28 Απριλίου, 2025
12:27 πμ

«Φωνές από το Τσερνόμπιλ» της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς σε σκηνοθεσία Μαρίας Κυριάκου.

Πέραν του γεγονότος ότι ουσιαστικά έδωσε το Νόμπελ στη συγγραφέα του, το βιβλίο «Φωνές από το Τσερνόμπιλ» έχει αποτελέσει βάση ή έχει εμπνεύσει ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, θεατρικές παραστάσεις- μέχρι και ιαπωνικά μάνγκα. Έχει σημασία να πούμε ότι ο πρωτότυπος τίτλος δεν μιλά για «φωνές» αλλά για «προσευχή» και συνοδεύεται από τον ενδεικτικό υπότιτλο «Ένα Χρονικό του Μέλλοντος», κάτι που υπογραμμίζει στη δική της προσωπική μαρτυρία η ίδια η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, μ’ έναν απροκάλυπτα προφητικό τόνο. Η «προσευχή» προσδίδει στο έργο πνευματική και υποστασιακή διάσταση, εστιάζοντας στην ανάγκη για λύτρωση όσο και στην ανατριχιαστικά ανθρώπινη αντίδραση απέναντι σε μια καταστροφή που ξεπερνά την κατανόησή μας.

Το Τσερνόμπιλ δεν είναι μόνο μια τραγωδία του 1986 ή του 20ού αιώνα. Είναι μια πρόγευση του μέλλοντος. Το οποίο έχει ήδη έρθει. Το πολυφωνικό αυτό βιβλίο, λοιπόν, περιγράφει έναν νέο τύπο ανθρώπινης εμπειρίας, ένα νέο είδος φόβου, όπου ο κίνδυνος είναι αόρατος, κολοσσιαίος, μακρόχρονος, διάχυτος. Είναι ένα είδος «μετα-ανθρώπινου» φόβου εκεί που η τεχνολογία, η εξουσία και η φύση συμπλέκονται και κανείς δεν μπορεί να διακρίνει πού σταματά η ζωή και πού ξεκινά η απειλή. Εν πάση περίπτωσει, η ουσία είναι ότι στον πυρήνα αυτού του έργου φωλιάζει μια προειδοποίηση, ένα «καμπανάκι»: το Τσερνόμπιλ ήταν μόνο η αρχή.

Αυτό το ενδόμυχο καμπανάκι ηχεί και στον πιο ανυποψίαστο θεατή, πριν καν αρχίσει η παράσταση της ομάδας À Vendre και της Μαρίας Κυριάκου, αμέσως μόλις αντικρίσει κανείς το αποκαλυψιακό σκηνικό της Έλενας Κοτασβήλι. Αυτή η προδιάθεση δικαιώνεται σχεδόν εφιαλτικά με τον τρόπο που το σκηνικό αυτό μάς μεταφέρει στον χώρο και στον χρόνο για να υπερκεράσει τη δύσβατη δοκιμασία του όντος.

Συνειδητά, υποθέτω, η σκηνοθέτρια έδωσε στη σκηνογράφο το περιθώριο να συνθέσει και να περιχαράξει την πρόταση και τη δράση, προσκαλώντας τον θεατή μέσα σ’ ένα τοπίο καταστροφής. Λειτουργεί ως χωροχρονικό πλέγμα και ως μεταφυσικός θόλος, όπου το παρόν και το μέλλον συγχωνεύονται. Είναι μια εικαστική και απεικονιστική τοπιοτέχνηση, όπου το άγονο πεδίο με τα γυμνά δέντρα που υψώνονται από τα συντρίμμια, μαζί με το χώμα, το μέταλλο, τη στάχτη, τον καπνό, την ύλη σε αποσύνθεση συγκροτούν έναν οριακό χώρο έξω από τη συμβατική χρονική συνέχεια, με τα στοιχεία να συμβολοποιούνται για να εκφράσουν μια αγωνία υπαρξιακή.

Είναι ένα σκηνικό- κατάθεση, μια πολιτική, αισθητική, εμπειρική καθομολόγηση. Δεν αποτελεί φόντο, αλλά ένα δοχείο μνήμης και συνείδησης. Οι ασκητικές, φασματικές φιγούρες αξιοποιούν όλο το βάθος και κινούνται μέσα στην έρημη χώρα σαν να διασχίζουν ταυτόχρονα τη μνήμη και τη λήθη.

Τα κοστούμια της Ελένης Ιωάννου, με τους ωχρούς, γήινους τόνους τους, συνομιλούν άψογα με την οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, υπογραμμίζοντας την αχρονικότητα της αφήγησης. Μιας αφήγησης αποσπασματικής, αποδομημένης, σαν να παλεύει να συγκρατήσει κάτι που λιώνει και διαλύεται. Οι ηθοποιοί δεν υποδύονται ρόλους με την τυπική έννοια. Γίνονται φωνές, πρόσωπα που εμφανίζονται και χάνονται, σαν φαντάσματα ή ίσκιοι, σαν θραύσματα ενθυμήσεων. Εκεί, προκύπτει η απώλεια του νοήματος, η εξομολόγηση ως πράξη αντίστασης στην επιλησμοσύνη, η αναμέτρηση με το «αόρατο»- εν προκειμένω τη ραδιενέργεια, το τραύμα, τη σιωπή.

