Ακόμα μια από τις σκλαβωμένες εκκλησιές της Άσσιας, γενέτειρας του Αγίου Σπυρίδωνα, παίρνει σειρά για να μπει στο πρόγραμμα της δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς – ΤΕΠΚ (Technical Committee on Cultural Heritage), η οποία επιτελεί εδώ και χρόνια ένα πολυσήμαντο έργο, καθώς συμβάλλει στην αποκατάσταση των καταστροφών που προκλήθηκαν σε κατεχόμενες εκκλησιές και μοναστήρια κατά τη διάρκεια και ως επακόλουθο της τουρκικής εισβολής του 1974. Η εν λόγω Επιτροπή τελεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και από ιδρύσεώς της το 2008 η δράση της είναι ενταγμένη στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που αφορούν την επιδιόρθωση και αναστήλωση ιερών χώρων λατρείας εκατέρωθεν της γραμμής Αττίλα. Στην Άσσια, η ΤΕΠΚ έχει ήδη προβεί στην αποκατάσταση του ιερού ναού της Παναγίας και ενός τεμένους, που μέχρι την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571 ήταν χριστιανικός ναός αφιερωμένος στον προφήτη Ηλία.
Η εκκλησία στην οποία αναφερόμαστε είναι εκείνη του Αγίου Γεωργίου, που συγκαταλέγεται στους επτά ιερούς χριστιανικούς χώρους – πέντε εκκλησιές και δύο ξωκκλήσια, της Μεσαρίτικης κωμόπολης. Αποτελεί δε μία εκ των δύο, που μέχρι τον Αύγουστο του 1974 λειτουργούσαν επί τακτικής βάσεως, εξυπηρετώντας τις ισάριθμες ενορίες της κοινότητας, η οποία το 1973 είχε πληθυσμό 2,734 κατοίκους.

Οι δυο εκκλησιές που κτίστηκαν ταυτόχρονα το 1861
Η εκκλησία του Άη Γιώρκη στην Κάτω Ενορία, όπως και εκείνη του Ιωάννη του Πρόδρομου στην Πάνω Ενορία, κτίστηκε το έτος 1861, μέσα σε διάστημα εξήντα πέντε ημερών – χρόνο που για το μέγεθος του εγχειρήματος αποτελεί αξιοθαύμαστο επίτευγμα, όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τη σημερινή.
Μέχρι την ημέρα που μυρώθηκαν και λειτούργησαν οι δύο εν λόγω ναοί, οι Ασσιώτες εκκλησιάζονταν στον ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι κτίσμα του μεσαίωνα και βρίσκεται μέσα στο παλιό κοιμητήριο της κοινότητας, βόρεια της σημερινής θέσης του χωριού. Ωστόσο, κάποιες χρονιές πολυομβρίας, η εκκλησία της Παναγίας πλημμύριζε από την υπερχείλιση του παρακείμενου ποταμού Ιδαλία (Γιαλιάς) και του παραπόταμού του, Κατουλιάρη, και γι’ αυτόν τον λόγο η ανέγερση των δύο νέων εκκλησιών κατέστη απαραίτητη, σημαίνοντας ταυτόχρονα και την εγκατάλειψη της ως τακτικό χώρο λατρείας. Από την εποχή της ανέγερσης του Άη Γιώρκη και του Πρόδρομου και μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, η Παναγία φιλοξενούσε τους πιστούς της σε κάποιες από τις μεγαλύτερες των γιορτών της ελληνορθόδοξης χριστιανοσύνης, όπως ήταν η διπλή εορτή του Ευαγγελισμού και της Εθνικής Παλιγγενεσίας.


Χρόνος κτισίματοςτων δύο εκκλησιών 65 μέρες!
