Ο μεγάλος «άσσος» των γηπέδων, ο κορυφαίος του κυπριακού ποδοσφαίρου με τα 211 γκολ στην μεγάλη του καριέρα, Πανίκος Ξιούρουππας, φωτογραφίζεται πρώτη φορά μαζί με την σύζυγό του Άννα και τα τρία τους παιδιά, Χρύση, Χρήστο και Μαρία, παραδίδοντάς μας μοναδικά «μαθήματα» ευγένειας, σεβασμού, ήθους και παιδείας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: SHONA MUIR
Τι είναι το ποδόσφαιρο σήμερα, για σένα;
Το ποδόσφαιρο ήταν πάντοτε η ζωή μου! Είναι λατρεία για μένα! Από μικρός, άλλωστε, ήθελα να ασχοληθώ με αυτό και δεν θα πάψω ποτέ να έχω στενή σχέση μαζί του, όπως ήδη συνέβη μέσα στα χρόνια: Είτε ως ποδοσφαιριστής, είτε -για ένα μικρό χρονικό διάστημα- ως προπονητής είτε ως ένας αγνός Ομονοιάτης φίλαθλος σήμερα.
Από την άλλη, τι είναι η μπάλα του ποδοσφαίρου, όταν την κοιτάς, όταν την αγγίζεις;
Είναι κάτι το μαγικό… Αυτό το αντικείμενο -έτσι όπως το βλέπεις εσύ- είναι ολόκληρη η ζωή μου, είναι η καριέρα μου, είναι η αφορμή, για να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μου και να γίνω καλύτερος άνθρωπος – με αυτήν έζησα ανεπανάληπτες στιγμές.
Διαβάζοντας για την μεγάλη και γεμάτη από αποθεωτικές στιγμές καριέρα σου, ποιος θα έλεγες σήμερα ότι είναι ο σημαντικότερος σταθμός της;
Η Ομόνοια! Ό,τι υπήρχε σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο στην Κύπρο, το έχω κατακτήσει, έχω κερδίσει τα πάντα -Πρωταθλήματα, Κύπελα, Χρυσό Παπούτσι, Ασπίδες, τιμητικές βραβεύσεις από Οργανισμούς, αγώνες με την Εθνική Ομάδα-, χάρις στην συμμετοχή μου στην Ομόνοια, με την μισή περίπου Κύπρο να στηρίζει την συγκεκριμένη ομάδα. Παρόλ’ αυτά, δεν μπορώ να μην σου αναφέρω την ομάδα του «χωριού μου» -όπως, χαριτολογώντας το λέμε-, τον Ερμή Αραδίππου, που είναι η ομάδα των παππούδων μου, της οικογένειάς μου, του τόπου στον οποίο μεγάλωσα, η ομάδα από την οποία ξεκίνησα μικρός, έφηβος ακόμη, δίνοντάς μου όλα τα εφόδια για να συνεχίσω μετά, στα 17 μου μόλις χρόνια, στην Ομόνοια Λευκωσίας, η οποία ανέδειξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το -όποιο- ταλέντο είχα στο ποδόσφαιρο. Δεν θα μπορούσα, ακόμη, να μην αναφερθώ και στα χρόνια που αγωνίστηκα στην Α.Ε.Κ. Λάρνακας, αλλά και τις δύο σεζόν που αγωνίστηκα στην Ανόρθωση Αμμόχωστου, όπου επίσης υπάρχει μεταξύ μας αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση.
Χρειάζεται να έχει κανείς ταλέντο, για να παίξει ποδόσφαιρο, νομίζεις;
Μόνο η τεχνική δεν αρκεί. Αν και είναι απαραίτητη. Το ταλέντο είναι το «θείο δώρο» που σου δίδεται, για να ξεχωρίσεις και να πας κάποια βήματα παραπάνω. Είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι. Από την άλλη, ούτε το ταλέντο από μόνο του αρκεί – αν δεν το «δουλέψεις» σκληρά, πολύ γρήγορα θα χαθεί.

