. Ερχόταν ένα αυτοκίνητο μίνι και το σταματήσαμε. Ήταν ένα ζευγάρι με το μωρό τους και το έπαιρναν στον γιατρό. Είδαν τον Αρχιεπίσκοπο. Τους είπαμε να μας δώσουν το αυτοκίνητο και το έκαναν αλλά δεν είχε πολλή βενζίνη. Πήγαμε 100 μέτρα και τα καύσιμα τέλειωσαν», είπε ο κ. Ποταμάρης.

Τότε σταμάτησαν ένα άλλο αυτοκίνητο που ερχόταν από απέναντι. Ήταν ένας άντρας από την περιοχή της Σολιάς. Το αυτοκίνητό του ήταν αναπηρικό.

«Μας το έδωσε και του είπα να μην πει οτιδήποτε. Ξεκινήσαμε ενώ προπορευόταν ένα αυτοκίνητο με ένοπλους αστυνομικούς», ανέφερε.

«Ήμασταν και εμείς ένοπλοι. Εγώ είχα μπροστά μου ένα αυτόματο και το πιστόλι μου στο πλάι γεμάτα σφαίρες και έτοιμα για χρήση εφόσον χρειαζόταν. Θα πηγαίναμε στο Μετόχι Κύκκου για να δει τον ηγούμενο». Ωστόσο, καθ’ οδόν έμαθαν ότι εκεί γίνονταν μάχες και έφυγαν.

«Ο Μακάριος μας είπε να περάσουμε από το καφεκοπτείο Χαραλάμπους. Ήταν κλειστό και μετά πήγαμε και αλλάξαμε το αυτοκίνητο στην Κλήρου. Πήραμε το αυτοκίνητο ενός αξιωματικού από εκεί αφού του είπα να το γεμίσει με καύσιμα», συνέχισε ο κ. Ποταμάρης, σημειώνοντας πως τότε ο ίδιος είπε ότι έπρεπε να φύγουν από τη Λευκωσία.

«Ευτυχώς δεν διαμαρτυρόταν ο Μακάριος. Ό,τι έλεγα το δεχόταν. Είχε θάρρος πολύ. Αυτό που επαναλάμβανε είναι πως δεν πίστευε ότι Έλληνες ή Κύπριοι Έλληνες θα γύριζαν όπλα εναντίον του», θυμάται.

Του έλεγα: «Σου έκαναν τόσες απόπειρες. Άλλο αν τις σταματούσαμε. Σε μισούν, το καταλαβαίνεις;».

Ο Μακάριος, σύμφωνα με τον κ. Ποταμάρη, τους είπε τότε να πάνε σε κάποιο κρησφύγετο. «Εγώ του είπα πως οι πραξικοπηματίες ξέρουν που είναι τα κρησφύγετα. Ειδοποιήσαμε τη φρουρά στο Τρόοδος να πάρουν τα όπλα και να έλθουν μαζί μας γιατί δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε στο δρόμο. Καθ’ οδόν, στο Παλαιχώρι και στα Χανδριά, είδαμε καταζητούμενους αντάρτες να είναι έξω με τα όπλα. Περάσαμε ανάμεσα από αυτούς και δεν καταλάβανε τίποτα. Μετά περάσαμε έξω από το Νοσοκομείο Κυπερούντας. Είδα έναν εθνοφρουρό με το αυτόματο στο χέρι. Δεν μας είδε. Περάσαμε».

Όπως εξήγησε ο κ. Ποταμάρης, ο Αρχιεπίσκοπος καθόταν στο πίσω κάθισμα με αυτόν και τον Νίκο Θρασυβούλου και κάθε φορά που εντόπιζαν κάποιον κίνδυνο αυτός έσκυβε για να μην τον δουν.

«Στη διασταύρωση καθ’ οδόν προς τη Λεμεσό φοβόμουν ότι μπορεί να βρίσκαμε κάποιους πραξικοπηματίες αλλά δεν είχε ευτυχώς κίνηση και περάσαμε. Στα πενήντα μέτρα από εκεί βρήκαμε τη Βαρβάρα Λυσσαρίδου να κατεβαίνει, την οποία και συνέλαβαν στη συνέχεια», πρόσθεσε.

Ο Αρχιεπίσκοπος ήθελε να πάνε στο χωριό του κ. Ποταμάρη στις Τρεις Ελιές. «Του είπα πως εγώ ήμουν σεσημασμένος και η ΕΟΚΑ Β’ θα τον αναζητούσε πρώτα εκεί. Τελικά πήγαμε στον Κύκκο. Απέναντι στη βουνοκορφή περπατούσαν κάποιοι που δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Ο αδελφός μου, επίσης αστυνομικός που ήταν στο Τρόοδος, ήλθε εκεί και του είπα και πήγε με άλλους αστυνομικούς για να ελέγξουν ποιοι είναι. Τελικά ήταν δικοί μας», μας ανέφερε.

