3 Σεπτεμβρίου, 2025
1:41 πμ

Το βιβλίο Τρικυμία του συγγραφέα και φιλολόγου Νίκου Τάσου εκφράζει τις αναμνήσεις του από την κατεχόμενη Γιαλούσα. Μέσα από τα δεκαέξι διηγήματα διαφαίνεται η αγάπη για την πατρίδα και τον άνθρωπο. Ο Νίκος Τάσου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο∙ ωστόσο μέχρι τα εφτά του χρόνια η Γιαλούσα είχε διαμορφώσει σημαντικά τον παιδικό του κόσμο με τις ιδιαίτερες ομορφιές της, τις παραδόσεις και τα οράματα των ανθρώπων που τόσο περίτεχνα διηγείται, αλλά και με τον πόνο του διωγμού καθώς οι Γιαλουσίτες εξαναγκάστηκαν το 1976 να ζήσουν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

Είναι αξιοσημείωτο πόσο έντονα ο συγγραφέας περιγράφει γεγονότα, ανθρώπους και συναισθήματα λες και το πέρασμα του χρόνου ματαιώνεται. Είναι εμφανές πως δεν επιδιώκει άμεσα να απεικονίσει και να τονίσει τον πόνο του πολέμου. Καταφέρνει όμως διά μέσω των χαρακτήρων να εισχωρήσει στην σκέψη του αναγνώστη ως μια παραπονεμένη φωνή, αφού έμελλε να ζήσει μακριά από τον τόπο του. Ίσως γι’ αυτό εκφράζει μέσα από τα διηγήματα του την αθωότητα που διακόπηκε με τον διωγμό. Οι θύμησες σημαδεύουν ακόμα και το παρόν, σαν γράφει στο τελευταίο διήγημα, Από του Λάξη στην Αμμόχωστο, στα Λιβάδια της Γιαλούσας, «Ένα παιδάκι διασχίζει τον δρόμο, ανηφόριζε από το ιδιωτικό ιατρείο, στο σπίτι του φίλου μας του ψαρά. Κάνω τον σταυρό μου. Κοιτάζω το παιδάκι να χάνεται τρέχοντας μέσα στα χωράφια… Η μνήμη ξυπνά … Πέντε χρονών παιδάκι διασχίζω τη φρακτή μας, περνώ στο χωράφι του Λευτέρη και διασταυρώνω τον δρόμο. Πηγαίνω να συναντήσω τον φίλο μου τον Σπύρο για να πάμε να κόψουμε τις πράσινες αναθρήκες» (σελ. 115). Πιστεύω ο Νίκος Τάσου φεύγοντας στα εφτά του χρόνια πήρε μαζί του αυτή την αθωότητα, την οποία και κουβαλάει σαν φυλαχτό στη ψυχή μέχρι σήμερα με την ελπίδα πως αν μια μέρα επιστρέψει, το παιδί εντός θα μπορεί ανώδυνα να ενώσει τα κομμάτια και να προχωρήσει.  Άλλωστε ο γυρισμός στην πατρίδα, είτε Γιαλούσα καλείται είτε Ιθάκη δεν είναι παρά η επιστροφή στην αθωότητα μ’ ένα απόθεμα γνώσεων από το ταξίδι.

Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τις ζωές των ανθρώπων μέσα από την φαντασία και την πραγματικότητα. Είναι έκδηλο πως έχει επηρεαστεί από το κίνημα του Μαγικού ρεαλισμού, το οποίο άνθισε στα μέσα του εικοστού αιώνα. Το χαρακτηρίζει μια διάθεση προς το φανταστικό, το οποίο και εντάσσει στην καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι αρχίζει και το βιβλίο με Το όνειρο της μούλας (σελ.11), στο οποίο το ζώο μες στην αίσθηση της ελευθερίας του αποκτά ανθρώπινο ψυχισμό. Μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Ιζαμπέλ Αλιέντε και άλλοι, έχουν ταυτιστεί συγγραφικά με το κίνημα αυτό που ουσιαστικά ξεκίνησε από τις εικαστικές τέχνες και συγκεκριμένα από τη ζωγραφική.

