23 Οκτωβρίου, 2025
1:56 μμ

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν φοβήθηκε ποτέ τον Χρόνο. Αντίθετα, ήταν ο καλύτερός του φίλος. Του είχε πάρει τον αέρα. Τον γέλασε, τον μάλωσε, τον ειρωνεύτηκε, του τραγούδησε τον «Κυρ Αντώνη», τον κέρασε ούζο στην Πλάκα και πάστα στο Zonar’s, τον αγάπησε. Και κάπου σε κάποιες διασταυρώσεις των λεωφόρων της Ομορφιάς και της Ευαισθησίας τον έκανε δικό του για πάντα.

Εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου του 1994, όταν πάγωσε το χαμόγελο της Τζοκόντας, είχα μόλις τελειώσει τη Β’ Λυκείου κι αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι η ησυχία, το ημίφως. Σε αντίθεση με άλλους larger-than-life Έλληνες που τους βρήκε εκείνη την εποχή ο θάνατος- όπως η Μελίνα ή αργότερα η Αλίκη, ή ο Ανδρέας- στην περίπτωση του Μάνου ο αποχαιρετισμός έγινε «κεκλεισμένων των θυρών»: ούτε δημόσια κηδεία, ούτε λαϊκό προσκύνημα.

Ειδικά στην εποχή μας -κι αν θυμηθούμε τι είχε συμβεί λ.χ. το 2021 στο κατευόδιο του Μίκη Θεοδωράκη- θα ήταν αδιανόητη αυτή η έλλειψη θορύβου. Αν όμως μπορούσε κάπως να περιγραφεί ο Χατζιδάκις θα ήταν με όχημα τη σιωπή ανάμεσα στις νότες του, στις ανάσες του ήχου. Πώς αλλιώς να περιγράψεις έναν άνθρωπο που έκανε τον κόσμο ολόκληρο να μοιάζει με μουσική;

Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω μέσα στην άγρια θολούρα της ύστερης εφηβείας τι ήταν ακριβώς εκείνο που με συγκλόνιζε, που με ερέθιζε. Ήταν η γαλήνη πίσω από τη μελαγχολία ή η ειρωνεία πίσω από τη γαλήνη; Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να αρχίσω να συνειδητοποιώ ότι δεν μουσουργούσε για να παρηγορήσει, αλλά για να αφυπνίσει. Μόνο που το έκανε με την πιο χειμαρρώδη λεπτότητα.

Αποχώρησε σε μια άσχημη συγκυρία, πάνω που η Ελλάδα είχε ήδη αρχίσει να χάνει το μέτρο και τον μπούσουλα. Είναι άραγε σύμπτωση ότι ο ίδιος λειτουργούσε ως μετρονόμος αισθητικής και ήθους, ως φίλτρο που ξεχώριζε το ουσιώδες από το φλύαρο; Ήταν η λυδία λίθος, ο άξονας, η πυξίδα, το σημείο αναφοράς στο ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα και κάτι που το υπερέβαινε, που ανήκε σε όλους αλλά ταυτόχρονα σε κανέναν. Βαθιά ρεαλιστής, μα και μεταφυσικά γειωμένος όσο κανένας άλλος.

Ελάχιστοι κατάφεραν τόσο καίρια πλήγματα στο μαλακό υπογάστριο της ασχήμιας. Στην εποχή των «μεγαλεπήβολων οραμάτων», υπερασπίστηκε το απλό. Ήταν η φωνή της αρμονίας, της αισθητικής, της μεσότητας εν τη ερήμω της ελληνικής δηθενιάς, της επιφάνειας και της εντυπωσιοθηρίας. Στην Ελλάδα του στόμφου, μιλούσε ψιθυριστά, αλλά η ουσία των λεγομένων του βροντούσε στ’ αυτιά όλων. Λειτουργούσε ανέκαθεν υπό του κουρνιαχτού.

Αν η ζωή του έδινε ακόμη 20 χρόνια πώς θα ήταν άραγε η χώρα; Ίσως προλάβαινε ακόμη να τη συγκρατήσει κάπου πιο κοντά στο καλό γούστο. Θα συντονίζονταν τα χνώτα ενός ανθρώπου που δεν είναι βολικός, ούτε προβλέψιμος με την κατρακύλα που ακολούθησε;

Κι αν δεν υπήρχε καθόλου; Αν δεν είχε γεννηθεί ποτέ εκείνο το παιδί που έβλεπε τα χελιδόνια της Ξάνθης σαν νότες σε πεντάγραμμο; Θα ήταν πράγματι η Ελλάδα μια άλλη χώρα, ακόμη πιο θορυβώδης, ακόμη πιο αμετροεπής, πιο ακαλαίσθητη, πιο «εύκολη»; Θα μπορούσαμε σήμερα να ξεχωρίσουμε τη συγκίνηση από το μελό, το φως από τη λάμψη; Θα εμπεδώναμε ποτέ ότι το ωραίο είναι ζήτημα ήθους; Πιθανότητα ο χώρος μας θα ήταν πλουσιότερος σε θόρυβο. Θα μας έλειπε ακόμη περισσότερο ο κανόνας, ο ρυθμός.

Από την άλλη βέβαια ήταν κι ο ίδιος παιδί της εποχής του. Όπως, ταυτόχρονα, μιας εποχής που δεν ήρθε ακόμη. Είχε μέσα του την πειθαρχία του αστού και τη φαντασία του ονειροπόλου. Μιλούσε για το σήμερα με παρρησία και για το αύριο με ταπεινότητα. Είχε το ταλέντο να συνδέει την καθημερινότητα με το υψηλό. Τον ενδιέφερε η αλήθεια, όχι η αναγνώριση. Δεν τον γοήτευε η σκηνή, αλλά η στιγμή. Δεν δημιουργούσε, ούτε σκεπτόταν για ν’ ακουστεί, αλλά για να υπάρξει.

Ήταν όμως ένα δώρο ή ένα προϊόν της εποχής του; Γιατί άραγε η δική μας εποχή δεν βγάζει πια «Χατζιδάκιδες»; Μήπως δεν αντέχουμε πια τόση αλήθεια, τόση ομορφιά; Μήπως πια παράγουμε μόνο δημιουργούς «περιεχομένου» και όχι ουσίας;

Τελικά, δεν μάς έμαθε να τραγουδάμε, αλλά να λειτουργούμε μουσικά. Να μην αποταμιεύουμε σε μικρές ζωές, αλλά σε μεγάλες ιδέες. Γι’ αυτό κι ο αιώνας του δεν τελείωσε. Μόλις τώρα αρχίζει. Διότι δεν ήταν απλώς ένας συνθέτης, αλλά μια ισχύς συνειδητοποίησης για το πώς μπορεί να υπάρξει ένας πολιτισμός όταν θυμάται τον εαυτό του: ευγενής, πεισματικά ανθρώπινος, ανυπότακτος στο ψέμα και στη χυδαιότητα.

Η μουσική του δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά στο διαρκές παρόν όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ευαισθησία είναι πράξη αντίστασης. Κάθε φορά που ένα παιδί μαθαίνει να ξεχωρίζει το ωραίο από το φτηνό, κάθε φορά που κάποιος υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ποίηση μέσα στον ντόρο του κόσμου, ο αιώνας του Χατζιδάκι θα επαναρχίζει ξανά και ξανά. Παρά το γεγονός ότι εκείνος δεν έγραψε μουσική για να τον θυμόμαστε, αλλά για να θυμόμαστε τι θα μπορούσαμε να γίνουμε.

Ελεύθερα, 19.10.2025

Exit mobile version