«Μπήκαμε μέσα στο Μοναστήρι και ο Μακάριος πήγε να προσευχηθεί στην Παναγία. Ζητήσαμε από τον καλόγηρο εκεί που τον έλεγαν και εκείνο Μακάριο να μας δώσει ρούχα για τον Αρχιεπίσκοπο».

«Αυτός μας είπε ότι στο Κτήμα στην Πάφο υπάρχει ένας ραδιοσταθμός, ο άνθρωπος εκεί ο Νικολαϊδης είναι δικός μας και μπορούσε να μεταδώσει αυτά που θέλαμε», είπε ο κ. Ποταμάρης, αναφερόμενος στο γνωστό μήνυμα που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έστειλε, μέσω του ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου στον κυπριακό λαό διαψεύδοντας πως είναι νεκρός, λέγοντας μεταξύ άλλων: “…Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός».

Στο μεταξύ, συνέχισε ο κ. Ποταμάρης, «ανάμεσα σε εμάς και στην Παναγιά, στον Σταυρό της Ψώκας, υπήρχε ένα στρατόπεδο. Στείλαμε κάποιους και κλείδωσαν αυτούς που ήταν εκεί μέσα. Περάσαμε από εκεί και φτάσαμε αργά το απόγευμα στη Μητρόπολη Πάφου όπου ήταν ο Μητροπολίτης και οι αρχές της πόλης».

Εκεί έμαθαν για τις κινήσεις των ανδρών της Εθνικής Φρουράς που έρχονταν από τη Λεμεσό προς την Πάφο.

Ο Μακάριος έστειλε τον Δήμαρχο και τον Έπαρχο της Πάφου και πήγαν στο στρατόπεδο των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ήταν στην άκρια του Κτήματος για να στείλουν μήνυμα στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη ότι έγινε πραξικόπημα.

«Πήγαν αλλά εν τω μεταξύ η ακταιωρός ‘Λεβέντης’ βρισκόταν ακόμη στα ανοικτά και απέρριψα την πρόταση να φύγουμε με ένα κότερο στις ακτές απέναντι από την Κύπρο. Η ακταιωρός άρχισε να βάλλει προς τη Μητρόπολη και φύγαμε. Τελικά πήγαμε στο στρατόπεδο των Ηνωμένων Εθνών. Ο διοικητής ήλθε και μας είπε πως στο στρατόπεδο εργάζονταν και Ε/κ και Τ/κ και πως τους περιόρισε σε έναν χώρο που φρουρείτο», ανέφερε ο κ. Ποταμάρης.

Ο διοικητής τους είπε πως ήταν καθ’ οδόν προς το στρατόπεδο δύο ελικόπτερα. Όταν ήλθαν τα δυο βρετανικά ελικόπτερα το ένα κατέβηκε και το άλλο έμεινε στον αέρα για να παρακολουθεί τις κινήσεις της ακταιωρού.

«Είπα στον πιλότο του ελικοπτέρου για τις πληροφορίες μας για την ακταιωρό. Αυτός μου είπε να μην ανησυχώ και πως σε περίπτωση που κάνουν οτιδήποτε θα τους εξαφανίσουν», ανέφερε ο κ. Ποταμάρης.

Και συνέχισε: «Τα όπλα μας είπαν να τα παραδώσουμε. Τελικά δέχτηκαν να τα μεταφέρουμε μέχρι τη Βάση Ακρωτηρίου. Το δικό μου όπλο το έκρυψα και τα αυτόματα τα δώσαμε».

Θυμάται μάλιστα πως «ο διοικητής του στρατοπέδου στο Κτήμα έστειλε μήνυμα στη μητέρα του στο Λονδίνο ότι ο Μακάριος θα πήγαινε εκεί και να πάει να τον υποδεχθεί. Και όντως ήλθαν οι γονείς του στο Λονδίνο», μας είπε.

Στο εξωτερικό

Στη Βάση Ακρωτηρίου, όπου μετέβησαν με το ελικόπτερο, μπήκαν κατευθείαν στο ιδιωτικό αεροπλάνο του διοικητή των Βάσεων και πήγαν στη Μάλτα όπου η βρετανική Κυβέρνηση είχε στείλει αεροσκάφος για να τους πάρει στο Λονδίνο. Ο πιλότος του αεροσκάφους που τους μετέφερε στη Μάλτα ανέφερε πως είχαν στείλει αεροσκάφος ειδικό για παρακολουθήσεις και πως στην περιοχή υπήρχε και υποβρύχιο, είπε ο κ. Ποταμάρης.

