«Δεν είμαι σεξουαλικός θηρευτής, είμαι “παραβάτης”», είχε δηλώσει το 2011. «Είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν δολοφόνο και κάποιον που κλέβει ένα κουλούρι». Η φράση δεν αποτυπώνει μόνο τον κυνισμό της σύγκρισης, αλλά και την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που μιλούσε σαν να γνώριζε ότι, ό,τι κι αν έκανε, θα υπήρχε πάντα ένα προστατευτικό πλέγμα: χρήμα, κοινωνικό κύρος, διασυνδέσεις και σιωπή.
Ο Τζέφρι Έπσταϊν πέθανε στις 10 Αυγούστου 2019 σε κελί φυλακής στη Νέα Υόρκη, ενώ ανέμενε να δικαστεί – χωρίς δυνατότητα εγγύησης – για κατηγορίες sex trafficking ανηλίκων. Ο θάνατός του, που επισήμως αποδόθηκε σε αυτοκτονία, έβαλε τέλος στη δικαστική διαδικασία, αλλά άφησε ανοιχτά τα ερωτήματα γύρω από το εύρος των πράξεών του και το δίκτυο ισχυρών προσώπων που τον περιέβαλλε.
Είχε ήδη πίσω του μια καταδίκη για αδίκημα που αφορούσε κακοποίηση ανηλίκων και είχε καταχωριστεί ως σεξουαλικός παραβάτης. Κι όμως, ανάμεσα στις δύο αυτές στιγμές, συνέχισε να ζει σαν άνθρωπος «πάνω από την κατηγορία»: με έπαυλες, ιδιωτικά αεροσκάφη, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και επιχειρηματίες να περνούν από το περιβάλλον του – και με ένα οικονομικό αποτύπωμα που ποτέ δεν εξηγήθηκε πειστικά στον δημόσιο χώρο.
Σήμερα η υπόθεση επιστρέφει, όχι μόνο ως ιστορία εγκλήματος, αλλά ως τεστ θεσμικής μνήμης. Ο νόμος Epstein Files Transparency Act υποχρεώνει το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα τα αρχεία των ποινικών ερευνών που αφορούν τον Έπστιν σε αναζητήσιμη μορφή, με προθεσμία που οδηγεί στην 19η Δεκεμβρίου 2025.
Στη δημοσιότητα έχουν δοθεί δεκάδες εικόνες από τα ακίνητά του, την πολυτελή ζωή που ζούσε και τις γνωριμίες του με πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες. Το ερώτημα επιστρέφει πιο ωμό: πόσα «σήματα κινδύνου» υπήρχαν – και γιατί τόσοι πολλοί προτίμησαν να τα αγνοήσουν;
1) Το πρώτο καμπανάκι: καθηγητής χωρίς πτυχίο – σε σχολείο της ελίτ
Πριν γίνει «άνθρωπος του χρήματος», δίδαξε μαθηματικά και φυσική στο Dalton School στο Μανχάταν, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ο ίδιος δεν είχε πτυχίο. Κι όμως βρέθηκε να διδάσκει σε ένα περιβάλλον όπου συγκεντρώνονται οικογένειες με πλούτο, επιρροή και πρόσβαση.
Στην αφήγηση των χρόνων που ακολούθησαν, αυτό παρουσιάστηκε ως ιδιόρρυθμο ταλέντο που «τον έσπρωξε προς τα πάνω». Στην πραγματικότητα, ήταν το πρώτο δομικό μοτίβο της ιστορίας του: οι θεσμοί δεν τον αντιμετώπισαν ως ερωτηματικό, αλλά ως «εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα».
2) Η Wall Street, ο “PSD” και η ανάβαση με ταχύτητα που ζαλίζει
Το 2002, το New York Magazine τον περιγράφει σχεδόν σαν αίνιγμα: ένας πρώην καθηγητής μαθηματικών που βρέθηκε στη Bear Stearns, ανεβαίνει γρήγορα, γίνεται partner το 1980 και λίγο μετά φεύγει για να στήσει τη δική του εταιρεία.
