Την περίοδο 2014-2017 ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου είχε μείνει καλλιτεχνικά ακέφαλος, επειδή μετά την ακύρωση του διορισμού του Γιώργου Παπαγεωργίου ως διευθυντή είχε ληφθεί η άνωθεν απόφαση για αλλαγή μοντέλου στον τρόπο διεύθυνσης.
Ώσπου να πάει το μήνυμα και να’ ρθει το χαμπάρι, που λένε στο νησί, μέχρι δηλαδή να αποφασίσουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν, να καταργηθεί η θέση, να διαμορφωθούν τα σχέδια υπηρεσίας, να μελετηθούν νομοτεχνικά, να εγκριθούν από τη Βουλή, να κάνουν ακόμη μια γύρα, να ετοιμαστεί η προκήρυξη, να προκηρυχτεί η θέση και να ολοκληρωθεί η πρόσληψη, πέρασαν 3,5 χρόνια. Την περίοδο αυτή, το τότε ΔΣ υπό τον Γιάννη Τουμαζή υποκαθιστούσε αρμοδίως για μιάμιση σχεδόν θητεία έναν θεσμικό ρόλο που δεν του ανήκει. Με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.
Από τις αρχές του 2024 που έχει αναλάβει το νυν ΔΣ υπό τον Παντελή Βουτουρή μέχρι και σήμερα, συμβαίνει κάτι ανάλογο, αλλά αντίστροφα. Αντίστροφα, υπό την έννοια ότι μετά από 6,5 χρόνια θητείας του Σάββα Κυριακίδη στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή -η οποία είδαμε και πάθαμε μέχρι να θεσπιστεί- εν τη σοφία τους οι ιθύνοντες (κυρίως το τέως ΔΣ) αποφάσισαν την κατάργησή της και ουσιαστικά την επαναφορά του προηγούμενου μοντέλου. Μόνη διαφορά, αλλά άνευ σημασίας, ότι πλέον μιλάμε για «Γενικό Διευθυντή» κι όχι σκέτο «Διευθυντή».
Είναι ένα σισύφειο ροκάνισμα χρόνου, ενέργειας και κύρους. Η υπόθεση θυμίζει το ανέκδοτο με τον μικρό που ρωτά τον πατέρα του τη διαφορά μεταξύ θεωρητικού και πρακτικού. Θεωρητικά, έχουμε ζυμώσεις για αλλαγή μοντέλου διεύθυνσης. Πρακτικά, έχουμε πέντε (5) χαμένα χρόνια- και το κοντέρ συνεχίζει να γράφει.
Επιτρέψτε μου να εξηγήσω γιατί τα θεωρώ «χαμένα». Υπό κανονικές συνθήκες, το ΔΣ θα έπρεπε να έχει εποπτικό, στρατηγικό και διοικητικό ρόλο κι όχι εκτελεστικό ή καλλιτεχνικό. Στην Κύπρο οι εκτελεστικές του αρμοδιότητες είναι ούτως ή άλλως μεγαλύτερες απ’ ό,τι είθισται, αλλά ας το παραβλέψουμε αυτό. Είναι αναπόφευκτες οι ηθικές και θεσμικές συνέπειες από την άσκηση καθηκόντων καλλιτεχνικής διεύθυνσης, δεδομένου ότι ένα ΔΣ διορίζεται από την Κυβέρνηση και αρκετά από τα μέλη του «ευλογούνται» από τα κόμματα.
Ο διευθυντής δίνει τον τόνο, την καλλιτεχνική ταυτότητα, τον προσανατολισμό, την αισθητική και ιδεολογική υπόσταση στον οργανισμό. Χωρίς αυτόν, οι επιλογές γίνονται αποσπασματικά ή συμβατικά και κυρίως τίθενται υπό αμφισβήτηση και ευνοούνται συνθήκες ανασφάλειας, αβεβαιότητας και απαξίωσης. Το καλλιτεχνικό δυναμικό μένει χωρίς πυξίδα, η ευθύνη διαχέεται, με αποτέλεσμα να μη λογοδοτεί κανείς για επιτυχίες ή αποτυχίες. Παράλληλα, το σύστημα αναπόφευκτα είναι ευάλωτο σε αναξιοκρατικές πρακτικές.