«Στη Μάλτα μας ανέμεναν στο αεροδρόμιο ο Πρωθυπουργός, Ντομ Μιντόφ, μαζί με το Υπουργικό Συμβούλιο», συνέχισε.

Ο Μιντόφ επέμενε να μείνει ο Μακάριος εκεί και να σχηματίσει εν εξορία Κυβέρνηση. «Ο Μακάριος του είπε ότι θα μείνουμε το βράδυ αλλά το πρωί θα φύγουμε αφού είχαμε ειδοποιήσει ότι θα πηγαίναμε στα ΗΕ. Ο Μιντόφ είπε στον Υπουργό Εσωτερικών τους να βρουν ρούχα να μας φέρουν. Μείναμε στο Προεδρικό της Μάλτας και μας έφεραν ρούχα για να μπορέσουμε να κάνουμε μπάνιο και να αλλάξουμε. Για φαγητό δεν είχαμε καθόλου όρεξη», θυμάται.

«Την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε με ένα αεροπλάνο τύπου ‘Κομήτης για την Αγγλία. Προσγειωθήκαμε σε στρατόπεδο. Εκεί μας ανέμενε ο Ανδρέας Αζίνας που έτυχε να βρίσκεται τότε στην Αγγλία», ανέφερε.

«Πήγαμε σε ξενοδοχείο όπου μας ανέμενε ο τότε Πρέσβης της Κύπρου κ. Ασσιώτης. Την επομένη αναχωρήσαμε για τη Νέα Υόρκη για να μιλήσει ο Μακάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας». Όπως ανέφερε, εκεί ο συνοδός τους ήταν ένας Τούρκος αντιφρονούντας που είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη και τον καταζητούσαν οι τουρκικές αρχές.

Ακόμα και στην Αμερική, όμως, ο Μακάριος δεχόταν απειλές. «Στη Νέα Υόρκη μας έπαιρναν κάθε πέντε λεπτά τηλέφωνο στο ξενοδοχείο και απειλούσαν πως θα οργανώσουν ομάδα τύπου Άιχμαν και θα μας εκτελούσαν όλους», θυμάται ο κ. Ποταμάρης.

Η αντίδραση του Μακάριου όταν έμαθε για την τουρκική εισβολή

Εν τω μεταξύ, συνέχισε, τα ΜΜΕ στην Αμερική μετέδιδαν για την έναρξη της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο. «Μας πήραν οι δικοί μας τηλέφωνο να δούμε τα όσα μετέδιδαν. Κάποιος έπρεπε να ενημερώσει τον Μακάριο. Πήγαμε και του είπα ‘Μακαριότατε έχω μια είδηση η οποία δεν είναι ευχάριστη’. ‘Εισέβαλαν οι Τούρκοι;’ μου είπε».

“Του απάντησα ‘μάλιστα αυτή τη στιγμή γίνεται η εισβολή’. ‘Παναγία μου. Τι θα κάνουμε τώρα; Δεν πρόκειται οι Τούρκοι να φύγουν’, έλεγε, και χτυπούσε την κεφαλή του στον τοίχο».

«Εγώ του απάντησα πως αυτοί που τα έκαναν φταίνε και όχι αυτός. Τον ηρέμησα και μου είπε να ειδοποιήσω τον Μόνιμο Αντιπρόσωπό μας στη Νέα Υόρκη και τον Πρέσβη μας στην Ουάσιγκτον. Τους ειδοποίησα και ήλθαν και άρχισαν να επικοινωνούν πρώτα από όλα με τους φιλικούς τους Πρέσβεις», ανέφερε.

Το παιδί που αναγνώρισε τον Μακάριο στην Αμερική

«Μια ημέρα ο Μακάριος με παρακάλεσε να βγει έξω να περπατήσει γιατί ήταν συνέχεια κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο. Του είπα πως δεν μπορούμε γιατί θα μας σκότωναν», ανέφερε ο κ. Ποταμάρης.

«Τελικά διευθετήσαμε να έλθει και άλλη φρουρά και να οπλιστούμε για να τον πάρουμε κάτω έστω και για μια ώρα. Τηλεφώνησε ο αρμόδιος εκεί στην Ουάσιγκτον και έστειλαν και άλλη φρουρά για να κατεβούμε κάτω αλλά όχι για πάνω από μια ώρα».

