20 Αυγούστου, 2025
12:47 μμ

Μιχαλάκης Γ. Τσαππαρίλας, Οι Αιχμάλωτοι Δρόμοι, και άλλα 50 Διηγήματα. Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 2023

Στον συμπολίτη γιατρό Μιχαλάκη Τσαππαρίλα επαξίως απονέμονται τα εύσημα του αληθινού Βαρωσιώτη, του απαρηγόρητου νοσταλγού και ενός οιονεί «μνημονικού τομογράφου» της γενέτειράς μας Αμμοχώστου, των παλιών καλών καιρών, των αλλοτινών ηθών και των αυθεντικών της ανθρώπων, της φυσιογνωμικής της εν τέλει χωροταξικής εντοπιότητας και της απαράμιλλης θαλασσοφίλητης ομορφιάς της. Την πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Όνειρα Γλυκά, Βαρωσιώτικα» ήλθε να συμπληρώσει η διηγηματική του συγκομιδή «Οι Αιχμάλωτοι Δρόμοι και άλλα 50 διηγήματα», αναβιώνοντας μνήμες μιας ζωής, αλλά και υπομιμνήσκοντας την οδύνη της βίαιης διακοπής της τον τραγικό Αύγουστο του 1974.

Ενδεικτικές οι αρχικές σελίδες, που συναρθρώνουν το πριν με το μετά μέσα από τα δύο βιωματικά του αφηγήματα. Το φερώνυμο του τίτλου απηχεί τις επισημάνσεις της επιμελήτριας του βιβλίου Ελίζας Παπαγεωργίου στο προλογικό της σημείωμα: «Οι “περιπλανήσεις” του στους αγαπημένους αιχμάλωτους δρόμους της γίνονται με την ευλάβεια μιας λιτανείας και με τον σεβασμό μιας εθνικής παρέλασης. Και όλα αυτά με μια γλώσσα απλή, καθημερινή, ικανή να αγγίξει την ψυχή. Και όλα αυτά με μία διαύγεια εντυπωσιακή και ένα μνημονικό αξιοθαύμαστο.». Η αφόρμηση ευρηματική σε ένα οδοιπορικό λεπτομερούς οδωνυμικής χαρτογραφίας με τα συνυπάρχοντα τότε υποστατικά και ορόσημα αφετηρίας και τέρματος την εκκλησία της Αγίας Ζώνης και τον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου. Από τις εναλλακτικές εργασίες, που μαθητής της Ε΄ τάξης το 1958 τούς αναθέτει ο δάσκαλός τους, να περιγράψουν το σπίτι τους είτε να σχεδιάσουν τους γύρω δρόμους, θα επιλέξει τη δεύτερη, για να μας καταστήσει κοινωνούς μιας κατανυκτικής περιήγησης ανάμεσα στις δύο ενορίες της πόλης. Από το δρομάκι του στην Ικάρου, παράλληλη των οδών Δερύνειας και Ακροπόλεως, διασχίζει καντούνια και γειτονιές καταγράφοντας σχολεία, σπίτια, μπακάλικα, καφενεία, ψιλικατζίδικα, εργαστήρια, εμπορικά καταστήματα, φαρμακεία και ζαχαροπλαστεία και μνημονεύοντας τους δραστήριους κατόχους τους. Σταθμεύοντας ακόμη στο σουβλατζίδικο του αεικίνητου Βάσου και παίρνοντας τη λεωφόρο Δημοκρατίας φτάνει στην είσοδο της Λέσχης του Χαρίτου, στο Βιβλιοπωλείο του Δαμασκηνού Λιασίδη και στην πάροδο της 16ης Ιουνίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Είναι εκεί, όπου τελειόφοιτος του Β΄ Γυμνασίου Αμμοχώστου, πήγαινε για να διαβάσει, συναντώντας όχι μόνο τον διευθυντή της και γνωστό λογοτέχνη Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη, καθώς και τον πολύ αγαπητό στον μαθητόκοσμο βιβλιοθηκάριο Στέφανο Ζυμπουλάκη, αλλά και τον πλατωνικό εφηβικό του έρωτα, που συνιστά την πλοκή ενός άλλου διηγήματος.

Θυμητικό έναυσμα στο δεύτερο διήγημα, που επιγράφεται «Βαρωσιώτες», ένα Ψυχοσάββατο του 1956. Με παράκληση της μητέρας του γράφει τα ονόματα των πεθαμένων τους, για να πάρει το μνημονοχάρτι μαζί με τα κόλλυφα στην εκκλησία. Είναι όλες αυτές οι προγονικές γενιές των συγγενικών τους μεγάλων οικογενειών και κατά συνεκδοχήν όλων των Αμμοχωστιανών, οι απόγονοι των οποίων μετά την κατάληψη της πόλης τους από τους Τούρκους εισβολείς διασκορπίστηκαν στους ανεπίστροφους δρόμους της προσφυγιάς, απ’ όπου δεν έπαψαν ν’ αναπολούν, κατά τον συγγραφέα, «την πόλη της νιότης και της ζωής τους όλης. Την πόλη της πληγωμένης τους καρδιάς.».

