16 Ιουνίου, 2025
7:24 πμ

Ούτε η δύσκολη καθημερινότητα των απλών ανθρώπων που χειροτερεύει εξαιτίας της οικονομικής αποσταθεροποίησης, αλλά ούτε και ζητήματα όπως το Κυπριακό ή η επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ εξαιτίας της γενοκτονίας στη Γάζα, φαίνεται να είναι αυτά που καθορίζουν την ένταση και τον προσανατολισμό των εσωτερικών εξελίξεων στη Τουρκία. Τουλάχιστον σε ότι αφορά στη συγκυρία από τις αρχές του 2025 μέχρι και σήμερα, η απόφαση του ΡΚΚ για αυτοδιάλυση και η νέα μορφή καταστολής της αντιπολίτευσης μέσα από τη σύλληψη Ιμάμογλου, είναι οι δύο εξελίξεις που επηρεάζουν τους σχεδιασμούς επιβίωσης της εξουσίας. Αν και φαινομενικά ασύνδετες, οι δύο αυτές εξελίξεις και οι συνέπειες που θα αφήσουν πίσω τους, θα καθορίσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό κάποια σημαντικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας μελλοντικά.

Η διάλυση του ΡΚΚ και η κριτική που δέχεται

Η απόφαση του ΡΚΚ να προχωρήσει στην αυτοδιάλυσή του συνιστά ιστορική καμπή που μπορεί να μεταμορφώσει ριζικά το τοπίο του τουρκικού κράτους σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του Κουρδικού και όχι μόνο. Πέραν του στοιχείου της αποστρατιωτικοποίησης του Κουρδικού προβλήματος, η απόφαση του ΡΚΚ είναι αυτή που στο επόμενο χρονικό διάστημα θα θέσει σε κίνηση τις προοπτικές ενσωμάτωσης ολόκληρου του κουρδικού κινήματος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, είναι η απόφαση που θα απαντήσει στα ερωτήματα εάν όντως μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια ενσωμάτωση σε αυταρχικές συνθήκες όπως αυτές που χαρακτηρίζουν την Τουρκία σήμερα. Θα απαντήσει μέρος του εξής διλήμματος: μπορεί να υπάρξει ειρήνη σε ένα μη δημοκρατικό πλαίσιο;

Συνεπώς ο μεγαλύτερος προβληματισμός που προκύπτει σε αυτό το σημείο είναι ότι ο αφοπλισμός του ΡΚΚ, αν δεν συνοδευτεί από θεσμικές εγγυήσεις και πραγματικές προοπτικές ισότιμης συμμετοχής των Κούρδων στο πολιτικό σύστημα, μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της μονομερούς αποδυνάμωσης και όχι της ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτή είναι και η πιο έντονη κριτική που δέχεται το σύνολο του κουρδικού κινήματος από άλλα μέρη της τουρκικής – κυρίως αριστερής – αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα οι κριτικές που εκφράζονται από αντιπολιτευτικούς δρώντες εκτός του κουρδικού κινήματος επικεντρώνονται στο ότι η μέχρι σήμερα απουσία συγκεκριμένων δεσμεύσεων από την πλευρά του τουρκικού κράτους για μια περιεκτική και ολοκληρωμένη επίλυση του Κουρδικού, υπογραμμίζει το ενδεχόμενο η απόφαση αυτοδιάλυσης και αφοπλισμού του ΡΚΚ να μετατραπεί σε μηχανισμό αρνητικής ενσωμάτωσης των Κούρδων σε ένα καθεστώς που καθορίζει μονομερώς τους όρους της συνύπαρξης. Στο σημείο αυτό, μέρη της τουρκικής αντιπολίτευσης που ασκούν κριτική στο κουρδικό κίνημα υπογραμμίζουν ότι χωρίς περαιτέρω πιέσεις με στόχο την ανατροπή της αυταρχικής διακυβέρνησης Ερντογάν, το κίνημα των Κούρδων θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μετατροπής του σε συμβολικό σύμμαχο του καθεστώτος, χωρίς διαπραγματευτική ισχύ και χωρίς στρατηγική αυτονομία.

Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς Ερντογάν κατορθώνει να εκμεταλλευτεί τις ρήξεις εντός της ευρύτερης αντιπολίτευσης. Αντί να προχωρήσει προς τη διάνοιξη ενός χώρου που θα ευνοεί τη δημοκρατική διαβούλευση επί των κεντρικών θεμάτων του Κουρδικού με τρόπο που να αφορά στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, επιδιώκει να ενσωματώσει το Κουρδικό ζήτημα στο αφήγημα της «εθνικής ενότητας» και ως ένα θέμα «τρομοκρατίας» και μόνο. Σε αυτή την αντίληψη εκείνο που ξεχωρίζει είναι η εξής πολιτική θέση: Οι Κούρδοι και η Τουρκία δεν αντιμετωπίζουν κανένα άλλο πρόβλημα εκτός από αυτό της «τρομοκρατίας» του ΡΚΚ. Εφόσον η οργάνωση διαλυθεί, το ζήτημα θεωρείται λήξαν. Το ερώτημα που ανακύπτει, λοιπόν, δεν είναι αν τερματίζεται η σύγκρουση στο Κουρδικό, αλλά αν οι όροι του τερματισμού λειτουργούν υπέρ μιας δημοκρατικής λύσης ή υπέρ της καθυπόταξης της διαφορετικότητας στο πλαίσιο μιας αυταρχικά κατασκευασμένης εθνικής ενότητας.

Ποια τα διλήμματα του κουρδικού πολιτικού κινήματος;

Το κουρδικό πολιτικό κίνημα στην Τουρκία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με ένα πλέγμα διλημμάτων που συνδέονται όχι μόνο με την αναθεώρηση της στρατηγικής του, αλλά και με την ίδια του την πολιτική υπόσταση στο νέο πλαίσιο. Το πρώτο και πλέον οξύ δίλημμα αφορά τη διαχείριση της μετάβασης από την ένοπλη δράση στην πολιτική συμμετοχή. Η αυτοδιάλυση του ΡΚΚ καθιστά επιτακτική την ανάγκη για έναν επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα του κινήματος, ωστόσο χωρίς την ύπαρξη ενός θεσμικά κατοχυρωμένου πλαισίου προστασίας της κουρδικής ταυτότητας και εκπροσώπησης, η μετάβαση αυτή διατρέχει τον κίνδυνο να εκφυλιστεί.

Το δεύτερο δίλημμα αφορά τη σχέση του κινήματος με την εξουσία. Η συμμετοχή του κουρδικού πολιτικού χώρου, και ειδικότερα του Κόμματος Δημοκρατίας και Ισότητας των Λαών (DEM Parti), σε ετερόκλητες πολιτικές συμμαχίες που διαμορφώνονται υπό την αιγίδα του καθεστώτος, είναι μια απομακρυσμένη πιθανότητα. Αλλά αποτελεί και το επίκεντρο της κριτικής εναντίον του. Το δίλημμα έγκειται στο αν η ενσωμάτωση σε μια συνεργασία με την εξουσία Ερντογάν συνιστά στρατηγικό βήμα για την ολοκληρωτική αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας ή αν αντιπροσωπεύει έναν μηχανισμό ελέγχου, όπου το δημοκρατικό δυναμικό του κινήματος εξουδετερώνεται μέσω της συμπερίληψης σε μια αυταρχική εξουσία.

Το τρίτο δίλημμα σχετίζεται με την εσωτερική συνοχή του ίδιου του κουρδικού κινήματος. Η εγκατάλειψη του ένοπλου δρόμου, δίχως αντίστοιχη πρόοδο στο πεδίο των δικαιωμάτων, μπορεί να προκαλέσει ρήγμα ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και τη λαϊκή της βάση, η οποία ενδέχεται να εκλάβει τις κινήσεις συμβιβασμού ως απόρριψη της ιστορικής εμπειρίας του αγώνα των Κούρδων. Αυτή η εσωτερική ένταση απειλεί να διαβρώσει την πολιτική αξιοπιστία του κινήματος, καθιστώντας δύσκολη τη χάραξη ενιαίας και συγκροτημένης στρατηγικής.