Η αξιομνημόνευτη ταχύτητα περάτωσης του κτισίματος του Άη Γιώρκη και του Πρόδρομου, οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργασίες διεξάχθηκαν πυρετωδώς για συγκεκριμένο λόγο που εξηγούμε πιο κάτω. Σε αυτές τις εργασίες, κατά μαρτυρίες που έφτασαν κοντά μας περνώντας από γενιά σε γενιά, συμμετείχαν εθελοντικά οι δημότες της Άσσιας κάθε ηλικίας και φύλου, με δύο άξιους πρωτοστάτες και τα παιδιά τους: για τον μεν Άη Γιώρκη, ο Χατζημιχαήλης με τους πέντε γιους του, Χατζηπαναγή, Χατζηδημητρό, Χατζηγαβριήλ, Χατζηχριστοφή και Χατζηγιώρκη, για τον δε Ιωάννη τον Πρόδρομο ο Δημήτρης Κούππας με τους τρεις γιους του, Χριστούδια, Γιακουμή και Παναγή.
Η ταυτόχρονη ανέγερση των δύο ναών και η εκπληκτικά σύντομη περίοδος αποπεράτωσής τους κατά μία εκδοχή οφείλεται στο ανταγωνιστικό πνεύμα, που εκδηλωνόταν στα παλιά αλλά και στα πιο πρόσφατα – προ του 1974 – χρόνια, ανάμεσα στα επιφανή μέλη των αντίστοιχων ενοριών της Άσσιας. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή δεν είναι αρκούντως πειστική και μάλλον συνιστά αντίφαση, όταν αναλογιστεί κάποιος τον άψογο συγχρονισμό λήψης και εκτέλεσης της απόφασης του μεγαλεπίβολου και πολυέξοδου για την εποχή εκείνη εγχειρήματος: μιλούμε για την ταυτόχρονη ολοκλήρωση δύο χριστιανικών ναών πλάτους δώδεκα και μήκους εικοσιπέντε περίπου μέτρων, με έξοδα από το υστέρημα μιας Οθωμανοκρατούμενης, βαριά φορολογούμενης κοινότητας ‘ραγιάδων’ (ο υποτιμητικός αυτός όρος καταργήθηκε επίσημα το 1856), μέσα σε 65 ημέρες, εν έτει 1861!

Τα καμπαναριά προστέθηκαν μετά τον ερχομό των Βρετανών αποικιοκρατών
Βάσει στοιχείων που συμπεριλήφθηκαν στην προκαταρκτική έκθεση της ΤΕΠΚ για τον Άη Γιώρκη της Άσσιας, το καμπαναριό δεν μπήκε στο αρχικό σχέδιο αλλά προστέθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του ναού στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά συνέπεια, μπορούμε αβίαστα να εικάσουμε πως ούτε και στην εκκλησία του Προδρόμου κτίστηκε εξαρχής καμπαναριό.
Η απουσία καμπαναριών στις δύο νεόδμητες εκκλησιές οφειλόταν σε αυστηρή πολεοδομική ρήτρα των οθωμανικών αρχών, που απαγόρευε την τοποθέτηση και χρήση καμπανών. Το σκεπτικό της απαγόρευσης βασιζόταν στο γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν να σημαίνουν καμπάνες, γιατί ο ήχος τους, …καθώς εισέβαλλε στον δημόσιο χώρο, υπέσκαπτε την ανωτερότητα του Ισλάμ (Ε. Γκαρά και Γιώργος Τζεδόπουλος: «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», 2015)! Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αφορά στο ζήτημα των απαγορευμένων καμπανών, συναντούμε στον 4ο Τόμο της Ιστορίας της Κύπρου του George Hill, όπου περιγράφεται η αναστάτωση που ξέσπασε στην αρχιεπισκοπή κατά την θητεία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄ (1854-1865) αναφορικά με το αν η μοναδική καμπάνα, που κατ’ εξαίρεση (προφανώς μέσα στο πνεύμα των Μεταρρυθμίσεων, που αναφέρονται παρακάτω) επετράπη από τις οθωμανικές αρχές να τοποθετηθεί σε μια από τις οκτώ εκκλησιές της εντός των τειχών Λευκωσίας θα έμπαινε στον καθεδρικό ναό του Αγ. Ιωάννη ή στον ναό της Παναγίας Φανερωμένης.


