Ο διεθνώς αναγνωρισμένος Κύπριος καλλιτέχνης νέων μέσων και συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής διερωτάται αν μπορούν τα μεσημέρια να έχουν ήχο.
Με αφορμή την παρουσίαση των έργων του «Ground Studies for Pilots» και «Bluets» στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας 2025, ο Παντελής Διαμαντίδης μιλά για τον ήχο ως χώρο εμπειρίας και για τη σιωπή ως θεμελιώδη συνθήκη ειλικρίνειας. Ανάμεσα σε Άμστερνταμ, Αθήνα και Λευκωσία, αναστοχάζεται την έννοια του τόπου, την ανθρώπινη ευθραυστότητα και το μπλε ως ενδιάμεση, ζωντανή κατάσταση. Η Κύπρος αναδύεται ως πεδίο σκέψης και πειραματισμού, ενώ η πράξη της δημιουργίας αποκαλύπτεται ως ρίσκο και υπαρξιακή πλοήγηση απέναντι στην αβεβαιότητα.
-Πότε κατάλαβες για πρώτη φορά ότι ο ήχος δεν είναι απλώς μέσο, αλλά τόπος και περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί κανείς να κατοικήσει; Πότε ακριβώς δεν θυμάμαι, αλλά σίγουρα δεν το κατάλαβα μέσα από κάποια θεωρία: το ένιωσα σωματικά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο ήχος δεν «μεταφέρει» απλώς κάτι, αλλά με περιβάλλει και με επηρεάζει πριν προλάβω να σκεφτώ. Από τότε άρχισα να το αντιμετωπίζω όχι ως γραμμικό μέσο, αλλά ως χώρο εμβάθυνσης, κάτι μέσα στο οποίο μπορείς να κινηθείς, να σταθείς, να ησυχάσεις ή να εκτεθείς. Νιώθω ότι η εμπειρία του ήχου, μέσα στη διαδικασία της ακρόασης, είναι αυτή που δημιουργεί την προϋπόθεση για τη δημιουργία νοήματος.
–Ζεις ανάμεσα σε Άμστερνταμ, Αθήνα και Λευκωσία. Πώς διαμορφώνει αυτό το τριπλό σημείο αναφοράς την αισθητική, την εσωτερική σου γεωγραφία και τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι την ταυτότητα; Η συνεχής μετακίνηση δημιουργεί μια απόσταση από τις έτοιμες ιδέες για το ποιος είσαι κι από πού προέρχεσαι. Μέσα από τη δουλειά μου προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει τόπος- όχι ως αναπαράσταση καταγωγής αλλά ως εμπειρία ζωής. Η πρακτική μου αποτελείται από θραύσματα, ήχους, εικόνες και ρυθμούς που προκύπτουν απ’ αυτούς τους τόπους, χωρίς να τους εξηγούν ή να τους συνοψίζουν. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο αυτό το ενδιάμεσο πεδίο, όπου η ταυτότητα παραμένει ανοιχτή και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Το Άμστερνταμ μού έδωσε εργαλεία, απόσταση κι έναν πιο δομημένο τρόπο σκέψης. Η Αθήνα έχει ένταση, αντιφάσεις, μια συνεχή τριβή που κρατά το μυαλό και τα συναισθήματα σε εγρήγορση. Η Λευκωσία, όμως, μ’ έφερε πιο κοντά σε κάτι εσωτερικό: στην αίσθηση ότι ζεις μέσα σε κάτι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
-Υπάρχει κάποιο κυπριακό τοπίο, ήχος ή ανάμνηση που κουβαλάς πάντα μαζί σου; Ναι, η ανάμνηση της σιωπής ενός μεσημεριού του Αυγούστου, με τη μορφή ήχου. Αν μπορούν τα μεσημέρια να έχουν ήχο. Kι όμως έχουν. Η παράξενη, πυκνή σιωπή, ο αέρας που σχεδόν δεν κινείται, η διάταση του χρόνου που κάνει τα πάντα να μοιάζουν… για πάντα. Ένας ήχος που δεν καταγράφεται, αλλά υπάρχει. Και μ’ ακολουθεί. Ίσως τον εκφράσω κάποια στιγμή.