Τι σημαίνει «νίκη» και τι «ήττα», κατά τη γνώμη σου;
Αν και όταν ξεκινάς θέλεις να αποφύγεις την ήττα και να πετύχεις τη νίκη, με τα χρόνια, με την εμπειρία του ποδοσφαίρου, μαθαίνεις την μεγάλη σημασία -και αξία- της ήττας και την αντιμετωπίζεις ανάλογα. Η νίκη είναι η χαρά, είναι το αποτέλεσμα μίας δύσκολης προπονητικά εβδομάδας, με αποκορύφωμα το 90λεπτο του αγώνα. Από την άλλη, η ήττα είναι μία δύσκολη στιγμή· όμως, για να μάθεις να σέβεσαι τις νίκες σου, θα πρέπει καταρχάς να μάθεις να χάνεις. Δεν σου κρύβω ότι κι εγώ, στην αρχή της καριέρας μου, αντιμετώπιζα την ήττα με θυμό, με νεύρα, με απογοήτευση – έχανα ένα παιχνίδι, κι έκανα μια βδομάδα να βγω από το σπίτι μου, γιατί αισθανόμουν ότι προσβαλλόμουν π.χ. Αποκτώντας αργότερα, ωστόσο, εμπειρία, έμαθα να αντιμετωπίζω τις ήττες μου ήρεμα και, κυρίως, είναι η στιγμή που σου δίνεται η πολύτιμη ευκαιρία να τις αναλύσεις, να σκεφτείς -όπως συμβαίνει και με τις ήττες της ζωής- «Τι πήγε λάθος; Γιατί δεν τα καταφέραμε;». Η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού – απαραίτητη, θα σου έλεγα σήμερα. Γιατί, μόνο με τις νίκες, δεν προχωράς, δεν πας μπροστά. Επιπλέον, όμως, αυτών των δύο εννοιών, θα σου ανέφερα πως υπάρχει και μία ακόμη, μία τρίτη λέξη, την οποία μου έμαθε όχι μόνο το ποδόσφαιρο αλλά και η ίδια η ζωή: Κι είναι η λέξη «αγωνίζομαι». Συνειδητοποιώ σήμερα πως η λέξη «αγωνίζομαι» είναι πιο σημαντική και από την νίκη και από την ήττα.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί η νίκη και η ήττα είναι απλά ένα αποτέλεσμα. Το να αγωνίζεσαι, όμως, είναι μία διαρκής μάχη ζωής, ένα βίωμα προσωπικό.
Μετάνιωσες ποτέ στη ζωή σου που έγινες ποδοσφαιριστής;
Ποτέ! Αν σήμερα ξαναγεννιόμουν, θα σου έλεγα πως «Θέλω πάλι να γίνω ποδοσφαιριστής». Ο πατέρας μου, ο μακαρίτης, ο οποίος ήταν κρεοπώλης στην Λάρνακα, ήξερε το πάθος που είχα από μικρός και, ευτυχώς, δεν με εμπόδισε ποτέ να κάνω αυτό για το οποίο ήμουν προορισμένος. Τα αδέλφια μου, θυμάμαι, πήγαιναν και τον βοηθούσαν σχεδόν καθημερινά στη δουλειά, κι εμένα μου έλεγε: «Άτε, ρε Παναή, μακάρι να καταφέρεις εκείνο το οποίο θέλεις, και θα μας κάνεις πολύ περήφανους!». Το προσπάθησα.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που πήρες στα χέρια σου μία μπάλα ποδοσφαίρου;
Φυσικά! Το πατρικό μου σπίτι, βρίσκεται έξω από το στάδιο της Αραδίππου, οπότε όταν ήμουν 4-5 χρόνων, αφού δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω, έφευγα από την αυλή του σπιτιού μου και πήγαινα δίπλα, στο γήπεδο, για να παίξω ποδόσφαιρο – συνήθως, με μεγαλύτερούς μου. Ήμουν «Τούτος ο μιτσής που φέρνει τις μάππες που τα δεντρά», όταν έκαναν προπόνηση οι μεγάλοι. Η μάνα μου, για να καταλάβεις, δεν με έψαξε ποτέ – ήξερε ότι «Ο Πανίκος είναι μέσα στο γήπεδο τζιαι βουρά τες μάππες». Ουσιαστικά, λοιπόν, από τη μέρα που γεννήθηκα, ήταν μοιραίο να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο. Ήταν προδιαγεγραμμένο.