Έτσι, το κρατικό θέατρο περνά μια εικόνα θεσμικής στασιμότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και τέως του Ελευσίς 2023, επισημαίνει στη συνέντευξη που δημοσιεύει σήμερα ο «Φ» πόσο επιτακτικό είναι να αποκτήσει ο ΘΟΚ καλλιτεχνικό διευθυντή. Δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ότι δεν θα είναι «καλλιτεχνικός», αλλά το νόημα είναι το ίδιο. Τίθεται θέμα φθοράς κύρους και άρα εμπιστοσύνης του κοινού και της καλλιτεχνικής κοινότητας. Και δεν θεωρώ ότι έχει οποιαδήποτε σημασία αν αυτό αποτυπώνεται στα εισιτήρια ή όχι.
Το να μένει για τόσο μεγάλο διάστημα καλλιτεχνικά ακέφαλος είναι όχι μόνο δυσλειτουργικό, αλλά και επικίνδυνο για την ταυτότητά του, την καλλιτεχνική του αποστολή. Η έλλειψη θεσμικού φίλτρου είναι από μόνη της προβληματική.
Το τι συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι υποθετικό: το ζήσαμε και το ζούμε από πρώτο χέρι και δεν έχει επ’ ουδενί να κάνει με τις όποιες προθέσεις ή με τις ικανότητες των μελών. Η ανάληψη αρμοδιοτήτων που δεν προβλέπονται, η υιοθέτηση καλλιτεχνικού λεξιλογίου, η αναπαραγωγή ιεραρχιών και συμμαχιών, οι εσωτερικές συγκρούσεις και αποχωρήσεις, όλα αυτά οδηγούν μπροστά στον κίνδυνο, όσο περνά ο καιρός, να μετατραπεί ο οργανισμός σε πεδίο συγκεχυμένων ατζεντών και αισθητικών προτιμήσεων αναρμόδιων προσώπων. Το πρόβλημα είναι ότι στην αντίθετη περίπτωση, στην προσπάθεια δηλαδή να βρεθεί ένας καλλιτεχνικός μπούσουλας, δημιουργούνται ενδεχομένως τάσεις υπερβάλλουσας εξωστρέφειας ή συνθήκες συγκεντρωτισμού.
Άλλωστε, μιλάμε για ένα σώμα κι όχι για ένα πρόσωπο κι επειδή μιλάμε για την Κύπρο, για μια κοινωνία με συγκεκριμένες περιστάσεις και πλαίσιο, δεδομένου ότι το σώμα αυτό περνά μέσα από σκιώδεις υποεπιτροπές και από μια «άμισθη» ή «υπηρεσιακή» ανάληψη ευθύνης, προκύπτουν σοβαρές παθογένειες. Ακολουθεί, κατά προέκταση, μια εντύπωση σιωπηρής κανονικοποίησης αυτής της θεσμικής «εκτροπής». Κι όταν τα όρια θολώνουν, μοιραία το ΔΣ βλέπει τη σκιά του μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι και «διευθυντίζει», καταλαμβάνοντας χώρο που ανήκει στους ανθρώπους του θεάτρου.
Θέλω να ξεκαθαρίσω για μια φορά ακόμη ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα πρόσωπα. Τα οποία, επιπρόσθετα, ουδεμία ευθύνη φέρουν για το γεγονός ότι προέκυψε και χρονίζει αυτό το θεσμικό κενό. Επειδή, όμως είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει αυτό μέσα σε 10 χρόνια, καλό είναι πέρα από την επίσπευση της διαδικασίας που είναι επιβεβλημένη (έλεος! δεν θα τετραγωνίσουν τον κύκλο) να υπάρχει πρόβλεψη για ενδεχόμενες ανάλογες μεταβατικές φάσεις στο μέλλον. Δηλαδή, η κυπριακή γραφειοκρατία να προνοήσει για μια προσεκτικά σχεδιασμένη μετάβαση, λ.χ. με ενδιάμεσο επιμελητή, χωρίς να παραβιάζεται η διάκριση των ρόλων.
Καταγράφω, καταληκτικά, πως ούτε με καλλιτεχνικό διευθυντή επί των επάλξεων ο ΘΟΚ είχε ξεκάθαρη και κατοχυρωμένη θεσμική διάρθρωση ή σαφή διάκριση εκτελεστικών- καλλιτεχνικών αρμοδιοτήτων. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι ότι πολιτεία πρέπει να εγκύψει επιτέλους ουσιαστικά πάνω στα σοβαρά ζητήματα διοίκησης του πολιτισμού. Ο τομέας δεν αντέχει άλλη προχειρότητα.
Ελεύθερα, 29.6.2025