Το ανεξήγητο και ο ρεαλισμός, ο μύθος και η πραγματικότητα, πυροδοτούν το ενδιαφέρον. Ανάμεσα σε αυτές τις διαστάσεις κινείται και ο συγγραφέας. Σε κάποια διηγήματα αφήνεται να τον παρασύρουν σε μια δημιουργική ροή σκέψης και συναισθημάτων, δημιουργώντας μια πλοκή που διαμορφώνεται εύρυθμα με έντονες εικόνες. Συνεπώς, εύκολα ο αναγνώστης ταυτίζεται με τους χαρακτήρες και βιώνει τις περιπέτειες και τα συναισθήματα τους. Υπάρχουν σημεία όπου ο αναγνώστης έχει την ανάγκη να επιστρέψει σε προηγούμενες αναφορές για να επιβεβαιώσει λεπτομέρειες που ολοκληρώνουν τα συμβάντα μέσα από τα χρονικά ταξίδια που κάνει ο συγγραφέας, όταν από το παρόν επιστρέφει στο παρελθόν και το αντίστροφο. Η εικονοπλαστική του ικανότητα όμως γοητεύει, ολοκληρώνει νοήματα και αντισταθμίζει τα τυχών μικρά χάσματα στην σύνδεση πληροφοριών. Είναι φανερό πως τα περισσότερα διηγήματα, τα οποία είναι βιωματικά, έχουν γραφτεί σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του Νίκου Τάσου. Δεν έχουν δηλαδή, χρονική συνέχεια. Για αυτό και το όνομα Σπύρος δίνεται σε διαφορετικούς χαρακτήρες στο βιβλίο, καθώς τα διηγήματα δεν συνδέονται θεματικά. Η αναγνωστική πορεία είναι ευχάριστη και αποκαλυπτική. Το κάθε διήγημα ξεχωρίζει, καθώς όλα διαθέτουν τα δικά τους ουσιαστικά μηνύματα. Δεν υπάρχει δηλαδή, επανάληψη στις ιδέες και σε ό,τι άλλο σημαντικό αγγέλλει εύλογα ο συγγραφέας.

Το χιούμορ είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του Νίκου Τάσου και ελαφραίνει την σκέψη όταν ο αναγνώστης προβληματίζεται, αγωνιά ή θλίβεται. Στο διήγημα, Η φώκια του Λιμνιώνα, γράφει, «Το ίδιο απόγευμα, όταν πήρανε τα ψάρια στην αγορά, άκουσαν ότι η φώκια του Λιμνιώνα ήθελε να κάνει έρωτα με τους ψαράδες», (σελ. 93). Ένας από τους χαρακτήρες, Ο Φάλαινας διηγώντας την περιπέτεια τους, δηλώνει, «Εμείς ήμασταν οι τυχεροί» (σελ.93). Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διαχειρίζεται την κωμική πλευρά των ανθρώπων και των γεγονότων θα έλεγα είναι μοναδικός και λυτρωτικός. Ακόμα και τα ονόματα, σε κάποια διηγήματα περιγράφουν και τους ίδιους τους χαρακτήρες, θυμίζοντας στερεότυπα. Ίσως να είναι παρατσούκλια που δόθηκαν από τους συγχωριανούς τους. Γνωρίζοντας τον ίδιο τον συγγραφέα θα έλεγα πως αρέσκεται σε αυτό τον τρόπο χιουμοριστικής έκφρασης, όταν ταιριάζει και με την εργασιακή καθημερινή του ζωή. Οι δύο πτυχές σοβαρού και αστείου συνυπάρχουν, ώστε να ακολουθεί μετά το τραγικό στοιχείο, η κάθαρση. Άλλωστε η «κωμική ανακούφιση» είναι αναγκαίο αφηγηματικό εργαλείο, το οποίο μας απαλλάσσει από την συναισθηματική ένταση.