Τον ανταγωνισμό πώς τον αντιμετώπιζες στην πορεία της μεγάλης σου καριέρας;
Ευτυχώς, έμαθα από νωρίς πως το ποδόσφαιρο δεν είναι «εκκλησία» – είναι ένας αγωνιστικός χώρος, με συγκεκριμένους κανόνες, με «παρασκήνιο» και τρικλοποδιές. Όμως, πρέπει να είσαι και σε αυτά δυνατός, ώστε να μπορείς να αντιμετωπίζεις το κάθετί που σου τυχαίνει. Η «τέχνη» είναι να έχεις αυτοπεποίθηση, αλλά και γερές βάσεις, ώστε να μπορέσεις να φτάσεις σε ένα καλό σημείο καριέρας και να ξεχωρίσεις, χωρίς να σε επηρεάζουν τα γύρω γύρω.
Από τα 17 σου ξεκίνησες να μένεις στη Λευκωσία, ως ποδοσφαιριστής της Ομόνοιας πια;
Όχι. Οι γονείς μου ήθελαν να πηγαίνω κάθε μέρα στις προπονήσεις μου κανονικά, και το βράδυ να επιστρέφω κανονικά στο σπίτι μας, στην Αραδίππου. Την Λευκωσία, για πολλά χρόνια, δεν την ήξερα – γνώριζα μόνο το παλιό Γ.Σ.Π. (γελάει). Ήταν πολύ προστατευτικοί μαζί μου οι γονείς μου, δεν ήθελαν ούτε να «ξεφύγω», ούτε να «παρασυρθώ» μέσα σε μία μεγάλη πόλη – κι αν με ρωτάς σήμερα, καλά έκαναν. Γι’ αυτό και έμεινα πάντα προσηλωμένος στους στόχους μου.
Δεν ήσουν, πάντως, απλώς ένας ακόμη «ποδοσφαιριστής», Πανίκο. Ήσουν, με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, ένας μεγάλος σταρ! Το αντιλαμβανόσασταν;
Το καταλάβαινα από τις αντιδράσεις του κόσμου. Όμως, η παιδεία που πήρα από την μάνα μου και από τον πατέρα μου, με κράτησε στη γη και δεν με άφησε «να πάρουν τα μυαλά μου αέρα», κάτι που με προστάτευσε από πάρα πολλά πράγματα. Αν και οι στιγμές αποθέωσης ήταν πάρα πολλές και μοναδικές. Τότε -το λέω και συγκινούμαι- εισέπραττα μία πρωτόγνωρη για την Κύπρο λατρεία από τον κόσμο -έζησα μοναδικές στιγμές, που δεν νομίζω να τις βιώνουν οι σημερινοί ποδοσφαιριστές- η οποία σήμερα «μεταφράζεται» σε σεβασμό από όλο τον κόσμο.
Τι κάνει, κατά τη γνώμη σου, έναν ποδοσφαιριστή «καλό» και τι «κακό»; Ανεξάρτητα αν έχει πετύχει 211 τέρματα στην καριέρα του, όπως εσύ…
Ο τρόπος που θα διαχειριστεί κανείς την επωνυμία του. Ειδικά σε προηγούμενα χρόνια, ο μόνος αθλητικός χώρος ο οποίος σού έδινε την ευκαιρία να γίνεις διάσημος και να πιστέψεις πως είσαι «ένας μικρός θεός», ήταν το ποδόσφαιρο. Αλίμονο αν το πίστευες! Θα ήταν η στιγμή που θα ξεκινούσε η κατρακύλα. Πάντως, δεν ήταν εύκολο, για κανέναν από εμάς τους ποδοσφαιριστές, να διαχειριστούμε όλο αυτό που συνέβαινε από τον κόσμο μέσα στα γήπεδα, αφού το ποδόσφαιρο ήταν, κατά κύριο λόγο, η μοναδική διασκέδασή του τα Σαββατοκύριακα. Εκεί, λοιπόν, είναι που θα ερχόταν το κομμάτι της προσωπικότητας, ώστε να σε κάνει να ξεχωρίσεις και να εκπέμψεις τον σεβασμό. Το νιώθω σήμερα, ως παλαίμαχος, που είμαι σχεδόν 60 ετών και έρχεται να με συγχαρεί ο κόσμος, ανεξάρτητα από το ποια ομάδα υποστήριζε τότε. Θα έρθει π.χ. ένας ΑΠΟΕΛίστας να μου κάνει χειραψία, να μου πει πόσο με εκτιμούσε ανέκαθεν και να μου θυμίσει «Τότε που σε εκείνο το παιχνίδι…» κ.λπ. Αυτά είναι πολύ πιο σημαντικά, κι από ένα καλό γκολ!