Μια άλλη νοερή περιδιάβαση στον αγαπημένο γενέθλιο τόπο των παιδικών χρόνων εικονογραφείται με ζωηρά χρώματα στο διήγημα «Ο περίπατος του Λάκη». Φέρνει στον νου στιγμιότυπα των ενασχολήσεών του πριν καν πάει σχολείο και στη διάρκεια των διακοπών, όπως κάνοντας θελήματα στο μπακαλικάκι του Μανιζατέ, απ’ όπου αγόραζαν λιχουδιές οι μαθητές του Μαντζούρειου Δημοτικού, στο υφασματοπωλείο του «Φλουρέντζου», σε διάφορα φαρμακεία, περιλαμβανομένου και εκείνου της ΠΕΟ απέναντι από το κινηματοθέατρο Ηραίον, επί πλέον στο προαναφερθέν βιβλιοπωλείο «Ο ΡΗΓΑΣ», ο ιδιοκτήτης του οποίου του χάριζε φθαρμένα βιβλία, που του ενέπνευσαν την αγάπη για τη λογοτεχνία. Δεν ξεχνά επίσης τη φιλανθρωπία μιας γειτόνισσας από τη Φιλόπτωχο και τα γενναιόδωρα φιλοδωρήματα του γιατρού Φάνου. Θυμάται ακόμη τη διαδρομή πολλών οικογενειών κάθε Δευτέρα από την εκκλησία της Αγίας Ζώνης και το καφενείο του Καζάκκου προς την οδό της 28ης Οκτωβρίου, στο τέρμα της οποίας το κωμοδρομιό του Σίμου όπου δούλευε ο πατέρας του, έως το πρώτο κτήριο του Γυμνασίου Θηλέων και το διπλανό δασάκι με τις κούνιες και τους υπαίθριους φωτογράφους. Μετά τον αστυνομικό σταθμό και το Τουρκικό Λύκειο, διαβαίνοντας τη μισοσκότεινη πύλη των τειχών, έμπαιναν στην Παλιά Αμμοχώστου για να προσκυνήσουν στην εκκλησία του Άη Γιώρκη του Ξορινού. Στον γυρισμό τους, αφού έτρωγαν τα λαχταριστά γλυκά στο ζαχαροπλαστείο του Αλή, κατευθύνονταν στο εκκλησάκι-κατακόμβη της Αγίας Αικατερίνης, για να καταλήξουν σε συγγενικό τους περιβόλι και να αγοράσουν πορτοκάλια ή μανταρίνια.

Συνταξιούχος πλέον πονά και δακρύζει, όταν έρχεται ως επισκέπτης στη χαμένη πανέμορφη πόλη του, όπως και οι άλλοι πρόσφυγες της ληξιπρόθεσμης και μη μόνιμης επιστροφής τους των άλλων εδώ διηγήσεων, μεταξύ των οποίων «Η επιστροφή του Βασίλη». Του θαλασσοθρεμμένου αυτού Αμμοχωστιανού, που δεν τον αρκεί να κολυμπά στην παραλία της Γλώσσας ώς μέσα στα βαθιά νερά προς την Καμήλα μαζί με τη γεροχελώνα μέχρι που ακούστηκαν τα σφυρίγματα του Τούρκου φρουρού, αλλά καταστρώνει το σχέδιό του να πάει στο σπίτι του, που βρίσκεται στην περίκλειστη πόλη, κι ας τον συλλάβουν κι ας τον πολυβολήσουν. Αναβάλλει όμως την εκπλήρωση του ονείρου του, μήπως τον εντοπίσουν οι κατοχικές δυνάμεις και του απαγορεύσουν πια την είσοδο στην πόλη.

Συγκινητικές οι αφηγήσεις του συγγραφέως για τους δασκάλους του με εύφημες αναφορές την αφοσίωση στο διδακτικό και παιδαγωγικό τους έργο, τη συμμετοχή τους στα πολιτισμικά δρώμενα της πόλης και την αγωνιστική προσφορά τους στην πατρίδα. Πέρα όμως από τις προσφυγικές ιστορίες των «Αιχμάλωτων Δρόμων», ο συγγραφέας στήνει και άλλα σκηνικά εκπλήξεων του βίου και της δημιουργικής του φαντασίας.

Exit mobile version