Ο πιθανότερος λόγος που κτίστηκαν ταυτόχρονα
Επανερχόμενοι στην ταυτόχρονη ανέγερση δύο ναών στην ίδια αγροτική κοινότητα το έτος 1861, αντί της ιδέας του ανταγωνισμού μεταξύ των Ασσιωτών προτείνουμε ως περισσότερο πειστική την ακόλουθη εξήγηση:
Τον 18ο αιώνα, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ήδη ένα γεγονός εν εξελίξει, το οποίο, εξ αιτίας και σε συνδυασμό με τους συχνούς πολέμους των Οθωμανών με τη Ρωσία, τις μετέπειτα εξεγέρσεις υπόδουλων λαών (ανάμεσα στις οποίες και η Ελληνική Επανάσταση) και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, οδήγησε την Υψηλή Πύλη στην απόφαση για υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων στην άσκηση διακυβέρνησης της απέραντης επικράτειας της Αυτοκρατορίας.
Οι μεταρρυθμίσεις είχαν ως στόχο τη σταθεροποίηση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών της Αυτοκρατορίας, γεγονός που επέβαλλε ως αρχική προϋπόθεση τη βελτίωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ελευθεριών των δεκάδων εθνο-πολιτιστικών ομάδων και κυρίως των χριστιανών (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων) που συνιστούσαν μεγάλο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας και τους σημαντικότερους πυλώνες της οικονομίας της. Ήδη, από τη Συνθήκη του Κουτσιούκ-Καϊναρτζή (1774), που ήταν αποτέλεσμα του τρίτου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74), η στάση του Οθωμανικού κράτους έναντι των χριστιανών υπηκόων του παρουσίασε κάποια βελτίωση ως αποτέλεσμα σχετικών προνοιών της εν λόγω συνθήκης, οι οποίες αντανακλούσαν επίμονες απαιτήσεις της Ρωσίας.
Οι πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις – γνωστές ως Tanzimat (Αναδιοργάνωση) αποφασίστηκαν και ανακοινώθηκαν με φιρμάνια του Σουλτάνου μεταξύ των ετών 1839 και 1876. Το 1839 εκδόθηκε το πρώτο φιρμάνι (Χάτι Σερίφ) και το 1856, με το τέλος του πολέμου της Κριμαίας και κατόπιν πιέσεων από τη Βρετανία και τη Γαλλία στον Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, το δεύτερο (Χάτι Χουμαγιούν). Μια από τις πρόνοιες του σουλτανικού φιρμανιού του 1856, που αφορούσε τη νέα προσέγγιση στην εφαρμογή του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας ήταν και η χαλάρωση των μέτρων που σχετίζονταν με την έκδοση αδειών επιδιόρθωσης και αναστήλωσης υφιστάμενων χώρων λατρείας: «Επειδή όλες οι θρησκείες θα λατρεύονται ελεύθερα στην αυτοκρατορία μου, κανένας υπήκοός μου δεν θα έχει δυσκολίες στη λατρεία της θρησκείας του και κατά κανέναν τρόπο δεν θα ενοχληθεί για αυτό», έλεγε ανάμεσα σε άλλα το σουλτανικό φιρμάνι. Εικάζουμε ευλόγως ότι ως προέκταση αυτής της χαλάρωσης, υπήρξε παράλληλα και κάποια ταυτόχρονη χαλάρωση στα μέτρα που αφορούσαν την έκδοση αδειών ανέγερσης νέων εκκλησιών.