© Δημήτρης Λούτσιος

Η πολυφωνική τεκμηριωτική καταγραφή της Αλεξίεβιτς αποκτά σάρκα και οστά μέσα από μια έντονη θεατρική γλώσσα. Αντί να δραματοποιεί απλώς τους μονολόγους, η Μαρία Κυριάκου έχει ενορχηστρώσει ευρηματικά ένα περίπλοκο πλέγμα φωνών μέσα στο οποίο διατηρεί την προσέγγιση της προφορικής ιστορίας του βιβλίου, κατασκευάζοντας παράλληλα μια συνεκτική δραματική αρχιτεκτονική.

Οι ηθοποιοί- Σταύρος Λούρας, Πόπη Αβραάμ, Πέννυ Φοινίρη και Μιχάλης Παπέττας– κινούνται με αξιοθαύμαστη χάρη και ακρίβεια ανάμεσα στις διαφορετικές ενορμήσεις και προοπτικές, δημιουργώντας ένα κατανυκτικό χορικό που αντηχεί τη συλλογική εμπειρία της τραγωδίας. Οι χαμένες φωνές μοιάζουν να εξέρχονται από το περιθώριο και τις υποσημειώσεις της ιστορίας και να ορθώνουν ανάστημα. Το δρώμενο υπερβαίνει την απλή αναπαράσταση και μετατρέπεται σε μια διαγλωσσική κραυγή, σε έναν βαθύ διαλογισμό για τη σχέση της ανθρωπότητας με την (αυτο)καταστροφή, τη φύση, τη μνήμη, την πρόοδο και την ίδια τη ζωή.

Ο φωτισμός του Βασίλη Πετεινάρη αξίζει ιδιαίτερης μνείας για την ικανότητά του να αποδίδει τη «φωσφορίζουσα» ποιότητα που περιγράφεται στο κείμενο- το απόκοσμο, αφύσικο φως που εξέπεμπε ο αντιδραστήρας μετά την έκρηξη. Αυτή η ποιότητα διαχέεται σε ολόκληρη την παράσταση, δημιουργώντας το παράδοξο της αισθητικής συμβατότητας που αναδύεται από τον όλεθρο. Το εφέ καπνού θολώνει τα όρια μεταξύ υλικού και άυλου, ορατού και αόρατου και προβαίνει έτσι σε μια απτή αναπαράσταση του αθέατου κινδύνου, ενώ παράλληλα δημιουργεί την αίσθηση της αιώρησης και του ονειρικού.

Η παραγωγή αντιστέκεται στο ενδεχόμενο της αποτύπωσης του Τσερνόμπιλ ως απλού ιστορικού γεγονότος, προτιμώντας να υπαινίσσεται μια κατάσταση συνεχιζόμενη και εξακολουθητική που εξελίσσεται στα σώματα των επιζώντων και στο γενετικό υλικό των επόμενων γενεών. Αγγίζει έτσι την ουμανιστική ουσία του επιχειρήματος της Αλεξίεβιτς, εστιάζοντας αφενός στην ανθρώπινη επιμονή, την αγάπη και την πίστη που επιβιώνουν ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες και αφετέρου σε μια αέναη διαδικασία ανανοηματοδότησης. Υπενθυμίζει ότι το Τσερνόμπιλ είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία, μια οντολογική κατάσταση που εξακολουθεί να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε τον κόσμο.

Η παράσταση αποκτά ιδιαίτερη και ακόμη πιο επείγουσα σημασία στο κυπριακό συγκείμενο και για έναν ακόμη λόγο, που άπτεται της γεωγραφικής- γεωπολιτικής πραγματικότητας. Ο σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Άκουγιου, που αναμένεται σύντομα να λειτουργήσει, απέχει μόλις 85 χιλιόμετρα από τις ακτές της Κερύνειας. Δεδομένου ότι είναι μια εγκατάσταση που προκαλεί έντονες ανησυχίες για την περιβαλλοντική ασφάλεια σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, αυτή η γειτνίαση δημιουργεί μια αμεσότερη σύνδεση με τις συνέπειες μιας παρόμοιας δυνητικής απειλής.

Δεν χρειάζεται και πολύ καλπάζουσα φαντασία για να κάνει κανείς τον συνειρμό και να προβάλει ανάμεσα στα νεκρά δέντρα του σκηνικού της Κοτασβήλι ένα ολόδικό μας εναλλακτικό μέλλον, όπου η προειδοποίηση της Αλεξίεβιτς αποκτά μια ακόμη πιο κυριολεκτική υφή. Εκεί να δείτε κουδούνια που ηχούν!

Ελεύθερα, 27.4.2025

Exit mobile version