Στο ίδιο κείμενο, η Bear περιγράφεται ως χώρος που εκτιμά τους «πεινασμένους, έξυπνους, χωρίς φανταχτερά πτυχία» – τους λεγόμενους PSDs (“poor, smart, deep desire to be rich”). Ο Έπστιν «κούμπωνε» τέλεια: μυαλό, φιλοδοξία και απόλυτη άνεση να κινείται ως κάποιος που ανήκει.
Μέχρι εδώ, θα μπορούσε να είναι μια τυπική ιστορία ενός αυτοδημιούργητου στελέχους. Μόνο που, σχεδόν αμέσως, γίνεται κάτι που δεν ταιριάζει σε καμία συμβατική οικονομική βιογραφία.
3) Η εταιρεία-μυστήριο και το χρήμα χωρίς αφήγηση
Στο προφίλ του 2002, ο Έπστιν εμφανίζεται να «τρέχει» έως και 15 δισ. δολάρια για υπερ-πλούσιους πελάτες, με λίστα που δεν αποκαλύπτεται. Ο ίδιος παρουσιάζεται ως άνθρωπος που δεν δίνει «ευθεία απάντηση» για το τι ακριβώς κάνει, ενώ ακόμη και έμπειροι άνθρωποι της αγοράς τον περιγράφουν ως “Gatsbyesque” φιγούρα: όλοι τον έχουν ακουστά, ελάχιστοι ξέρουν τι πραγματικά είναι.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό: ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δουλεύει με κανόνες που θυμίζουν «ιδιωτική μοναρχία».
Θέλει πελάτες με περιουσία άνω του 1 δισ., παίρνει πλήρη έλεγχο, ζητά ακόμη και πληρεξουσιότητα για να κινεί κεφάλαια και αποφάσεις. Ένα μοντέλο που, αν ισχύει όπως περιγράφεται, απαιτεί κάτι σπανιότερο από το χρήμα: απαιτεί τυφλή εμπιστοσύνη.
Κι εκεί εμφανίζεται ο πιο κρίσιμος κόμβος της ιστορίας του.
4) Ο άνθρωπος-κλειδί πίσω από την «νομιμοποίηση»
Το ίδιο άρθρο του 2002 δίνει λεπτομέρειες που σήμερα διαβάζονται σαν προειδοποίηση που δεν αξιολογήθηκε: ο Λέσλι Γουέξνερ, ιδρυτής της Limited, παρουσιάζεται ως μέντορας και βασικός πελάτης. Η περίφημη έπαυλη του Έπστιν στο East 71st Street – ένα οκταώροφο σπίτι περίπου 1.300 τμ – είχε αγοραστεί από τον Γουέξνερ το 1989 και πέρασε στον Έπστιν τη δεκαετία του ’90, με διαφορετικές εκδοχές για το τίμημα.
Δεν είναι λεπτομέρειες lifestyle. Είναι ο μηχανισμός της ισχύος: όταν ένας δισεκατομμυριούχος σε «βαφτίζει» έμπιστο, αγοράζεις κάτι πολύ μεγαλύτερο από ακίνητα. Αγοράζεις είσοδο σε κυκλώματα, θεσμούς, ανθρώπους που σε αντιμετωπίζουν σαν “safe bet”. Ο ίδιος ο Γουέξνερ έχει πει ότι τον εξαπάτησε, τον χειραγώγησε και του υπεξαίρεσε τεράστια ποσά.
5) Ιδιωτικό νησί, στόλος αεροσκαφών, «σαλόνι» επιστημόνων: η εξουσία ως σκηνικό
Το 2002 ο Έπστιν παρουσιάζεται ως άνθρωπος που ζει σαν να έχει δικό του κράτος: επιχειρεί από ιδιωτικό νησί στον Άγιο Θωμά, πετάει εκατοντάδες ώρες τον χρόνο με Boeing 727 και άλλα αεροσκάφη, έχει έπαυλες σε Νέα Υόρκη, Παλμ Μπιτς και Νέο Μεξικό.