–Με ποιον τρόπο προσεγγίζεις τη σιωπή στο έργο σου; Και τι ρόλο παίζει η σιωπή στη ζωή σου; Η σιωπή για μένα δεν είναι απουσία ήχου, ούτε μια απλή παύση ανάμεσα σε «κάτι». Είναι ενεργός χώρος. Τη χρησιμοποιώ ως συνθήκη ακρόασης, κάτι που επιτρέπει στον ήχο να αποκτήσει βάρος και στο σώμα να αντιληφθεί τον εαυτό του μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Χωρίς σιωπή όλα φωνάζουν κι ο ήχος γίνεται επίπεδος, χάνει τη δυνατότητα να σε αγγίξει. Δεν οδηγεί πουθενά αυτό. Η σιωπή δεν είναι πάντα ήρεμη· είναι όμως ειλικρινής. Κι αυτή η ειλικρίνεια είναι που μ’ ενδιαφέρει, τόσο στη δουλειά μου όσο και στην πραγματικότητά μου.
–Πώς εξελίσσεται η σχέση σου με την Κύπρο και το κυπριακό καλλιτεχνικό οικοσύστημα; Εξελίσσεται σταδιακά από μια περιστασιακή παρουσία σε μια πιο σταθερή και ουσιαστική εμπλοκή. Τα τελευταία χρόνια έχω αναπτύξει συνεργασίες με καλλιτέχνες και φορείς και η Κύπρος λειτουργεί για μένα όχι μόνο ως τόπος παραγωγής έργου, αλλά κι ως πεδίο σκέψης, ανταλλαγής και πειραματισμού. Μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δυναμική ενός οικοσυστήματος που βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση και δείχνει ανοιχτότητα σε υβριδικές πρακτικές. Προσπαθώ να συμβάλω σ’ αυτό μέσα από μακροχρόνιες συνεργασίες, έρευνα και έργα που συνδέουν τον ήχο, τα νέα μέσα και τη θεωρία- όχι ως επισκέπτης, αλλά ως ενεργό μέλος.
–Με ποιον τρόπο οδηγήθηκες από ένα βιβλίο με οδηγίες για πιλότους σε έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ευθραυστότητα; Μ’ ενδιέφερε αρχικά η γλώσσα της πλοήγησης: η ακρίβεια, η καθοδήγηση, η ανάγκη για έλεγχο μέσω μετρήσεων και μηχανών. Διαβάζοντας αυτά τα κείμενα, άρχισα να τα αντιλαμβάνομαι όχι μόνο ως τεχνικά εργαλεία, αλλά ως υπαρξιακές χειρονομίες, προσπάθειες να διατηρηθεί συνοχή μέσα σε συνθήκες αστάθειας, απώλειας προσανατολισμού και αβεβαιότητας. Έτσι η πλοήγηση μετατοπίστηκε από τον αέρα στο εσωτερικό τοπίο και η ευθραυστότητα άρχισε να εμφανίζεται ως βασική συνθήκη της ανθρώπινης εμπειρίας.
–Πού αρχίζει και πού τελειώνει για σένα η σχέση ανάμεσα στο βιολογικό και στο τεχνολογικό; Για μένα, δεν ορίζεται από σαφή όρια, αλλά από ζώνες διαπλοκής. Δεν αρχίζει ούτε τελειώνει κάπου συγκεκριμένα· εκτείνεται εκεί όπου το σώμα μαθαίνει να συντονίζεται με συστήματα και εργαλεία που αρχικά δεν του είναι οικεία, αλλά γίνονται μέσα από τη χρήση. Το βιολογικό και το τεχνολογικό συνδιαμορφώνονται. Εκεί, σ’ αυτή την ενδιάμεση περιοχή, μ’ ενδιαφέρει να δουλεύω καλλιτεχνικά. Όχι για ν’ ακυρώσω τα όρια, αλλά για να τα κάνω αισθητά.
