Νέες ανακρίσεις για την υπόθεση στην οποία είναι εμπλεκόμενος ο τέως πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, ζήτησε πρόσφατα από την Αστυνομία η Νομική Υπηρεσία, πριν τη λήψη τελικής απόφασης.
Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι μετά τη μελέτη του πορίσματος των επιθεωρητών της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς από λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας και αφού εξετάστηκαν όλες οι εγειρόμενες πτυχές, αποφασίστηκε η συλλογή μαρτυρίας που αφορά συγκεκριμένα ζητήματα. Γι’ αυτό και δόθηκαν γραπτές οδηγίες στους ανακριτές του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας για έναρξη ερευνών. Οι έρευνες αυτές δεν θ’ αφορούν στον κ. Σιζόπουλο, αφού αυτός καλύπτεται από τη βουλευτική ασυλία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ανακριθεί.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, μόλις συλλεχθεί η νέα μαρτυρία, ο φάκελος της υπόθεσης θα οδηγηθεί πίσω στη Νομική Υπηρεσία ώστε να λάβει τις τελικές αποφάσεις. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, το πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία στο Δικαστήριο σε περίπτωση μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, γι’ αυτό και η Αστυνομία θα πρέπει να διενεργήσει ανακρίσεις. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να κινηθεί η διαδικασία άρσης της βουλευτικής ασυλίας του κ. Σιζόπουλου στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σύμφωνα με ενημέρωση που είχαμε, αυτό θα γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να προχωρήσει η υπόθεση και δεν θα αναμένεται να περατωθεί η θητεία του κ. Σιζόπουλου τον ερχόμενο Μάιο.
Σύμφωνα με το πόρισμα των λειτουργών της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, όπως αυτό δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2025 στη δημοσιότητα, διαπίστωσαν ότι υπάρχουν ενδεχόμενα ποινικά αδικήματα από διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρόεδρος της ΕΔΕΚ. Πρόκειται για τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα της απάτης, της πλαστογραφίας, του καταρτισμού πλαστού εγγράφου, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της συνωμοσίας για καταδολίευση.
Όπως αναφέρεται στο πόρισμα, οι λειτουργοί επιθεώρησης που διόρισε η Αρχή (ένας πρώην πρόεδρος Δικαστηρίου και ένας δικηγόρος) κατέληξαν, στη βάση του βαθμού απόδειξης που εφαρμόζει η Αρχή, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις οι οποίες συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι ο καταγγελλόμενος βουλευτής και άλλοι τρεις αξιωματούχοι εταιρειών – μετόχων της ΤΑΧΑΝ, υπέγραψαν και υπέβαλαν σε τράπεζα συμβόλαιο πώλησης των μετοχών της εταιρείας TAXAN, ημερομηνίας 17/10/2017, με ψευδές τίμημα (€1.600.000) αποκρύπτοντας το πραγματικό τίμημα (€2.025.000), το οποίο είχε καταγραφεί σε προγενέστερο συμβόλαιο ημερομηνίας 4/10/2017 (υπογράφτηκε δυνάμει πληρεξουσίου από έναν εκ των αξιωματούχων εταιρείας – μετόχου της ΤΑΧΑΝ εκ μέρους όλων των μετόχων της).
Στη βάση μαρτυρίας, οι λειτουργοί επιθεώρησης διαπίστωσαν ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις, οι οποίες καταδεικνύουν ότι η υπογραφή του αλλοδαπού επενδυτή στο συμβόλαιο ημερομηνίας 17/10/2017, είχε πλαστογραφηθεί.
Σύμφωνα με την κατάληξη των λειτουργών επιθεώρησης, η χρήση του συμβολαίου ημερομηνίας 17/10/2017 έγινε με σκοπό την παραπλάνηση τρίτου (ήτοι της τράπεζας) και την απόκτηση κέρδους – οικονομικού οφέλους (έκπτωση 37% στο ποσό του δανείου και τη διαγραφή τους από εγγυητές του δανείου). Στη βάση των πιο πάνω, οι λειτουργοί επιθεώρησης διαπίστωσαν «ενδεχόμενη παράβαση των πιο κάτω άρθρων του Ποινικού Κώδικα (Κεφ. 154): Άρθρο 300: Απάτη, άρθρα 331 και 333: Πλαστογραφία και καταρτισμός πλαστού εγγράφου, άρθρο 339: Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, άρθρο 302: Συνωμοσία για καταδολίευση».