Σήμερα, ένας 20χρονος Ξιούρουππας, του δικού σου ποδοσφαιρικού επιπέδου, είναι εν δυνάμει και ένας μελλοντικός εκατομμυριούχος. Τότε, τη δεκαετία του ’90, υπήρχαν αυτά τα λεφτά;
Όχι, βέβαια (γελάει). Για να καταλάβεις, όταν ξεκίνησα στην Ομόνοια, πληρωνόμουν με 46 λίρες μισθό τον μήνα, συν οι έξι λίρες που έπαιρνα ως στρατιώτης, στη διάρκεια της θητείας μου. Ζούσα, λοιπόν, με αυτές τις 52 λίρες. Σιγά σιγά, ξεκίνησαν να μπαίνουν στα παιχνίδια τα πριμ – και, ειδικά η Ομόνοια, έδινε καλά πριμ. Εφόσον νικούσαμε, βεβαίως! Δυστυχώς, όταν έπαιζα εγώ ποδόσφαιρο δεν υπήρχαν ούτε τα καλά λεφτά ούτε τα καλά γήπεδα -τα περισσότερα ήταν απλώς χώμα, δεν είχαν χορτάρι- και οι συνθήκες των προπονήσεών μας δεν ήταν και οι καλύτερες. Επίσης, τότε παίζαμε μόνο Κύπριοι στις ομάδες και δεν υπήρχαν τα σημερινά συμβόλαια. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές έπαιζαν ουσιαστικά τότε «για την φανέλα» – αλλά τι ωραίο συναίσθημα που είναι κι αυτό! Από τα 25 μου ήμουν, παράλληλα, υπάλληλος στην Α.ΤΗ.Κ. -ώστε να επιβιώνουμε αξιοπρεπώς με την οικογένειά μου- και τα τελευταία 15 χρόνια, πριν βγω στη σύνταξη, ήμουν μέλος της ομάδας αθλητικού περιεχομένου της Cytavision.
Στην αρχή της κουβέντας μας, μου μίλησες και για τη λέξη «αγωνίζομαι», η οποία επίσης καθόρισε τη ζωή σου. Πότε το συνειδητοποίησες αυτό;
Κυρίως μέσω των βιωμάτων της προσωπικής μου ζωής. Με την Άννα, τη σύζυγό μου, παντρευτήκαμε λίγο καιρό αφότου τελείωσα τον στρατό, στα 21 μου -ήμασταν μαζί από τα μαθητικά μας χρόνια, ως «το ζευγάρι του σχολείου»-, και ξεκινήσαμε να δημιουργούμε την δική μας οικογένεια. Αρχικά, γεννήθηκε ο πρώτος μας γιος, ο Χρύσης, και πιστεύαμε πως ζούσαμε μία ζωή «παραμυθένια». Μετά, γεννήθηκε ο δεύτερος μας γιος, ο Χρήστος, ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του, κάτι που σήμαινε συνεχείς εγχειρίσεις και ταξίδια, κυρίως στο Ισραήλ, ώστε να αντιμετωπιστεί το θέμα του παιδιού μας. Όταν γεννήθηκε, μετά από εννέα χρόνια, και το τρίτο μας παιδί, η κόρη μας, η Μαρία, εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε το σοβαρό πρόβλημα της αιμορραγίας στον εγκέφαλο – για να καταλάβεις, υπήρχε βδομάδα που έπρεπε να κάνουμε 7-8 χειρουργεία. Αν και νέοι στην ηλικία, και εγώ και η Άννα, τα προβλήματα που είχαμε μπροστά μας για να αντιμετωπίσουμε -αν και φαίνονταν ανυπέρβλητα, αν σκεφτείτε πως ήμασταν πολύ νέοι- άλλαξαν ολόκληρη τη ζωή μας! Έπρεπε να γίνουμε πιο δυνατοί ως χαρακτήρες -δεν είχαμε άλλη επιλογή, άλλωστε!- να ωριμάσουμε, να μάθουμε να μαχόμαστε και να είμαστε «βράχοι». Σήμερα, είμαστε πολύ περήφανοι με την Άννα για την οικογένεια που δημιουργήσαμε – γιατί την δημιουργήσαμε με πάρα πολύ κόπο. Ο Χρήστος μας σήμερα είναι γιατρός, κλινικός ψυχολόγος, η Μαρία εργάζεται σε γραφείο στην Αραδίππου, και ο μεγαλύτερός μας γιος, ο Χρύσης, είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ασχολείται κυρίως με την εστίαση.