–Τι σημαίνει για σένα η παρουσίαση ενός τόσο υπαρξιακού εγχειρήματος σε μια πόλη όπως η Λευκωσία; Η Λευκωσία δεν λειτουργεί ως χωρικό πλαίσιο του έργου, αλλά ως ενεργός συνομιλητής. Είναι μια πόλη που ενσαρκώνει τη διαρκή μετάβαση, μια κατάσταση ενδιάμεσου χρόνου και χώρου. Αυτό συνομιλεί άμεσα με τα ερωτήματα των έργων μου γύρω από την παρουσία, τη μνήμη και τη δυνατότητα εξέλιξης. Η πρεμιέρα των Ground Studies for Pilots και Bluets στη Λευκωσία αποκτά έτσι μια ιδιαίτερη προσωπική βαρύτητα, γιατί τοποθετείται μέσα σ’ έναν τόπο που, όπως και η δημιουργική μου πορεία, επαναδιαπραγματεύεται συνεχώς την ταυτότητά του.
–Ποια ανάμνηση ή συναίσθηση χρωματίζει το έργο Bluets; Το μπλε λειτουργεί ως τόνος μιας κατάστασης: μιας ενδιάμεσης συνθήκης, ανοιχτής, εύθραυστης και ζωντανής. Το Bluets γεννήθηκε από διαδρομές στο Αιγαίο κι από τα διαστρωματωμένα βάθη των μεσογειακών αστικών τοπίων, ιδιαίτερα το κέντρο της Αθήνας, περιοχές όπως η Κυψέλη και το Κουκάκι, όπου έχει γραφτεί το μεγαλύτερο μέρος του έργου, σε συνεργασία με την Κρίστια Μιχαήλ. Η συνεργασία αυτή διαμορφώθηκε χωρίς παραγωγικό φετιχισμό, με έμφαση στη συνάντηση: σπάνιες αλλά συναισθηματικά βαθιές στιγμές εκτός στούντιο, που άφηναν χώρο στη σιωπή, στη συζήτηση και στην αργή ωρίμανση του υλικού. Τα τελευταία ένα-δυο χρόνια συνήθισα να περπατάω σ’ αυτές τις γειτονιές για ώρες, ν’ ακούω περπατώντας και να επιστρέφω ξανά και ξανά στις ίδιες λεπτομέρειες: σε σημεία όπου μπορούσα να μείνω μόνος για λίγο, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, μέχρι που δεν ήμουν πια. Κάποια στιγμή έγινα μέρος της γειτονιάς, παρόλο που κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα ποιος είμαι, τι κάνω ή πώς βρέθηκα εκεί.

–Ποιο είναι το σημείο αναφοράς γι’ αυτό το έργο; Το βιβλίο της Maggie Nelson υπήρξε ένα υπόγειο σημείο αναφοράς, όχι ως υλικό προς μίμηση, αλλά ως υπενθύμιση ότι το μπλε μπορεί να λειτουργήσει ως τρόπος σκέψης και παραμονής. Εκείνη το προσέγγισε μέσα από τη γλώσσα και τη μνήμη· εγώ το προσεγγίζω μέσα από τον ήχο, την περιπλάνηση και την εμπειρία του χώρου. Το Bluets δεν συνομιλεί μαζί της σε επίπεδο περιεχομένου, αλλά σε επίπεδο κατάστασης. Δεν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ταξίδι ή μια μοναδική ανάμνηση, αλλά για τις πολλαπλές εκφράσεις και συναισθηματικές αποχρώσεις του μπλε, ως εμπειρία, ως διάρκεια, ως τρόπος να μένεις μέσα σε κάτι που μεταβάλλεται. Το μπλε, εδώ, δεν συμβολίζει· λειτουργεί ως πεδίο παραμονής και ακρόασης.