Η σύλληψη Ιμάμογλου και τα μηνύματα προς το λαό

Η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, συνεχίζει να εμπεριέχει ένα ποιοτικά φορτισμένο μήνυμα. Αυτό το μήνυμα από την εξουσία προς την κοινωνία υπερβαίνει την περιστασιακή καταστολή ενός πολιτικού αντιπάλου. Αγγίζει τον πυρήνα της σχέσης μεταξύ εξουσίας και νομιμοποίησης της στο αυταρχικό πλαίσιο που έχει συγκροτήσει το καθεστώς Ερντογάν. Η ενέργεια αυτή δεν αποσκοπεί απλώς στην εξουδετέρωση ενός εκλογικά επικίνδυνου προσώπου, όπως ο Ιμάμογλου. Λειτουργεί περισσότερο μια πράξη που δηλώνει ότι η πολιτική επιτυχία, ακόμη και όταν αποκτάται με εκλογικά μέσα, δεν συνιστά από μόνη της επαρκές κριτήριο θεσμικής επιβίωσης αν δεν ευθυγραμμίζεται με τη βούληση του ηγεμονικού κέντρου.

Το μήνυμα της σύλληψης Ιμάμογλου είναι διττό: αφενός απευθύνεται προς την ίδια την αντιπολίτευση, προειδοποιώντας ότι η διαδρομή προς την εξουσία δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά εκλογική, εάν δεν συνοδεύεται από σιωπηρή αποδοχή των όρων που θέτει το καθεστώς. Αφετέρου απευθύνεται στο εκλογικό σώμα και την κοινωνία, υποδηλώνοντας πως η «λαϊκή βούληση» είναι επιτρεπτή μόνο στον βαθμό που επιβεβαιώνει και δεν αμφισβητεί τη υφιστάμενη τάξη πραγμάτων.

Η ποιότητα αυτού του μηνύματος έγκειται ακριβώς στη ρήξη του με τον δημοκρατικό συμβολισμό της κάλπης, την οποία ο ίδιος ο Ερντογάν στο παρελθόν χρησιμοποίησε ως μηχανισμό νομιμοποίησης. Η σύλληψη ενός πολιτικού που κέρδισε επανειλημμένα με σαφές λαϊκό έρεισμα μετατοπίζει το πολιτικό νόημα της εκλογικής διαδικασίας από πεδίο παραγωγής εξουσίας σε μηχανισμό που τελεί υπό αίρεση, εφόσον παράγει «λανθασμένα» αποτελέσματα.

Που και πως τέμνονται οι δύο εξελίξεις;

Η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου και η αυτοδιάλυση – αφοπλισμός του ΡΚΚ, ως δύο αλληλοτεμνόμενες εξελίξεις, δημιουργούν έναν νέο πολιτικό ορίζοντα στην Τουρκία όπου η σχέση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) με το κουρδικό κίνημα καθορίζεται εκ νέου, τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και σε επίπεδο πολιτικής συγκρότησης. Από πλευράς Ερντογάν, η ταυτόχρονη στοχοποίηση ενός λαϊκά νομιμοποιημένου ηγέτη της κεμαλικής αντιπολίτευσης και η αναστολή της ένοπλης πίεσης από πλευράς Κούρδων, εντάσσονται σε μια λογική αυταρχικής αναδιάρθρωσης του πολιτικού πεδίου. Στόχος είναι να απονομιμοποιηθούν οι πιο σοβαροί εναλλακτικοί πόλοι εξουσίας.

Η σύλληψη Ιμάμογλου, πέρα από την προφανή της λειτουργία ως εσωτερικής πειθαρχίας του πολιτικού ανταγωνισμού, επηρεάζει άμεσα το κουρδικό πολιτικό κίνημα διότι εκλαμβάνεται ως μήνυμα για το ποιο είναι το «επιτρεπτό εύρος» της πολιτικής διαφοροποίησης και ανηπακοής. Ακόμη και ένας δρώντας που κινείται εντός των ορίων του κράτους, εφόσον συγκεντρώνει ηγεμονικές δυνατότητες, καθίσταται στόχος εξουδετέρωσης. Αυτή η διαπίστωση ενισχύει την καχυποψία του κουρδικού κινήματος απέναντι στην προοπτική εκδημοκρατισμού, εφόσον διαφαίνεται ότι το καθεστώς δεν ανέχεται ούτε θεσμικά νομιμοποιημένες αντιπολιτευτικές φωνές όταν απειλούν την ηγεμονία του.