Παράλληλα «συλλέγει» λαμπρά μυαλά: νομπελίστες, καθηγητές, ερευνητές, ανθρώπους των επιστημών που εμφανίζονται να συνομιλούν μαζί του σαν να είναι “φυσικός” του επιπέδου τους.
Εδώ χτυπά ένα καμπανάκι που δεν έχει σχέση με το τι αποδείχθηκε αργότερα στο ποινικό πεδίο. Έχει σχέση με το πώς χτίζεται η ασπίδα ενός ανθρώπου: όταν έχεις δίπλα σου επιστήμονες και πρώην προέδρους, όταν εμφανίζεσαι ως φιλάνθρωπος που χρηματοδοτεί έρευνα, η κοινωνία δυσκολεύεται να σε δει ως ύποπτο. Είναι το πιο αποτελεσματικό «χαρτί κανονικότητας».

6) Οι φωτογραφίες με τους ισχυρούς
Η σχέση με ισχυρούς ανθρώπους έγινε τμήμα του μύθου του – και ταυτόχρονα τμήμα της άμυνάς του.
Ο ίδιος ο Έπστιν φαίνεται να αντιμετώπιζε την πολιτική ως συλλεκτικό άθλημα. Η ισχύς εδώ δεν είναι ιδεολογία. Είναι πρόσβαση.
Το ότι πολιτικοί, ακαδημαϊκοί διεθνούς φήμης, άνθρωποι με χρήμα, κύρος και επιρροή τον γνώριζαν και φωτογραφίζονταν μαζί του δεν συνιστά απόδειξη ενοχής τους. Αλλά εξηγεί πως ο ίδιος χρησιμοποιούσε το σύστημα γύρω του λειτούργησε σαν πλυντήριο.
7) 2005–2008: το σημείο που το καμπανάκι έγινε σειρήνα – και πάλι δεν τον σταμάτησε
Όταν οι καταγγελίες για ανήλικα κορίτσια εμφανίστηκαν, το σκηνικό θα έπρεπε να αλλάξει ακαριαία. Το 2005 ξεκινά η υπόθεση στη Φλόριντα. Κι όμως, το 2008 κλείνει με μια συμφωνία που του επιτρέπει να αποφύγει ομοσπονδιακές κατηγορίες, να λάβει ποινή 18 μηνών, με work release (δουλειά έξω από τη φυλακή πολλές ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα) και να αποφυλακιστεί μετά από 13 μήνες.
Για πολλούς, αυτό ήταν η στιγμή που η υπόθεση απέκτησε δεύτερο επίπεδο: όχι μόνο τι έκανε ο ίδιος, αλλά γιατί το σύστημα τού επέτρεψε να συνεχίσει.
Γιατί ένας άνθρωπος με τόσο σοβαρές καταγγελίες αντιμετωπίστηκε σαν ειδική κατηγορία;
8) Η ζωή μετά την καταδίκη: το πιο αδιανόητο “business as usual”
Μετά το 2008 ο Έπσταϊν δεν εξαφανίζεται. Αντίθετα, διατηρεί περιουσία, ακίνητα, μετακινήσεις και κύκλους. Η υπόθεση του Πρίγκιπα Άντριου και οι κατηγορίες της Βιρτζίνια Τζουφρέ κρατούν το θέμα στο προσκήνιο, ενώ ο ίδιος ο Έπστιν συνεχίζει να κινείται σαν να μη συνέβη τίποτα.
Κι εδώ βρίσκεται ένα από τα πιο ενοχλητικά καμπανάκια: αν ισχύουν τα όσα περιγράφηκαν σε μαρτυρίες – ότι δηλαδή υπήρχε «δίκτυο» στρατολόγησης και μεταφοράς ανηλίκων – τότε μιλάμε για πράγματα που δύσκολα συμβαίνουν «χωρίς να βλέπει κανείς».
Το μυστήριο δεν είναι μόνο τι συνέβη. Είναι πώς άντεξε κοινωνικά.
