Μενέλαος Αβραάμ, «Αμμόχωστος δεσμώτισσα», ιδιωτική έκδοση, 2024.
Γνωρίζω τον Μενέλαο Αβραάμ από τα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος με βαθιά πολιτισμική υποδομή, οξεία πολιτική σκέψη, κοινωνική ευαισθησία σε συνεχή εγρήγορση και φιλοσοφικές σπουδές σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής. Αυτό το ευρύ κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο δεν θα μπορούσε παρά, νομοτελειακά, να βρει την έκφρασή του και στην ποίηση που θέλησε να γράψει, σε ώριμη πια ηλικία και για πρώτη φορά.
Η ποιητική συλλογή «Αμμόχωστος δεσμώτισσα», που εξέδωσε ο Μ.Α. το 2024 σε ηλικία 64 χρόνων, πόρρω απέχει από τις συνήθεις σπαραξικάρδιες ποιητικές αναφορές στη σκλαβωμένη πόλη του Ευαγόρα. Θρηνεί χωρίς να οδύρεται, θλίβεται χωρίς να κλαυθμηρίζει, πονάει χωρίς να συντρίβεται. Και αναζωπυρώνει τη μνήμη χωρίς να την ωραιοποιεί.
Η ποιητική συλλογή του Μ.Α. είναι ένα εγερτήριο σάλπισμα, εντρυφεί στην Αμμόχωστο, με αισθητική επάρκεια, στο διάβα των αιώνων. Οδηγεί με δεξιοτεχνία τα προσωπικά του βιώματα στην κοινοκτημοσύνη του αναγνωστικού κοινού και σκιαγραφεί με οπτιμιστική ακρίβεια τις προδιαγραφές της επιστροφής στη θρυλική αυτή πόλη της πατρίδας μας.
Ο Μ.Α. κυοφορούσε για χρόνια, ίσως για δεκαετίες, το βιβλίο αυτό μέσα του. Η θέαση της Αμμοχώστου μέσα από τα 26 ποιήματα της συλλογής είναι πανοραμική και πολυεπίπεδη, έχει τη δυναμική της διαλεκτικής σκέψης και την ολόφωτη οπτική ενός εμπνευσμένου οράματος.
Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένος, ξεκινώντας από την πολιτισμική υποδομή του συγγραφέα που είναι διάφανη σε όλο το βιβλίο. Ο Μ.Α., άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, παραφράζοντας, παρωδώντας ή απλώς αντλώντας ερεθίσματα, μνημονεύει, κατά σειρά εμφάνισης στο βιβλίο, τον μυθικό Προμηθέα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Σαίξπηρ, τον Θερβάντες, το Νίκο Γκάτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Παντελή Μηχανικό και τον Κώστα Μόντη.
Η παρομοίωση είναι το κύριο εκφραστικό, στιλιστικό μέσο του Μ.Α. Η Αμμόχωστος παρομοιάζεται με τον Προμηθέα, με την Κωνσταντινούπολη και την άλωσή της. Ο συγγραφέας συνομιλεί με την ιστορία της πόλης του ανά τους αιώνες επιστρατεύοντας τη μορφή του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου. Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή αξιοποιεί ένα τραγούδι του Γκάτσου για να δακτυλοδείξει τους ενεχόμενους στην προδοσία: «Είδες κι εσύ Μικρομπαλού / παιδιά δικά σου δίχως νου / π’ ανοίξαν πόρτες στους σκαιούς / και σ’ έριξαν μες’ τους γκρεμούς». (σελ. 16)
Επιδεικνύοντας αισθητική φαντασία και δημιουργικότητα ο Μ.Α. βάζει τον Δον Κιχώτη να συνομιλεί με τον Οθέλλο: «-Ω! Θερβάντες γενναίε πολεμιστή, του Σαιξπήρου ισάξιε. / Ναι Οθέλλο, αλλά ούτε εσύ, ούτε αυτός γλυτώσατε την Αμμόχωστο». (σελ. 19)
Ακολουθεί το ποίημα «Γυναίκες της Σαλαμίνας», όπου, κατά την άποψή μου, επιτυγχάνεται μια από τις πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου: «Εργάτριες της γης και της ιστορίας / ανασκαφέντρες της πανάρχαιας δόξας / σύγχρονες μαίες του Τεύκρου, του Ευαγόρα, του Ονήσιλου. / Εσείς που μιλήσατε τόσο γλυκά στο χώμα / και αυτό άνοιξε διάπλατα τις πύλες του. / Εσείς που φιλήσατε με τόσο πάθος τα θαμμένα αγάλματα / κι’ αυτά μετά από αιώνες ξυπνήσανε». (σελ. 20)
Ο Μ.Α. επιστρέφει συνεχώς στις ρίζες, στις καταβολές του, βιωματικές και ιδεολογικές. Αυτό συμβαίνει π.χ. στο ποίημα «Ιούλης – Αύγουστος 1974» (σελ. 35) και τη ρητή αναφορά στις Δημοτικές Πολυκατοικίες του Βαρωσιού, στη γειτονιά του, στους φίλους του, στα διαβάσματά του.
