14 Αυγούστου, 2025
10:05 πμ

Σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή χαρακτηρίζεται από αστάθεια και αβεβαιότητα, είναι φρόνιμο για κάθε χώρα να είναι σε θέση να εξασφαλίζει βασικές πρώτες ύλες και προϊόντα πρώτης ανάγκης, όσο το δυνατό πιο εύκολα και οικονομικά.

Πλέον, ανά τακτές χρονικές περιόδους γινόμαστε μάρτυρες σοβαρών προβλημάτων και καθυστερήσεων στην αλυσίδα ανεφοδιασμού, με το διεθνές εμπόριο να ταλανίζεται από επιθέσεις σε εμπορικά πλοία, αλλαγές δρομολογίων, αυξήσεις στο κόστος μεταφοράς και άλλα. Ως εκ τούτου, η κατά το δυνατό μεγαλύτερη αυτάρκεια σε πρώτες ύλες και αγαθά καθίσταται αναγκαία και όχι πολυτέλεια.

Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, η Κύπρος είχε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο τον πρωτογενή τομέα. Ως γνωστό, ο πρωτογενής τομέας είναι ο τομέας της οικονομίας που περιλαμβάνει δραστηριότητες που συνδέονται με την εκμετάλλευση και την επεξεργασία φυσικών πόρων. Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η δασοκομία, η αλιεία και η εξόρυξη. Για πολλά χρόνια παράγαμε τα δικά μας γεωργικά προϊόντα, είχαμε τα δικά μας ζωντανά, από τα οποία εξασφαλίζαμε γάλα και συναφή προϊόντα, ενώ ήμασταν σε θέση να εξάγουμε και αρκετά από αυτά.

Η Κύπρος, από αρχαιοτάτων χρόνων είχε αναπτύξει σημαντικά τον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ενώ αποτελούσε κόμβο εμπορίου των προϊόντων που έχουν να κάνουν με τους συγκεκριμένους τομείς.

Η προσφορά στο ΑΕΠ της χώρας των συγκεκριμένων τομέων άγγιζε, σε όχι και τόσο μακρινές εποχές, το 18%, ενώ προσέφερε εργασία στο ένα τρίτο του οικονομικού πληθυσμού. Προϊόντα όπως το κρασί, το λάδι, οι πατάτες και το χαλούμι αναγνωρίζονται διεθνώς για την ποιότητα τους, ενώ για χρόνια ήταν σε θέση να καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση και ταυτόχρονα σημαντικές ποσότητες να εξάγονται στο εξωτερικό. Ακόμα και σήμερα, αρκετά νοικοκυριά, κυρίως στα χωριά, θεωρούν παράξενο να αγοράσουν λάδι από τις υπεραγορές, καθώς τα χωράφια με τις ελιές που καλλιεργούν είναι σε θέση να τους παρέχουν το λάδι που χρειάζονται για ολόκληρο το χρόνο.

Ωστόσο, μετά τη στροφή της οικονομίας μας στις υπηρεσίες και την ανάδειξη της χώρας ως χρηματοοικονομικό κέντρο, οι προαναφερθέντες τομείς αφέθηκαν στη μοίρα τους με το εργατικό δυναμικό να ωθείται «να αφήσει την τσάππα και το αλέτρι» και να φορέσει τη γραβάτα, ώστε να εργοδοτηθεί  στον τομέα των υπηρεσιών.

Σχολιάζοντας τα πιο πάνω, ο οικονομολόγος Τάσος Γιασεμίδης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «φυσικά κανένας δεν λέει ότι η χώρα έπρεπε να μείνει αγκυλωμένη στο παρελθόν, όμως για κάποιους μεγαλύτερους σε ηλικία, η συζήτηση για αυξήσεις ή ακόμη και έλλειψη στο ψωμί λόγω Ουκρανικού ακούγεται παράξενα.

Ναι, ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όμως θεωρητικά θα μπορούσαμε να παράγουμε περισσότερα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για εσωτερική κατανάλωση. Με την είσοδο της χώρας στην Ενιαία Αγορά, η εισαγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων αυξήθηκε διότι το κόστος εισαγωγής ήταν φθηνότερο από το κόστος παραγωγής. Όμως, αντί αυτό να μας δώσει το κίνητρο να εξετάσουμε τι κάνουν οι άλλες χώρες και τι τεχνικές χρησιμοποιούν για συγκράτηση του κόστους, συμβιβαστήκαμε με τις εισαγωγές από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφήσαμε τον κλάδο να μαραζώσει».

Είναι ενδεικτικό ότι στην Eνδιάµεση Έκθεση του ∆ηµοσιονοµικού Συµβουλίου, στην οποία αναλύει την πορεία της οικονομίας, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι οι τομείς της οικονομίας συνεχίζουν στο σύνολό τους να καταγράφουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με εξαίρεση τη Γεωργία, η οποία δέχεται έντονες πιέσεις, τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μόνιμες.

Πέραν από τις φυσικές καταστροφές και τις κλιματικές εξελίξεις, σημαντικές πιέσεις ασκούνται εξ αιτίας διαρθρωτικών προβλημάτων που αφορούν στο μέγεθος των κλήρων και των επιχειρήσεων, την κατάρτιση των επαγγελματιών, τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις  και την πρόσβαση σε κεφάλαια, αλλά και την ηλικία των επαγγελματιών. Η τάση δεν αφορά μόνο στο 2025, αλλά παραμένει σταθερή από το 2013.