Σύμφωνα με τον κ. Ποταμάρη, εκεί είχε μια τεράστια δεξαμενή και κάποια παιδιά έτρεχαν γύρω από αυτήν. «Ο Μακάριος αγαπούσε τα παιδιά και άρχισε να τρέχει μαζί τους και αρχίσαμε και εμείς να τρέχουμε. Ένας από τους μικρούς τότε είπε: “Oh My God. This is Makarios.” (“Ω Θεέ μου. Αυτός είναι ο Μακάριος»)», ανέφερε ο κ. Ποταμάρης.

«Αυτό δείχνει πόσο γνωστός ήταν όταν τον αναγνώριζαν ακόμα και μικρά παιδιά στην Αμερική. Τότε αμέσως του είπα και βγήκαμε πάνω. Ήταν ντυμένος με πολιτικά ρούχα, φορούσε τη ρεπούμπλικα του, και τα άμφιά του τα φορούσε μόνο όταν πήγαινε σε εκκλησίες», θυμάται.

Ο Μακάριος εργαζόταν πολύ και έτρωγε λίγο

«Φτάσαμε στο σημείο που ο Μακάριος δυσκολευόταν να δει. Ήταν κλειστός σε ένα δωμάτιο. Εργαζόταν πολύ, έγραφε ομιλίες κλπ και είχε ένα θέμα με τα μάτια του. Ο οφθαλμίατρος που ήλθε να τον δει του είπε να σταματήσει για ένα χρονικό διάστημα. Τα φαγητά που έτρωγε έπρεπε να τα δοκιμάζω εγώ πρώτος και μετά να φάει εκείνος. Δεν έτρωγε όμως πολύ και κάπνιζε αρειμανίως», συνέχισε.

Στο μεταξύ μετέβησαν και κάποιες φορές τότε στην Αγγλία για να λειτουργεί ο Μακάριος σε εκκλησίες και να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο. «Στην Αμερική, δε, πήγαμε και στο Σικάγο και σε άλλες περιοχές όπου μιλούσε σε συγκεντρώσεις στις οποίες παρευρίσκονταν χιλιάδες πρόσωπα. Η ψυχολογία του ήταν άριστη είχε και θάρρος και τόλμη», θυμάται ο κ. Ποταμάρης.

Όπως είπε, τον Αύγουστο όταν γίνονταν οι συνομιλίες στη Γενεύη ο Μακάριος τον έστειλε μαζί με τον Ανδρέα Αζίνα να πάνε στη Γενεύη για να παρακολουθούν τι γίνεται και να τον ενημερώνουν.

Η έγνοια του Μακάριου για τις οικογένειες των συνεργατών του

Ο Αρχιεπίσκοπος, είπε ο κ. Ποταμάρης, τους ρωτούσε για τις οικογένειές τους. «Εγώ του έλεγα ‘άσε την οικογένεια. Τώρα έχουμε να σώσουμε εσένα και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε’».

«Ο Αρχιεπίσκοπος συνέχισε να με ρωτά για την οικογένειά μου. ‘Δεν ξέρω. Ο Θεός είναι μεγάλος. Εύχομαι και προσεύχομαι να μην τους σκοτώσουν’, του έλεγα».

Όταν ήμασταν στο εξωτερικό, συνέχισε, «ο Μακάριος διευθέτησε και μίλησα στο τηλέφωνο με τη σύζυγό μου. Όπως μας είπαν, την οικογένειά μου την μετακινούσαν συνεχώς λόγω του κινδύνου να συλλάβουν τον γιό μου για να με υποχρεώσουν να παραδοθώ», ανέφερε.

«Επίσης ο Μακάριος, επικοινώνησε με τον Πρωθυπουργό της Αγγλίας και του είπε να φέρουν την οικογένειά μου. Τη νύχτα μας ειδοποίησαν από ένα στρατόπεδο στη Βόρεια Αγγλία ότι η οικογένειά μου ήλθε για να με δει». Όπως και έγινε.

Η επιστροφή

Στα τέλη Νοεμβρίου 1974 ο Μακάριος επέστρεψε στην Αθήνα. Βγήκε στον εξώστη του ξενοδοχείου όπου διέμενε στο Σύνταγμα για να μιλήσει. Εκεί υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι. Τότε υπήρξε διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο Μακάριος μίλησε με τον Καραμανλή και σε λίγο επανήλθε η ηλεκτροδότηση, ανέφερε ο κ. Ποταμάρης.

Μετά, ειδικό αεροπλάνο από την Ελλάδα τους μετέφερε στο Ακρωτήρι στις αρχές Δεκεμβρίου και από εκεί μετέβησαν με βρετανικά ελικόπτερα στην Αγγλική Σχολή. Έτσι κατάφεραν να φέρουν τον Μακάριο πίσω στην Κύπρο πέντε σχεδόν μήνες μετά το πραξικόπημα.

Μαρία Κονιώτου / ΚΥΠΕ

Exit mobile version