Ζώντας, ωστόσο, στην Κύπρο σε μια άλλη εποχή τότε, είχες προσπαθήσει να αποκρύψεις τα προβλήματα των παιδιών σου από τον κόσμο;
Όχι, ποτέ. Δεν νιώθαμε καμία ντροπή, άλλωστε! Όλοι ήξεραν, επίσης, ότι «Ο Ξιούρουππας της Ομόνοιας», έχει αυτά τα προβλήματα στο σπίτι του. Έχανα π.χ. παιχνίδια, διότι έπρεπε να είμαι με κάποιο από τα παιδιά μου στο εξωτερικό για μία ακόμη εγχείρηση – ήταν γνωστό.
Όταν τα βίωνες όλα αυτά στην οικογένειά σου, είχε μειωθεί και η απόδοσή σου ως ποδοσφαιριστής;
Σε κάποια παιχνίδια, ναι. Ήταν δύσκολο να αποδώσω. Υπήρχαν φορές που ενώ έλειπα όλη την εβδομάδα στο Ισραήλ με τον Χρήστο π.χ., επέστρεφα την Παρασκευή απροπόνητος, ταλαιπωρημένος και ο κόσμος περίμενε την Κυριακή να δει τον Ξιούρουππα να βάζει γκολ. Παρόλ’ αυτά, προσπαθούσα να σταθώ στο ύψος μου, με αξιοπρέπεια.
Όσα αντιμετωπίσατε στην οικογένειά σου, ήταν και ο λόγος που δημιούργησες, μαζί με την Άννα, την «Ηλιαχτίδα Ζωής»;
Ήταν ένας από τους λόγους. Η «Ηλιαχτίδα Ζωής», για να είμαστε ακριβείς, δημιουργήθηκε από την Άννα Ξιούρουππα το 1997, μαζί με κάποιες άλλες μητέρες της Λάρνακας, οι οποίες είχαν προβλήματα με τα παιδιά τους και έψαχναν για θεραπευτές -ειδικευμένους στην λογοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, εργοθεραπεία κ.ά.-, αλλά δεν έβρισκαν σε όλη την επαρχία. Αυτός ο Σύνδεσμός δημιουργήθηκε, ώστε να στεγάσει όλο το φάσμα των θεραπειών, για να καλυτερεύσει η ζωή των μανάδων και των παιδιών – κι είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος, γιατί σήμερα είναι το πιο σύγχρονο και μεγαλύτερο θεραπευτικό κέντρο της Κύπρο, ως Μ.Κ.Ο. Για να καταλάβει ο κόσμος το εύρος, η «Ηλιαχτίδα Ζωής» φιλοξενεί σήμερα 100 περίπου παιδιά, και σε αυτό δραστηριοποιούνται πλήθος εξειδικευμένων γιατρών και θεραπευτών. Εγώ, στην αρχή της δημιουργίας του Σωματείου, είχα συμμετοχή, αλλά ήμουν για κάποια χρόνια στο παρασκήνιο. Πρόεδρος -επίτιμος πια σήμερα- ανέλαβε τότε ο Λουκής Θεοδώρου και μετά από κάποια χρόνια ανέλαβα εγώ -εθελοντικά πάντα, όπως και όλοι όσοι συμμετέχουν στην «Ηλιαχτίδα Ζωής»-, μία θέση την οποία κατέχω εδώ και 25 περίπου χρόνια με μεγάλη περηφάνια. Παράλληλα, είμαι εθελοντής και σε άλλους οργανισμούς -π.χ. στο «Γκολ στη Ζωή» κ.ά.- κι είμαι πάντα ανοιχτός στον κόσμο, ώστε, όποτε θελήσει την βοήθειά μου, να ξέρει πως θα είμαι εκεί γι’ αυτόν και πως θα την έχει. Και θα αγωνιστώ γι’ αυτόν όλο τον κόσμο μέχρι τέλους!