Διαπιστώνει κανείς πως ο συγγραφέας πραγματεύεται την τραγικότητα  

του ανθρώπου από το πρώτο διήγημα. Τον απασχολεί, αλλά κυρίως τον θλίβει η ανθρώπινη αδυναμία ή η ανεπάρκεια των κοινών θνητών να υπερβούν τα όρια της μοίρας. Υπαρξιακά ερωτήματα τίθενται άμεσα και έμμεσα σχεδόν σε όλα τα διηγήματα του. Στο διήγημα, Συγνώμη, παιδιά, που δεν απωθήσαμε τους Τούρκους στην Κερύνεια εξομολογείται πως «πάνε τόσα χρόνια από εκείνη την εξόρμηση μας στη Θήβα, στον Κιθαιρώνα του Οιδίποδα … Ο χρόνος και ο χώρος με χώρισε για πάντα από τον μέντορά μου, τον Παντελή, τον αρχαιολάτρη, τον ανθρωπιστή, τον ιδεολόγο, τον αναρχικό… Μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησα την τραγική μοίρα του ανθρώπου –  ο τραγικός θάνατος του Παντελή, όπως τον ιστόρισε ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα  τύραννο, ότι πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, όταν η μοίρα και ο Θεός σε έχουν εγκαταλείψει… ‘Όταν όλες οι καλές προσπάθειες σταματούν στα ατομικά ή και συλλογικά λάθη, που φέρνουν πολύ γρήγορα την καταστροφή» (σελ. 56). Ο συγγραφέας τονίζει με τα λεγόμενα του το ερώτημα αν η αρπαγή της μισής Κύπρου ήταν το πεπρωμένο της. Ούτε και οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ κατάφεραν να κρατήσουν μακριά τον Τούρκο εισβολέα. Για αυτή την αποτυχία «ξέσπασε σε κλάματα» (σελ. 53) ο αλκοολικός, ο οποίος σύμφωνα με τον συγγραφέα ήταν «ένας άντρας που ποτέ δεν ξεπέρασε την ντροπή του ‘74» (σελ.53).

Το διήγημα γεννά πολλούς προβληματισμούς θέτοντας την αλήθεια που χάραξαν στις σελίδες της ιστορίας οι ψυχές των ηρώων, των νεκρών και όσων απέμειναν να οδοιπορούν με την ελπίδα της επιστροφής ή την πεποίθηση πως η μοίρα είναι αδυσώπητη.  Άραγε η μοίρα και ο Θεός μας εγκαταλείπει ή ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον Θεό και χάνεται μες στα μοιραία λάθη ή πάθη, ατομικά και συλλογικά; Όσο κι αν ο αλκοολικός με την μέθη προσπαθεί να καταπραΰνει τον πόνο που έσπειρε το άδικο, δεν παύει από το να είναι ένας ήρωας που κουβαλά την ευθύνη στους ώμους, σε αντίθεση με τους πραγματικούς ενόχους, οι οποίοι μάλλον περιγελούν και την ίδια την ιστορία.

Ίσως διακρίνει κανείς πως ο συγγραφέας ταυτίζει τις έννοιες μοίρα και πεπρωμένο με την αναφορά του στον Οιδίποδα, παραμερίζοντας την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου να ορίζει το πεπρωμένο του. Στο διήγημα όμως, Ο Γιάννης θα μου στέλνει τα λεφτά με τα τσουβάλια αντιπαραθέτει δύο απόψεις δια μέσω των χαρακτήρων. Ο Γιάννης θεωρεί πως δεν έμελλε να φτάσει στην Αργεντινή, ώστε να κάνει εκεί την τύχη του. Οι ατυχίες και δυσκολίες τον έφεραν πίσω στο χωριό.  Όταν κοιτάει στα μάτια τον πατέρα του, του λέει «Ναι πατέρα. Ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή λένε ότι είναι γραμμένο. Δεν το ’γραφε η μοίρα μου να πάω στην Αργεντινή. Δεν το θέλησε ο Θεός. Δεν ήταν το πεπρωμένο μου … Στη ζωή χρειάζεσαι και τύχη» (σελ.63). Μα ο πατέρας του απαντά, «Γιάννη μου, για ποιο πεπρωμένο μου λες; Πεπρωμένο είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Σωστά λες ότι χρειάζεται και τύχη η ζωή. Χρειάζεται όμως, και μυαλό. Ο άνθρωπος κτίζει τη ζωή του με τις επιλογές του, τις δυνατότητες του» (σελ. 63, 64) και συμπληρώνει, «Για να νικήσεις τη μοίρα σου πρέπει να αγωνιστείς να αλλάξεις πόδι και να βαδίσεις στη ζωή» (σελ. 64). Ο συγγραφέας μας παραπέμπει στο σοφό λόγο του Ηράκλειτου «Ήθος ανθρώπω δαίμων», καθότι ο φιλόσοφος αυτός συνέδεσε την μοίρα του ανθρώπου με τον χαρακτήρα που ήδη έχει σαν γεννηθεί και που στην συνέχεια καλλιεργεί ή καταστρέφει. Έτσι και ο Γιάννης συνεχίζει την ζωή με την ατυχία του. Ό,τι προσπαθεί να δημιουργήσει, καταρρέει. Τα ερωτήματα πολλά, ξεσπούν σαν επαναστάσεις από τις γραμμές για να προβληματίσουν τον αναγνώστη και να τον φέρουν αντιμέτωπο, ίσως και με τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε ο άνθρωπος εξελίσσεται όταν μπορεί και θέλει να αλλάξει.