Η Άσσια, όπως και πλείστες άλλες κοινότητες της τουρκοκρατούμενης τότε Κύπρου, προφανώς αξιοποίησε τις χαλαρώσεις του Χάτι Χουμαγιούν για να κτίσει, πέντε μόλις χρόνια μετά τη διακήρυξή του, τους ι.ν. του Άη Γιώρκη και του Πρόδρομου. Η ανάγκη για ταυτόχρονη ανέγερση δύο ναών πιθανώς να οφειλόταν στην ταχεία αύξηση του πληθυσμού της κοινότητας η οποία είκοσι χρόνια αργότερα, το 1881, αριθμούσε 989 κατοίκους. Η σπουδή να κτιστούν οι δύο ναοί όσο πιο γρήγορα γινόταν και μάλιστα με εθελοντική κυρίως εργασία, μάλλον οφειλόταν στον κίνδυνο ανάκλησης του σχετικού μεταρρυθμιστικού μέτρου παρά στον φημολογούμενο ανταγωνισμό.
Ένταξη στο πρόγραμμα της ΤΕΠΚ
Τον Αύγουστο του 2024, το Κοινοτικό Συμβούλιο Άσσιας (ΚΣ΄Ασσιας) ανέθεσε στον Ασσιώτη πολιτικό μηχανικό, Χρίστο Χατζηχρίστου, την αποστολή να προβεί σε επισκόπηση της εκκλησίας του Άη Γιώρκη και ακολούθως να συντάξει έκθεση με τα ευρήματά του. Ο κ. Χατζηχρίστου επισκέφθηκε την εκκλησία και ετοίμασε Έκθεση για τη γενική της κατάσταση, η οποία παραδόθηκε στον Πρόεδρο της ΤΕΠΚ με αίτημα της Κοινότητας για εξειδικευμένη πλέον έρευνα από τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής. Η ΤΕΠΚ ανταποκρίθηκε στο αίτημα και τον περασμένο Ιούλιο διαβίβασε στο ΚΣ Άσσιας Προκαταρκτικό Σημείωμα με περιγραφή του ναού και ευρήματα της ομάδας πεδίου της ΤΕΠΚ. Κατά τη συνάντηση επίδοσης του Σημειώματος, ο πρόεδρος της ΤΕΠΚ, δρ Σώτος Κτωρής έδωσε στην αντιπροσωπεία των Ασσιωτών τη διαβεβαίωση ότι, παρά τις καταστροφές που υπέστη ο ναός στα πενήντα χρόνια της τουρκικής κατοχής και της εγκατάλειψης στα στοιχεία της φύσης, δεν κινδυνεύει άμεσα με κατάρρευση. Ταυτόχρονα, εξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθήσει η ΤΕΠΚ, η οποία έχει ως επόμενο στάδιο τη διενέργεια ενδελεχούς έρευνας/αξιολόγησης των ζημιών από τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς της και την εκπόνηση τελικής Έκθεσης. Η έρευνα αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός των επόμενων λίγων μηνών.
Η ανέγερση των δύο καμπαναριών
Δεκαεπτά χρόνια μετά την ανέγερση των εκκλησιών, η Βρετανία συνομολογεί συμφωνία με την Υψηλή Πύλη για ανάληψη της διοίκησης του νησιού μας από τους Οθωμανούς (1878) και ως επακόλουθο της εφαρμογής πλήρους και εγγυημένης πια ανεξιθρησκείας, οι Ασσιώτες προχωρούν στην ανέγερση καμπαναριών στις δύο εκκλησιές τους. Ο ήχος της καμπάνας αντηχεί στην ελεύθερη από τους Τούρκους Άσσια ύστερα από τριακόσια έξι χρόνια σκλαβιάς, για να σιγήσει και πάλι ενενήντα έξι χρόνια μετά, το μαύρο καλοκαίρι του 1974.