Όλη η συλλογή του Μ.Α. έχει μια παράλληλη πολιτική διάσταση και υπόσταση. Όμως το πιο πολιτικό ποίημα στο βιβλίο θεωρώ πως είναι το «Serife». (σελ. 38) Όσα δεν τολμά, ντρέπεται ή λιποψυχεί να πει η επίσημη ιστορία μας, τα λέει ο συγγραφέας με ευθύτητα, ευθυκρισία, τόλμη και ακριβοδίκαιη προσέγγιση: «Serife, Selden, Hayrive, Ahmet, Hakan… / Παιδιά μας απ’ τη Μάραθα, τον Σανταλάρη, την Αλόα / Θα συναντήσετε άραγε στου Κάτω Κόσμου την αυλή / τον Αντρέα, τον Γιάννη, τον Χριστάκη, τη Μαρία, την Κίκα… / τα παιδιά μας απ’ την Κυθραία, το Παλαίκυθρο, την Κάτω Δερύνεια;». Την ίδια ώρα ο Μ.Α. δακτυλοδείχνει και τους ενόχους, τους ηθικούς αυτουργούς των εγκλημάτων: «Ανάθεμά σας εθνικισμοί / βάρβαροι των βαρβάρων / ‘πατρίδος’ μαύροι κολασμοί / γεννήτορες, σαγηνευτές φονιάδων…».
Και η κριτική του δεν σταματά εδώ: Συνεχίζει στεντόρεια, ευθύβολη, βαθιά και μαστιγωτική: «Ανώριμοι κι ανόητοι / μύστες εθνομανίας / κρικέλια της γης μας δώσαμε / σε ξένους, λύκους και μαφία». (σελ. 40)
Στη συνέχεια το «Αγία Καρπασία» (σελ. 41) είναι το πιο μακροσκελές ποίημα στη συλλογή καθώς σ’ αυτό ονοματίζονται όλα τα χωριά της χερσονήσου. Πρόκειται για ποίημα δοξαστικό, με ύφος επικό και συγκινησιακά φορτισμένο. Η χρήση του κυπριακού ιδιώματος σε αυτό δικαιώνεται, καθότι το βαρύ συναισθηματικό άλγος, ο πόνος της ψυχής, μόνον έτσι θα μπορούσε να βρει διέξοδο και να εκφραστεί με επάρκεια.
Από πλευράς ποιητικής και αισθητικής καταξίωσης, θεωρώ πως ένα από τα πιο άρτια ποιήματα στο βιβλίο είναι το «Αμμόχωστος». Πρόκειται για μελοποιημένο στίχο. Ιδού το ρεφρέν: «Αμμόχωστος, Αμμόχωστος / κοχύλι τ’ ουρανού μου / θαλασσινό αερικό / κόμισσα του γιαλού μου». (σελ. 44)
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν θέλει ν’ αφήσει τον αναγνώστη με μια πικρή γεύση στο στόμα. Στο τέλος πρυτανεύει ο οπτιμισμός του. Μια αισιοδοξία χειμαρρώδης, με προοπτική, ελπίδα, όραμα και πνοή: «Ορθώσου πόλη του Απριλιού / μ’ αγκάθια κυκλωμένη / μοσχοβολιά του γιασεμιού / ωραία κοιμωμένη / Εργάτες του καλοκαιριού / που κτίζατε παλάτια / ομπρός στην πόλη του γιαλού / φορέστε της τα άσπρα». (σελ. 46)
Προσωπικά, συγχωρώ στον Μ.Α. κάποιες μετρικές αστοχίες που παρεισέφρησαν στο βιβλίο, λίγα ψήγματα ρητορισμού και πλεονασματικών επαναλήψεων, που δεν ελέγχθηκαν όσο θα έπρεπε. Χαλάλι! Το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα δικαιώνεται και ποιητικά, και, πολύ περισσότερο, νοηματοδοτικά.
g.frangos@cytanet.com.cy