Ο συγγραφέας πραγματεύεται ιδιαίτερα την ιδέα της αλλαγής από την αρχή του διηγήματος, Τρικυμία, το οποίο φέρει και τον τίτλο του βιβλίου, γι’ αυτό ίσως, το συγκεκριμένο διήγημα ξεχωρίζει από όλα τα άλλα για διάφορους λόγους. Με ύφος ποιητικό, ο Ανδρέας ο βαρκάρης συνομιλεί με τον Ίκαρο. «Στην άκρη της Κύπρου όλα αλλάζουν, τα νερά, τα βράχια, οι άνθρωποι. Πρασινογάλανα νερά, άφθονα ψάρια της πέτρας» (σελ. 69) και συνεχίζει μες στον συλλογισμό του, «Όλα αλλάζουν και μεταμορφώνονται στη ζωή, Ίκαρε. Να όπως η γαλάζια θάλασσα φουρτουνιάζει, το κύμα αφρίζει, σηκώνεται, τσακίζει καράβια, ύστερα ο άνεμος μαζεύεται και η θάλασσα γίνεται χαρτί. Κάθε μέρα ρίχνω δίχτυα σε μια διαφορετική θάλασσα, ακόμη κι αν ψαρεύω στα ίδια νερά» (σελ. 69). Ακόμη μια φορά, η σκέψη του αναγνώστη στρέφεται στον Ηράκλειτο, «Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν». Ο Νίκος Τάσου αγκαλιάζει την φιλοσοφική αυτή ιδέα και την μεταφέρει λογοτεχνικά από τον κόσμο των Ιδεών στην ζωή για να συσχετίσει συνειδητά την ροή της ζωτικότητας με αυτή του νερού, της θάλασσας. Η θάλασσα ομοιάζει σημειολογικά με το ταξίδι της ζωή τ’ ανθρώπου. Όταν επικρατεί νηνεμία, η γαλήνη της, διαπερνώντας την ανθρώπινή ψυχή προσφέρει ίαση, κάθαρση και αγαλλίαση. Ιδιαίτερα όταν ο άνεμος, σύμβολο πνευματικότητας, συμβάλλει στην διαδικασία αυτή ως ήπιος και κατευναστικός.

Διεισδύοντας στην μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων, η σκέψη στρέφεται σε στίχους της Γενέσεως «Η δε γη ήταν άμορφη και έρημη∙ και σκοτάδι υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της αβύσσου. Και πνεύμα Θεού φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών» (Γένεση 1:2). Αυτή η ιδιότητα της θάλασσας να μετουσιώνει τα ανθρώπινα σε ανώτερα και να εμπνέει, θα βασανίζει ίσως πάντα την ανθρώπινη διάνοια να απαντήσει αυτό που αδυνατεί να κατανοήσει και να ελέγξει, να γίνει δηλαδή ένα με τη δύναμη την οποία αδυνατεί να φτάσει, έστω κι αν πιστεύει πως θα τα καταφέρει. Αυτή η πίστη φυσικά είναι αξιοθαύμαστο γνώρισμα, καθότι είναι υπέρτατο αγαθό και ανθρώπινη υπέρβαση. Το συναντούμε στους νέους άντρες στο διήγημα, σαν παλεύουν με την Τρικυμία για να σωθούν και να σώσουν την Άρτεμη από μια αγριεμένη θάλασσα, την οποία ο Καρπασίτης, ο άνεμος μετατρέπει σε χαώδη και αβυσσαλέα. Γράφει ο συγγραφέας προς το τέλος του διηγήματος, «Βούτηξαν ξανά και οι δύο μέσα στο άγριο κύμα. Συνέχισαν να αναζητούν την Άρτεμη, μέχρι που δεν έβλεπαν πια. Σκοτείνιασε ο γιαλός. Η φωνή τους έσβηνε σιγά – σιγά μέσα στα κύματα που χτυπούσαν στους θαλασσόβραχους. Οι δύο άντρες έγειραν στη μαύρη θάλασσα» (σελ. 81). Στην θάλασσα αντικατοπτρίζονται όλες οι διαστάσεις της ζωής, μα και ο θάνατος. Έτσι την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, «Θάλασσα ταξίδι», «Πικροθάλασσα», Θάλασσα άλασσα, άνασσα» (σελ. 81).