Αναφαίρετο δικαίωμα η λειτουργία των εκκλησιών
Η Κοινοτική Αρχή της Άσσιας, ευχαριστεί δημόσια την ΤΕΠΚ και τον πρόεδρό της δρα Σώτο Κτωρή για την άμεση ανταπόκριση και το ειλικρινές ενδιαφέρον που επέδειξαν στο διάβημα της για την αποκατάσταση του Άη Γιώρκη. Την ίδια ώρα δηλώνει ότι, εφόσον της ζητηθεί θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να συμβάλει, παρά τις αντιξοότητες της προσφυγιάς, στην ενίσχυση του κονδυλίου για εκτέλεση του έργου αναστήλωσης της εκκλησίας, που είναι χρέος της ιερό και εθνικό και σημαντικότατη πτυχή του αντικατοχικού αγώνα μέχρι την ευλογημένη μέρα της Απελευθέρωσης και της Επιστροφής. Παράλληλα, όμως, οφείλει να επισημάνει ότι θα πρέπει η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να απαιτήσει ανυποχώρητα τα ακόλουθα:
- Η αναστήλωση των εκκλησιών στα Κατεχόμενα να περιλαμβάνει την πλήρη αποκατάσταση τους ως εκκλησίες και όχι γενικά και αόριστα ως ‘μνημεία πολιτισμού’, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις τυγχάνει εκμετάλλευσης για συνέχιση της βεβήλωσής τους όταν το κατοχικό καθεστώς τα μετατρέπει σε μουσεία ή τις παραχωρεί ακόμα και σε ιδιώτες για άλλες χρήσεις.
- Με τον όρο ‘πλήρης αποκατάσταση’ των εκκλησιών μας που αναστηλώνονται πρέπει να απαραιτήτως να εννοείται και η τοποθέτηση του συμβόλου της χριστιανικής πίστης, ο ιερός σταυρός, όπου αυτός δέσποζε πριν την εισβολή του 1974 καθώς και η κατασκευή των άλλων μερών που συμπληρώνουν κατά την χριστιανική παράδοση έναν ελληνορθόδοξο ναό: η αγία τράπεζα, το τέμπλος με τις άγιες εικόνες κ.ο.κ.
- Την εγγυημένη δέσμευση των κατοχικών αρχών ότι ελεύθερα, στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης και οπωσδήποτε μια τουλάχιστον φορά κάθε χρόνο, θα μπορούν οι προσφυγικές κοινότητες να επιστρέφουν μαζικά και να λειτουργούν τις αναστηλωμένες εκκλησιές τους χωρίς περίπλοκες και χρονοβόρες κατοχικές διαδικασίες.
Ας σημειωθεί ότι σε διάφορα πρώην μικτά χωριά στις ελεύθερες περιοχές της ΚΔ οι μιναρέδες που αναστηλώθηκαν από την ΤΕΠΚ φέρουν το ευρέως αναγνωρισμένο σύμβολο του Ισλάμ (ημισέληνος + αστέρι), γεγονός που τονίζει την ανάγκη αδιαπραγμάτευτης απαίτησης για επίδειξη του αντίστοιχου σεβασμού προς το σύμβολο του Χριστιανισμού και προς τις ευαισθησίες των Ελληνοκυπρίων, στις περιπτώσεις αναστήλωσης των κατεχόμενων εκκλησιών τους. Σε ό, τι αφορά στην προσβασιμότητα στους πιστούς, τα μουσουλμανικά τεμένη είναι διαθέσιμα για επίσκεψη και προσευχή ανά πάσα στιγμή τις εργάσιμες ώρες κάθε μέρας. «Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ζητήσουν να τους ανοίξουμε…», ήταν η απάντηση της κλειδούχου του τεμένους στα Πυργά Λάρνακας, στο σχετικό ερώτημα. Συνεπώς, το ελάχιστο που πρέπει να απαιτηθεί είναι να ισχύσει το ίδιο και για τους χριστιανούς πιστούς, και προπάντων για εκείνους που διώχτηκαν από τα σπίτια, τις κοινότητες και τις εκκλησιές τους με τη βία.
*Κοινοτάρχης Άσσιας