Σημειώνεται ότι σήμερα ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, δηλαδή κατά βάση η κυπριακή γεωργία και κτηνοτροφία, αντιστοιχεί περίπου στο 1,8% του κυπριακού ΑΕΠ. Ποσοστό ανεπαίσθητο για να κάνει την όποια διαφορά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Την ίδια ώρα, το ποσοστό δείχνει το ελάχιστο ενδιαφέρον που υπάρχει από το εργατικό δυναμικό της χώρας για να ασχοληθεί με το επάγγελμα και τον τομέα ευρύτερα. Ένας τομέας ο οποίος έθρεψε γενιές και γενιές στο νησί, σήμερα έχει απαξιωθεί στο μέγιστο βαθμό.

Περιθώριο αναγέννησης

Σύμφωνα όμως με τον κ. Γιασεμίδη, ο κλάδος μπορεί να αναγεννηθεί και να προκύψουν μάλιστα και προοπτικές ανάπτυξης.

Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν σημαντικές προοπτικές για τους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας, εφόσον σημαντικά προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας όπως το κρασί, το λάδι, οι πατάτες και το χαλούμι αναγνωρίζονται διεθνώς για την ποιότητα τους. Αυτό που χρειάζεται είναι η πιο συστηματική παρακολούθηση των αναγκών στα προϊόντα που παράγονται τόσο στην Κύπρο όσο και το εξωτερικό και ο καθορισμός μιας ευέλικτης στρατηγικής με συνεχή παρακολούθηση.

Συγκεκριμένα μέτρα μπορούν να ληφθούν ώστε οι τομείς αυτοί να ενισχυθούν, όπως η παροχή κινήτρων για σύμπτυξη γεωργικών μονάδων, ώστε να γίνει δυνατός ο εκσυγχρονισμός της καλλιέργειας και η προώθηση νέων οικονομικά βιώσιμων παραγωγών εξαγωγικού χαρακτήρα. Τα σχέδια πρέπει να εγκρίνονται από το Υπουργείο Γεωργίας και η όλη αναδιοργάνωση / σύμπτυξη δε θα έχει καμία φορολογική επιβάρυνση, όπως η απαλλαγή από το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών στην περίπτωση που η σύμπτυξη αφορά μεταφορά ακίνητης ιδιοκτησίας. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης πρέπει να υπάρξει καλύτερος συντονισμός της γεωργικής παραγωγής και επικέντρωση σε στρατηγικά προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος παραγωγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα γίνει δυνατή και η εφαρμογή της τεχνολογίας σε συλλογική βάση π.χ. κοινή διαχείριση μηχανημάτων. Πρέπει, επίσης, να παραχωρηθούν επιταχυνόμενες αποσβέσεις για συγκεκριμένες επενδύσεις, ενώ θα καταστεί δυνατή η άντληση περισσότερων κεφαλαίων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία».

Επιπλέον, προσθέτει ο Γιασεμίδης, θα πρέπει να προωθηθούν πρωτοβουλίες που αφορούν την ανάπτυξη συστημάτων άρδευσης και δημιουργία σύγχρονων κτηνοτροφικών μονάδων, σφαγείων και βιοτεχνιών επεξεργασίας προϊόντων, την εφαρμογή τεχνολογίας σε συλλογική βάση π.χ. κοινή διαχείριση μηχανημάτων, τη στενότερη συνεργασία και σύμπραξη σε θέματα τεχνολογίας και έρευνας με άλλες χώρες π.χ. Ισραήλ και η αναβίωση της υπαίθρου με σκοπό την προσέλκυση νέων γεωργών/ανθρώπινου δυναμικού.

Καταλήγοντας, σημειώνει ότι μια ιδέα που φαίνεται να προωθείται, είναι αυτή του γεωργικού τουρισμού. Δηλαδή επισκέπτες θα μένουν στις φάρμες (θα είναι ειδικά διαμορφωμένες για να παρέχουν τις ανάλογες υπηρεσίες) ώστε να ζουν από κοντά και να συμμετέχουν στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.

Η εξαγγελία της υπουργού

Σημειώνεται ότι τον Οκτώβριο του 2024, η υπουργός Γεωργίας Μαρία Παναγιώτου εξήγγειλε την στρατηγική για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, η οποία μεταξύ άλλων περιελάμβανε 11 δράσεις για όλο τον αγροτικό κόσμο, με στόχευση τους επαγγελματίες αγρότες. Σκοπός της Στρατηγικής, όπως είχε αναφερθεί, αποτελεί η αύξηση της συνεισφοράς του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ της χώρας. Οι 11 Δράσεις αφορούν: Την Πράσινη Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα του Αγροτικού Τομέα, την Ενίσχυση της Ανταγωνιστικότητας Τομέων της Κτηνοτροφίας, τη Δημιουργία Νέων Χρηματοδοτικών Εργαλείων για τον Πρωτογενή Τομέα, τις Ενέργειες Προώθησης Αγροδιατροφικών Προϊόντων, τα Μέτρα Βελτίωσης της Θέσης των Αγροτών στην Αξιακή Αλυσίδα, την Ποιότητα Αγροτικών Προϊόντων/ Πιστοποίηση Ποιότητας, την Θέσπιση Κυπριακού Σήματος, την Επαγγελματική Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Ενημέρωση των Γεωργών (2025), την Θεσμοθέτηση Γραφείων Γεωργού (2025), την Αξιοποίηση Γης / Χωροταξική Ανάπτυξη (2026), τη Διαχείριση Κινδύνων στη Γεωργική Παραγωγή (2025), την Προσαρμογή της κυπριακής γεωργίας στην κλιματική αλλαγή και περιορισμός του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της (2025).

Exit mobile version