Ο θάνατος έχει διάφορα προσωπεία στο βιβλίο. Αυτό του πολέμου με τον Τούρκο εισβολέα στο νησί, της επιδημικής αρρώστιας όταν σχεδόν ολόκληρο χωριό χάνεται από την κατάρα της φυματίωσης, της τιμωρίας και της εκτέλεσης, όταν «οι Καρπασίτες είχαν τουφεκίσει τον Πάτσαλο, τον κατσικοκλέφτη, μάστιγα των κοπαδιών τους» (Η Καρπασιτοπούλα στο βουνό, σελ. 101), αλλά και αυτό του χρόνου που δεν φθείρει μόνο τα πλάσματα της γης δίχως έλεος και τ’ αφανίζει, σκορπίζει και τη λήθη σε κάθε γενιά που ακολουθεί, ώστε να μην αφήνει τα ίχνη από τα βήματα των προγόνων μας στη μνήμη του μέλλοντος.

Για τον συγγραφέα ο τόπος είναι ο άνθρωπος, οι αναμνήσεις που στάζουν ακόμα έντονα συναισθήματα και θύμησες στη ψυχή. Ακόμα κι όταν επιστρέφει με τον πατέρα του στο κατεχόμενο χωριό του μετά από χρόνια ξαναφέρνει στη σκέψη του τα πολύτιμα κομμάτια της ζωής που κουβαλούν ακόμα την αλμύρα της Γιαλουσίτικης θάλασσας και την μυρωδιά από το χώμα της αυλής της πατρικής εστίας. Βυθίζεται κανείς μέσα στις αντιθέσεις που χαράζονται πίσω από τις γραμμές. Από τη μια ο θυμός για το άδικο όταν ξεσπά, «Με ποιο δικαίωμα αυτό το έθνος να κλέβει τις πατρίδες άλλων λαών, να παραχαράσσει την ιστορία του τόπου; Έτσι συμβαίνει πάντοτε στην Ιστορία» (Από του Λάξη στην Αμμόχωστο, στα Λιβάδια της Γιαλούσας, σελ. 109) και από την άλλη η ανθρωπιά βάλσαμο στη θλίψη, όταν ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων μια σπίθα αγάπης, ακόμα και μέσα από τις συγκρουσιακές σχέσεις λαών. Στο διήγημα, ο Αλή δακρύζει για μας, ο Παύλος και ο Αλή αλληλοβοηθούνται σε δύσκολες καθημερινές στιγμές και συνυπάρχουν δίχως φοβίες και προκαταλήψεις, κι όταν ο κίνδυνος παραμονεύει για τον Παύλο και την οικογένεια του, ο Αλή του κτυπά την πόρτα μες στην νύχτα και τον προειδοποιεί, «Πάρε τα ζα σου και γύρνα στη Γιαλούσα. Μη σε βρει η μέρα αύριο. Ήρθαν Τούρκοι απ’ την Τουρκιά, μας βάζουν λόγια να σας ξεπαστρέψουμε. Φύγε, μην σε βρει αύριο εδώ το φως» (σελ. 107). Σώζει ο ένας τον άλλον, μα σώζουν και την ψυχή τους. Άλλωστε τι πιο πολύτιμο από αυτό, κατέχουν οι άνθρωποι;

Ο Νίκος Τάσου αναφέρει στο τελευταίο διήγημα, πως είχε επισκεφτεί το σπίτι του στο κατεχόμενο χωριό του δύο φορές. Την πρώτη φορά η διάθεση των Τουρκοκυπρίων ήταν φιλική. Την δεύτερη όμως, άλλαξε. Ίσως τα συμφέροντα, οι ανασφάλειες και οι πολιτικές εξελίξεις να αλλάζουν και τους ανθρώπους εύκολα. Έπειτα, η ανθρώπινη φύση είναι συνήθως ρευστή και μεταβαλλόμενη. Καθώς ο συγγραφέας περπατά μες στην αυλή του, τον ρωτάει ο Τουρκοκύπριος, «Χρουσάφι ψάχνετε;» κι  αυτός αποκρίνεται, «Ναι, χρουσάφι ψάχνουμε!» (σελ. 121). Σαν ο άνθρωπος επιστρέφει στη γη που γεννήθηκε, εκεί ανάμεσα στις ρωγμές του παλιού σπιτιού, θα αναβλύζει πάντοτε ο χρυσός της θύμησης.

Exit mobile version