-Τι σημαίνει για σένα «πολιτική ακρόαση» μέσα σ’ έναν κόσμο υπερκορεσμένο από θόρυβο και πληροφορία; Έχει να κάνει με το πώς επιλέγεις να διαθέσεις χρόνο, χώρο και προσοχή. Σ’ έναν κόσμο που απαιτεί συνεχή παραγωγή, διαρκή ορατότητα και γρήγορες απαντήσεις, το να επιμένεις στο να δίνεις χώρο, ν’ ακούς το περιβάλλον σου, τις άλλες ζωές, ανθρώπινες και μη-ανθρώπινες, το τι έχουν να σου πουν και να το κάνεις αυτό συνειδητά, είναι ήδη μια πολιτική πράξη. Εκεί όπου η ακρόαση δεν είναι κατανάλωση πληροφορίας, αλλά πράξη συνύπαρξης. Η πολιτική ακρόαση, για μένα, συμβαίνει όταν μένεις με την πολυπλοκότητα, την ασάφεια κι αυτό που δεν επιλύεται άμεσα. Όταν δεν προσπαθείς να κλείσεις το νόημα, αλλά αφήνεις χώρο στον άλλον, στον ήχο, στο περιβάλλον. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η αφαίρεση και το abstract δεν λειτουργούν ως φυγή από την πραγματικότητα, αλλά ως άρνηση της βίαιης απλοποίησής της. Δημιουργούν ρωγμές μέσα στον θόρυβο, όπου ο ακροατής δεν καθοδηγείται, αλλά καλείται να αναλάβει ευθύνη για το πώς ακούει. Εκεί αρχίζει για μένα η πολιτική ακρόαση: όχι στο μήνυμα, αλλά στη συνθήκη.
–Σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη παράγει ήχο, εικόνα, «ύφος», ποια είναι για σένα η πραγματική και ακατάλυτη αξία της ανθρώπινης δημιουργίας; Πρώτα απ’ όλα, αυτό που ονομάζουμε σήμερα «τεχνητή νοημοσύνη» δεν είναι ούτε τεχνητή, ούτε νοημοσύνη με την καθημερινή έννοια. Είναι ένα στατιστικό μοντέλο εκπαιδευμένο πάνω σε ανθρώπινα ίχνη, σε αισθητικές, σε επιλογές και σε λάθη που έκαναν πραγματικοί άνθρωποι. Η μηχανή δεν έχει πρόθεση, δεν έχει εμπειρία, δεν έχει ανάγκη να πει κάτι. Απλώς, υπολογίζει πιθανότητες. Η αξία της ανθρώπινης δημιουργίας δεν βρίσκεται στην παραγωγή μορφών- αυτά τα κάνει πλέον άνετα κι ένα μοντέλο. Βρίσκεται στο γιατί δημιουργείς, στο τι διακυβεύεται για σένα κάθε φορά που εκτίθεσαι· στο ότι η πράξη της δημιουργίας είναι μια μορφή αναμέτρησης με την αβεβαιότητα, την επιθυμία, την απώλεια, τη μνήμη. Εκεί όπου το μοντέλο «προβλέπει», ο άνθρωπος ρισκάρει. Εκεί όπου το μοντέλο συνδυάζει ύφη, ο άνθρωπος αναλαμβάνει ευθύνη. Επίσης, η τέχνη δεν είναι μόνο το τελικό αντικείμενο. Είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται γύρω της, οι συνθήκες συνάντησης, οι στιγμές που δεν χωρούν σε αλγόριθμο. Αυτή η διάσταση η ανθρώπινη, η ασυμπίεστη, η μη αυτοματοποιήσιμη, είναι που για μένα διατηρεί την τέχνη ακατάλυτη. Δεν είναι θέμα «ανταγωνισμού» με την ΤΝ. Είναι θέμα του ότι η τέχνη παράγεται από υπάρξεις που θέλουν να συναντηθούν, όχι να βελτιστοποιηθούν.
Ελεύθερα, 14.12.2025