Βίωσες ποτέ τον ρατσισμό;
Ο ρατσισμός υπήρχε και υπάρχει. Δεν θα μιλήσω για τα δικά μου τα παιδιά, γιατί αυτά μεγάλωσαν πια, αλλά θα σας πω για τα σημερινά παιδιά και όλα αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, για τα οποία την ευθύνη δεν έχουν τα παιδιά της ηλικίας τους αλλά η παιδεία που παίρνουν από τα σπίτια τους, σε σχέση με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα άτομα με αναπηρία. Ευθύνη, όμως, έχει το κράτος. Καθόμαστε αυτή τη στιγμή στις Φοινικούδες, στην λεωφόρο Αθηνών, απέναντί μας είναι η στάση των λεωφορείων, αλλά ένας κωφάλαλος ή ένας τυφλός δεν μπορεί να ξέρει πως «Σε τρία λεπτά έρχεται το λεωφορείο», γιατί κανένας δεν φρόντισε να υπάρχει και ηχητικό μήνυμα στις στάσεις – που δεν είναι και κανένα σοβαρό οικονομικό κονδύλι. Αυτό είναι ένα παράδειγμα. Ή σε ό,τι αφορά στην παιδεία του κόσμου που σου έλεγα προηγουμένως, πόσο δύσκολο είναι να παρκάρεις κάπου αλλού και να μην κλείσεις την δίοδο του πεζοδρομίου από την οποία πρόκειται να περάσει ένας άνθρωπος σε τροχοκάθισμα; Από πού θα περάσει αυτός ο άνθρωπος, ειδικά αν είναι μόνος του και δεν έχει κάποιον μαζί του, για να τον βοηθήσει; Αντίστοιχα άλλα παραδείγματα είναι δεκάδες. Το ξέρετε ότι το 90% των κυβερνητικών κτηρίων στην Κύπρο σήμερα, το 2025, δεν έχουν πρόσβαση στα άτομα με αναπηρία; Αυτό δεν είναι ρατσισμός;
Φαίνεσαι τόσο δυνατός χαρακτήρας, με μεγάλη αυτοπεποίθηση, και αναρωτιέμαι αν λύγισες ποτέ…
Πολλές φορές! Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές. Και οικονομικά. Γιατί, δεν ήταν δωρεάν φυσικά οι μετακινήσεις στις ξένες χώρες και οι εγχειρίσεις των παιδιών μου – χρειάστηκαν πολλές χιλιάδες λίρες για να πραγματοποιηθούν, το οποίο σήμαινε δάνεια, υποθήκες, δανεικά από φίλους, από γνωστούς και συγγενείς. Υπήρχαν πολλές μέρες που δεν είχα ούτε μία λίρα μέσα στην τσέπη μου και χρειάστηκε να μου δανείσει η μάνα μου λεφτά -αν και ήμουν «ο Ξιούρουππας», ο διάσημος ποδοσφαιριστής, όπως το είπες κι εσύ- για να μπορέσω να πάω να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητό μου, ώστε να πάω στη Λευκωσία. Αλλά δεν το αισθάνθηκα ποτέ ως «ντροπή» αυτό. Διότι ήξερα γιατί συνέβαινε. Υπήρχαν, επίσης, μέρες που πήγαινα στη δουλειά μου, στη CYTA, και δεν κατέβαινα στην καντίνα, μήπως και δω κάποιον γνωστό μου, κάποιον συνάδελφό μου εκεί και χρειαστεί να τον κεράσω έναν καφέ. «Βράχος» της οικογένειάς μας ήταν πάντοτε η γυναίκα μου. Ήταν εκείνη που θυσίασε τα πάντα, ακόμη και την καριέρα της στα ξενοδοχειακά, προκειμένου να σταθεί στην οικογένειά της. Αν δεν ήταν εκείνη…
Εσένα, σε κατέβαλαν περισσότερες φορές οι δυσκολίες, σε σχέση με την Άννα;
Ναι. Υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να το αντέξω! Όμως, είχα την Άννα! Εννοείται ότι μπροστά στην Άννα προσπαθούσα να είμαι «ο δυνατός», αλλά δεν σου κρύβω ότι, πολλές φορές, στη διαδρομή Λευκωσία-Λάρνακα, μετά από κάποιο ματς στο Γ.Σ.Π., σταματούσα με το αυτοκίνητο σε κάποια άκρη του δρόμου, ώστε να βάλω τα κλάματα και να ξεσπάσω, για να πάω μετά ήρεμος στο σπίτι. Ήταν οι σκέψεις που είχα μέσα στο μυαλό μου για την οικογένειά μου, ήταν η πίεση, ήταν όλα αυτά…
Πώς θα ήθελες να σε έχει στο μυαλό του ο κόσμος, Πανίκο;
Ως έναν άνθρωπο που ήξερε πάντα να αγωνίζεται. Και που θα αγωνίζεται όσο ζει!
Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΩΝ ΓΗΠΕΔΩΝ
Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ερμή Αραδίππου την περίοδο 1982-1983, σε ηλικία μόλις 14 χρόνων. Ήταν η πρώτη χρονιά που ο Ερμής αγωνιζόταν στην Α’ Κατηγορία και το πρώτο και σημαντικό βήμα στην καριέρα του. Το ταλέντο του άρχισε να συζητείται, αφού πέραν της αγωνιστικής του παρουσίας σημείωνε και αρκετά τέρματα. Έπαιξε στον Ερμή μέχρι το 1986, οπότε και εντάχθηκε στην Ομόνοια Λευκωσίας, στα 18 του μόλις χρόνια. Έπαιξε στο «τριφύλλι» για 12 χρόνια με το οποίο κέρδισε τρία πρωταθλήματα (1987, 1989, 1993), τρία κύπελλα (1988, 1991, 1994) και τρεις Ασπίδες. Τη σεζόν 1990-1991 κατέκτησε και το «Χρυσό Παπούτσι», καθώς αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Συνέχισε την καριέρα του στην Α.Ε.Κ. Λάρνακας (1998-2001) και την έκλεισε στην Ανόρθωση (2001-2003), με την οποία θα κέρδιζε ακόμα δύο κύπελλα (2002-2003). Σημειωτέον, ότι πανηγύρισε και δύο πρωταθλήματα με τον Ερμή στην Β’ Κατηγορία. Παράλληλα, ο Πανίκος Ξιούρουππας έπαιξε 18 φορές στην Εθνική Κύπρου, πετυχαίνοντας δύο γκολ. Συνολικά, σημείωσε στην μεγάλη του καριέρα 211 γκολ, αριθμός που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές της κλάσης του έχουν επιτύχει. Αγωνιζόταν στην επίθεση και είχε τα χαρακτηριστικά κλασικού φορ περιοχής, ενώ μέχρι σήμερα θεωρείται ένας από τους καλύτερους επιθετικούς στην Ιστορία του κυπριακού ποδοσφαίρου. «Όπλο» του ήταν οι κινήσεις χωρίς την μπάλα και οι τοποθετήσεις στην αντίπαλη περιοχή, στοιχεία που σε συνδυασμό με την εκτελεστική του δεινότητα, τον καθιστούσαν έναν παραγωγικό και ιδιαίτερα επικίνδυνο επιθετικό. Δεν ήταν, επίσης, τυχαίο το γεγονός πως απολάμβανε την εκτίμηση από φιλάθλους όλων των ομάδων, ενώ ήταν ηγετική παρουσία και στα αποδυτήρια – ένας κορυφαίος αθλητής με έντονη προσωπικότητα.
Η «ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ ΖΩΗΣ»
Ο Σύνδεσμος Στήριξης Παιδιών με Αναπηρία Λάρνακας, «Ηλιαχτίδα Ζωής», ιδρύθηκε το 1997, και στεγάζεται στην οδό Αθανασίου Διάκου, στη Λάρνακα, εκεί όπου λειτουργεί ένα υπερσύγχρονο θεραπευτικό κέντρο, προσφέροντας υπηρεσίες Φυσιοθεραπείας, Λογοθεραπείας, Εργοθεραπείας, Ειδικής Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Εργασίας και εργοδοτώντας άρτια ειδικευμένους επαγγελματίες του χώρου (www.iliaktidazois.org, Τηλ: 24823882).