Παράλληλα, η δυναμική που δημιουργείται εντός του CHP αναγκάζει το κόμμα να επανατοποθετηθεί ως προς τη σχέση του με τους Κούρδους. Η ηγετική φυσιογνωμία Ιμάμογλου λειτουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα στον κοσμικό-δημοκρατικό χώρο και το κουρδικό εκλογικό σώμα, ιδίως μετά τη θεαματική του νίκη στην Κωνσταντινούπολη το 2019, η οποία κατέστη εφικτή σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ψήφο των Κούρδων. Η δίωξή του, ωστόσο, επιφέρει όχι μόνο κρίση αντιπροσώπευσης εντός του CHP, αλλά και κρίση αξιοπιστίας στη σχέση του με το DEM Parti, καθώς το κουρδικό κόμμα καλείται να σταθμίσει αν το κεμαλικό κόμμα θα υπερασπιστεί έμπρακτα τις προοδευτικές του δεσμεύσεις ή θα υποκύψει στις πιέσεις για αποστασιοποίηση από τον διωκόμενο ηγέτη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σύλληψη Ιμάμογλου αποκτά και διαμεσολαβητική λειτουργία. Εξαναγκάζει το CHP να επιλέξει αν θα ανασυγκροτήσει μια στρατηγική δημοκρατικής συμμαχίας με το κουρδικό κίνημα ή αν θα υποκύψει σε λογικές εθνικής ομοιομορφίας αναζητώντας «ουδέτερες» εκδοχές αντιπολίτευσης, όπως έκανε στο παρελθόν. Το ζήτημα της σχέσης με τους Κούρδους καθίσταται πλέον κεντρικό όχι ως εκλογικό άθροισμα, αλλά ως δομική προϋπόθεση για την επιβίωση της ίδιας της αντιπολίτευσης ως πολιτικής δυνατότητας στη μελλοντική Τουρκία.

Η σημερινή πολιτική συγκυρία λοιπόν φέρνει το κουρδικό και το κεμαλικό αντιπολιτευτικό κίνημα σε τροχιά συγκλίνουσας υπαρξιακής πίεσης. Η τύχη του ενός συνιστά δείκτη για τη δυνατότητα του άλλου να ασκήσει πολιτική υπό όρους αυτονομίας. Μέσα σε αυτό το πλέγμα, οι συμμαχίες δεν μπορούν πλέον να οικοδομούνται σε συγκυριακές συνεννοήσεις, αλλά προϋποθέτουν κοινό στρατηγικό όραμα για τη δημοκρατία υπό συνθήκες ηγεμονικής αυταρχίας. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι η πιο πάνω διαπίστωση παραμένει θεωρητική και κάπως «αφηρημένη» εφόσον δεν υλοποιείται με πρακτικό τρόπο. Είναι μάλιστα γεγονός ότι στο πρόσφατο παρελθόν, το CHP ήταν αυτό που ακολούθησε επιλογές ενσωμάτωσης του στο αυταρχικό πλαίσιο συμβάλλοντας στην περιθωριοποίηση των Κούρδων.