9) Σύλληψη, άρνηση εγγύησης, θάνατος πριν από τη δίκη
Στις 6 Ιουλίου 2019 συλλαμβάνεται στη Νέα Υόρκη, κατηγορούμενος ότι εκμεταλλεύτηκε και κακοποίησε δεκάδες ανήλικες – και ότι πλήρωνε κάποια θύματα για να στρατολογούν άλλα. Δηλώνει αθώος. Προσφέρεται να δώσει τεράστια εγγύηση και να μπει σε κατ’ οίκον περιορισμό με ιδιωτική φρουρά που θα πληρώνει ο ίδιος.
Το δικαστήριο απορρίπτει: ο κίνδυνος για την κοινότητα και ο κίνδυνος διαφυγής θεωρούνται αξεπέραστοι.
Στις 10 Αυγούστου 2019 πεθαίνει στο κελί του. Έτσι, η υπόθεση δεν φτάνει ποτέ εκεί όπου θα έπρεπε να κριθεί πλήρως: σε δίκη με αντιπαράθεση στοιχείων και ερωτήσεων προς τον ίδιο.
10) Η Μάξγουλε ο «μηχανισμός» έχει δεύτερο πρόσωπο
Μετά τον θάνατό του, η Γκιλέιν Μάξγουελ συλλαμβάνεται (2020) και καταδικάζεται (2021) για σοβαρές κατηγορίες, ανάμεσά τους sex trafficking ανηλίκων. Η υπόθεση σκιαγραφεί – μέσα από καταθέσεις και στοιχεία – έναν ρόλο στρατολόγησης και grooming. Το συμπέρασμα είναι σαφές: δεν ήταν μια ιστορία «ιδιωτικής παρεκτροπής» ενός ανθρώπου. Έμοιαζε με σύστημα.
11) Το «σκοτεινό» ερώτημα: μυστικές υπηρεσίες ή μύθος που γεννά η αφήγηση;
Κάπου εδώ γεννιούνται – και γιγαντώνονται – οι πιο βαριές υποψίες: ότι ο Έπστϊν ίσως είχε διασυνδέσεις με μυστικές υπηρεσίες. Αυτές οι υποψίες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη σωστή δημοσιογραφική πειθαρχία: είναι υποψίες, όχι αποδείξεις.
Όμως δεν εμφανίστηκαν από το κενό. Τροφοδοτήθηκαν από τρία πράγματα:
- Το οικονομικό αίνιγμα: υπερπλούτος και υπερπολυτέλεια χωρίς καθαρή, δημόσια επαληθεύσιμη αφήγηση προέλευσης.
- Η θεσμική «ιδιαιτερότητα»: η συμφωνία του 2008 που εκλαμβάνεται ως ασυνήθιστα επιεικής.
- Η αρχιτεκτονική της πρόσβασης: η ικανότητά του να βρίσκεται ανάμεσα σε πολιτική, επιχειρήσεις, ακαδημαϊκή κοινότητα – ένα περιβάλλον όπου η πληροφορία και η αδυναμία των ισχυρών γίνονται νόμισμα.
- Το μεγάλο στοίχημα των ημερών είναι αν η δημοσιοποίηση των αρχείων (ό,τι και όπως δοθεί) θα μειώσει τις «σκιές» ή θα τις πυκνώσει. Γιατί, όταν οι απαντήσεις είναι λίγες, οι θεωρίες ανθίζουν.
Η πολιτική πίεση για πλήρη αποδέσμευση των αρχείων – μετατρέπει ξανά την υπόθεση σε πεδίο σύγκρουσης: ποιος θέλει τι να βγει, ποιος φοβάται τι θα γραφτεί, ποιος κατηγορεί ποιον ότι «κρύβει».
Όμως το ουσιαστικό διακύβευμα είναι άλλο: αν το κράτος και οι θεσμοί μπορούν να δείξουν, έστω εκ των υστέρων, ότι έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν μια υπόθεση όπου η εξουσία λειτούργησε ως κουβέρτα.
Και αν η κοινωνία μπορεί να παραδεχτεί το πιο δυσάρεστο: ότι τα καμπανάκια δεν χτυπούσαν χαμηλά. Χτυπούσαν δυνατά. Απλώς, για χρόνια, ο θόρυβος της επιρροής ήταν μεγαλύτερος.
naftemporiki.gr