Η δυσκολία στη δημιουργία ενός μεγάλου αντιπολιτευτικού μετώπου

Η κριτική που ασκείται στο CHP εστιάζει στην παθητικότητα, τη θεσμική συμμόρφωση και τη στρατηγική ασάφεια που χαρακτήρισε την αντίδρασή του απέναντι στις πιο σοβαρές στιγμές της αυταρχικής αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα μετά το 2015. Το κόμμα των κεμαλιστών δεν επέδειξε πολιτική αποφασιστικότητα ούτε στις καθοριστικές νομικές και θεσμικές τομές – όπως η άρση της βουλευτικής ασυλίας των Κούρδων, η αποδοχή του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, η αποτυχία αμφισβήτησης του δημοψηφίσματος του 2017, και η σιωπηρή αποδοχή της πρακτικής των διορισμένων επιτρόπων στη θέση εκλεγμένων δημάρχων – ούτε κατάφερε να διαμορφώσει ένα πραγματικό αντίβαρο στην ηγεμονία του Ερντογάν. Αντί για μετωπική πολιτική αντιπαράθεση και συγκρότηση ενός δημοκρατικού συνασπισμού με το κουρδικό κίνημα και άλλες προοδευτικές δυνάμεις, το CHP συχνά λειτούργησε εντός του πλαισίου που του υπέβαλε η εξουσία, επιδιώκοντας την επιβίωσή του μέσω θεσμικής υποταγής και αποφυγής «καυτών» ζητημάτων, όπως το Κουρδικό.

Το CHP αποδέχτηκε τη ρητορική της εθνικής ασφάλειας, αποφεύγοντας συστηματικά την αντιπαράθεση με τις «κόκκινες γραμμές» του καθεστώτος, οι οποίες αφορούσαν τόσο την κριτική του ένοπλου αγώνα όσο και την πολιτική εκπροσώπηση των Κούρδων. Αυτή η στρατηγική «προσαρμοστικής αντιπολίτευσης» – στην οποία η νομιμότητα της πολιτικής δράσης καθορίζεται από το αν είναι αποδεκτή από το καθεστώς – καθιστά το CHP τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της αυταρχικής ενσωμάτωσης.

Αντίθετα, το κουρδικό πολιτικό κίνημα, παρά την έντονη κρατική καταστολή, τις φυλακίσεις, τη στοχοποίηση και τις διαρκείς νομικές διώξεις, διατήρησε μια θέση έντονα επικριτική απέναντι στην εξουσία. Ακόμη και όταν κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε «υπόγειες» συνομιλίες με τον Ερντογάν, το DEM Parti δεν ενέδωσε σε συναλλαγές που συνεπάγονται εγκατάλειψη της πολιτικής αυτονομίας με αντάλλαγμα περιορισμένα οφέλη. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν η εναντίωση του κουρδικού κινήματος τόσο στο νέο σύνταγμα του 2017, όσο και στο προεδρικό σύστημα.

Επομένως, ο δρών που δέχθηκε τη βαθύτερη και πιο συστημική ενσωμάτωση από την εξουσία του Ερντογάν είναι το CHP και όχι το κουρδικό κίνημα. Το CHP λειτούργησε, είτε συνειδητά, είτε υπό πίεση ως ένας μηχανισμός κανονικοποίησης της αυταρχικής μετάβασης της Τουρκίας στα χρόνια του Ερντογάν. Το έκανε αυτό είτε δια της σιωπής είτε δια της συναίνεσης σε κρίσιμες στιγμές που τις περισσότερες φορές αφορούσαν στο Κουρδικό πρόβλημα και τη θέση των Κούρδων στην Τουρκία. Η αντιπολίτευση αυτή, ακόμη και όταν υποβαλλόταν σε καταστολή, δεν συγκρότησε ουσιαστικό αντιπαραθετικό λόγο. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές παρέμενε εντός των ορίων που επέβαλε το καθεστώς, καθιστώντας τον εαυτό της ένα «λειτουργικό τμήμα» του ελεγχόμενου πλουραλισμού του νέου αυταρχικού μοντέλου του Ερντογάν.

Συνεπώς σε αυτή την πολιτική συγκυρία όντως υπάρχει η δυνατότητα μιας ποιοτικής αλλαγής στην εξουσία της Τουρκίας. Όμως την ίδια στιγμή η πραγματική αυτή δυνατότητα εξαρτάται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό από την ικανότητα της αντιπολίτευσης να καταλήξει σε ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα αρχών. Ιδιαίτερα όμως αυτή η πραγματική δυνατότητα εξαρτάται από το CHP. Αν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα στενά ιδεολογικά του πλαίσια και αν θα πετύχει να πείσει το κουρδικό κίνημα ότι η δημοκρατική λύση του Κουρδικού προβλήματος μπορεί να είναι εφικτή προοπτική μιας άλλης διακυβέρνησης εκτός του Ερντογάν.

*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Exit mobile version